Από τον
Πλάτωνα ο Πλωτίνος άντλησε την πεποίθηση πως μόνη πραγματική γνώση είναι η
γνώση της ιδεώδους μορφής ενός υλικού πράγματος. Η φιλοσοφία – και όχι οι διάφορες
μυστηριακές θρησκείες – είναι το μέσον για να απελευθερωθεί κανείς από την
καταπίεση του υλικού κόσμου των ανθρώπων – που προσλαμβάνεται ως ένας κόσμος
καταστροφής, βασάνων, πολέμου και πείνας, αρρώστιας και θανάτου – , αλλά επίσης
και ως ένας κόσμος όπου λάμπει η αλήθεια και όπου οι φθαρτές εικόνες
αποκαλύπτουν τα ιδεώδη αρχέτυπά τους...
Όπως και
Πλάτων, ο Πλωτίνος πίστευε πως η ανθρώπινη ψυχή ερχόταν από ψηλά και εμπεριείχε
συγκεκριμένες «πληροφορίες» [δυνάμεις] από τον κόσμο των ιδεών. Όταν βυθίζεται
στον υλικό κόσμο, έναν κόσμο όχι τόσο του «είναι» όσο του «γίγνεσθαι», η ψυχή
μπερδεύεται, ταράζεται και παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι ενσώματη (Εννεάς 4,Ι.8˙ 4,14). Η ψυχή πρέπει να
μάθει να αντιστέκεται στις δυνάμεις που δρουν στον κόσμο. Κάτι τέτοιο μπορεί να
γίνει μέσω «της πάλης προς τα επάνω» ˙ τα μάτια της ψυχής στρέφονται, από τις
συγχύσεις του ευμετάβλητου κόσμου, προς την αμετάβλητη τελειότητα του κόσμου
των ιδεών. Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, είχε περισσότερο πρακτικό παρά
μυστικιστικό χαρακτήρα. Ξεκινούσε με την αποσαφήνιση απλών και καθημερινών
εννοιών («Τι εννοεί ο Πλάτων με τον όρο “ιδέα”;»)˙ περιλάμβανε μια διδασκαλία
που στόχευε στην αναμόρφωση των επιθυμιών μας (εφ’ όσον το σώμα φυσιολογικά
έλκεται από το ευμετάβλητο και το υλικό)˙ και κατέληγε σε συμπεράσματα μέσα από
έναν τέλειο χειρισμό της τεχνικής της διαλεκτικής φιλοσοφίας όπως διδασκόταν
στη νεοπλατωνική σχολή.
Το τέλος (ο τελικός σκοπός) της γνώσης
είναι η αλήθεια, αν και θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει και «θεό». Αυτός ο
«θεός» δεν είναι ο χριστιανικός θεός, ούτε καν η χριστιανική ιδέα για το θεό.
Οι χριστιανοί θεολόγοι από τον δεύτερο αιώνα και μετά έχουν παρερμηνεύσει τον
Πλάτωνα (όπως παρερμήνευσαν και τον Πλωτίνο και τον Πορφύριο) πάνω σ’ αυτό το
θεμελιώδες ζήτημα. Αυτή η σύγχυση προκύπτει, όπως παρατήρησε κάποτε ο `Etienne Gilson, διότι
«μετά από τόσα χρόνια χριστιανικής σκέψης έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολο για μας
να φανταστούμε έναν κόσμο όπου οι θεοί δεν είναι η ύψιστη πραγματικότητα˙ όπου
η υπέρτατη αλήθεια δεν είναι θεός» (`Etienne
Gilson, Θεός και Φιλοσοφία, 1941, σελ. 27). Ο
ήλιος, για παράδειγμα, εθεωρείτο από τον Πλάτωνα – όπως και από τον Μ.
Κωνσταντίνο και από την νεαρή εκκλησία – ότι είναι θεός. Κι ωστόσο, στη
φιλοσοφία του Πλάτωνα ο ήλιος, που είναι ένας θεός, είναι τέκνο του Αγαθού, το
οποίο δεν είναι θεός. Οι θεοί ήταν ζωντανά πλάσματα που ζούσαν ως άτομα˙
καταληπτοί, απαραίτητοι και αιώνιοι (με την έννοια ότι δεν ήσαν θνητοί) ˙ δεν
ήσαν όμως οι αναλλοίωτες και απαράλλαχτες Ιδέες (πρβ. Πλωτίνος, Εννεάς 6,Ι.3).
Επίσης, ο
τρόπος που κατανοούσε ο Πλωτίνος την ψυχή ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανική
θεωρία για το θεό. Ένας ουράνιος έρως
(έλξη) κατοικοεδρεύει σε κάθε ανθρώπινη ψυχή – μια φυσική αλλά δυσλειτουργική
επιθυμία να ανέλθει προς τα πάνω, από το ένα επίπεδο στο άλλο, προς την
τελειότητα των Ιδεών και μακριά από τις ατέλειες που την περιορίζουν. Η εξύψωση
μετατρέπει ολοένα την ανθρώπινη ψυχή σε θεϊκή˙ της δίνει θεϊκό χαρακτήρα, με
την έννοια ότι η ψυχή σταδιακά απαλλάσσεται από τα μέρη εκείνα που σφετερίζεται
η θνητότητα του ανθρώπου, και γίνεται σαν τους θεούς. Κατά βάση, αυτός ο στόχος
– η εξύψωση – είναι κάτι το πρακτικό, αν και η γλώσσα με την οποία εκφράζεται
είναι εκείνη των ελληνικών μύθων. Η «εξύψωση» γίνεται μέσω του νού˙ εξύψωση, σε
φιλοσοφική διατύπωση, είναι η διεύρυνση της κατανόησης. Η διαλεκτική σκέψη
οδηγεί στην κατανόηση: αρχικά του καταληπτού, και κατόπιν του θεϊκού, του
πρωταρχικού. Χάρη στην ενόραση, η ψυχή που κατακτά αυτή τη βαθειά γνώση νιώθει
πως ενώνεται με το θεϊκό φως αλλά γνωρίζει επίσης πως δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος αυτού του φωτός. Η
εξατομίκευση (συνεπώς και η χριστιανική ιδέα του προσωπικού θεού – δημιουργού,
η ιδέα της ανάστασης της σάρκας και της σωτηρίας της ατομικής ψυχής) είναι το
ακριβώς αντίθετο αυτής της αντίληψης.
Στους
οπαδούς του Πλωτίνου άρεσε να τραγουδούν ένα αρχαίο ελληνικό τραγούδι, που στις
μέρες τους συνέχιζαν να διδάσκουν οι στωϊκοί φιλόσοφοι˙ ένα τραγούδι που
υμνούσε την ομορφιά αυτού του κόσμου που στο κάτω – κάτω αποτελούσε σημείο εκκίνησης για την ανύψωση του νου
προς το βασίλειο των Ιδεών. Ο Πλωτίνος λοιπόν, επέμενε να τραγουδούν οι μαθητές
του αυτό το τραγούδι για να υπερασπίζονται τη διδασκαλία του από τη βάρβαρη
αντίληψη των χριστιανών ότι αυτός ο κόσμος ήταν ένας αξιοκαταφρόνητος τόπος –
άποψη που κατά παράδοξο τρόπο δεν την είχαν αντλήσει από τη Βίβλο αλλά από τη
δική τους ιδιόρρυθμη ερμηνεία του Πλάτωνα (πρβ. Εννεάς 2,3.5˙ 1,4˙ 3,9˙ 4,9, κ.λ.π.).
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ «ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΘΥΡΑΘΕΝ», 2000
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
Ο Πορφύριος ήταν νεοπλατωνικός φιλόσοφος από την Τύρο της
Φοινίκης, με σημαντική προσφορά στον τομέα της λογικής. Επιμελήθηκε και εξέδωσε
τις Εννεάδες του Πλωτίνου, ο οποίος υπήρξε διδάσκαλός του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου