Διηγούνται
μια ιστορία˙ ίσως ένα μύθο. Χαρακτηριστικό των μυθιστοριών είναι πως έχουν
πολλές διασκευές. Άλλο γνώρισμά τους˙ η πηγή της εκδοχής του μύθου – όπως αυτός
που πρόκειται να διηγηθώ – είναι ασαφής. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν τον άκουσα ή
τον διάβασα, που ή πότε. Επιπλέον, δεν μπορώ να αναγνωρίσω τις παραποιήσεις,
που εγώ ο ίδιος έκανα στη διασκευή αυτή. Ό,τι γνωρίζω με βεβαιότητα είναι πως
αυτή η διασκευή έφθασε σε μένα με τίτλο. Ονομάζεται: «Το δώρο του Ραβίνου»...
Η ιστορία
αναφέρεται σ’ ένα μοναστήρι το οποίο έπεσε σε παρακμή. Αυτό που κάποτε ήταν μια
μεγάλη μοναστική αδελφότητα σχεδόν αφανίσθηκε, σαν αποτέλεσμα των αλλεπαλλήλων
κυμάτων του αντιμοναστικού διωγμού κατά τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο
αιώνα και της γέννησης της εκκοσμίκευσης κατά τον δέκατο ένατο˙ όλα τα μετόχια
του χάθηκαν και έφθασε μέχρι τέτοιου σημείου αποδεκατισμού των μοναχών του,
ώστε να απομείνουν μόλις πέντε μοναχοί στο αποσαθρωμένο πια κεντρικό κεντρικό
μοναστήρι: ο ηγούμενος και τέσσερις άλλοι, όλοι πάνω από εβδομήντα στην ηλικία.
Στα σίγουρα ήταν μια ετοιμοθάνατη μοναστική αδελφότητα.
Στα βάθη του
δάσους που περιέβαλλε το μοναστήρι, υπήρχε μια μικρή καλύβα, την οποία ένας
ραβίνος από την κοντινή κωμόπολη χρησιμοποιούσε φορές – φορές σαν ερημητήριο.
Εξαιτίας των πολλών χρόνων που καταγίνονταν με την προσευχή και την
περισυλλογή, οι ηλικιωμένοι πια μοναχοί είχαν αποκτήσει μια διαίσθηση, έτσι
ώστε μπορούσαν να προαισθανθούν την εκάστοτε παρουσία του ραβίνου στο ασκητήριο.
«Ο ραβίνος είναι στο δάσος, ο ραβίνος ξανάρθε» σιγοψιθύριζαν αναμεταξύ τους.
Καθώς ο ηγούμενος αγωνιούσε για τον επικείμενο αφανισμό της μοναστικής του
αδελφότητας, του πέρασε από το μυαλό, σε μια ανάλογη συγκυρία, να επισκεφθεί το
ερημητήριο και να ρωτήσει το ραβίνο μήπως, παρ’ ελπίδα, μπορούσε να του δώσει
κάποια συμβουλή, που ίσως να έσωζε το μοναστήρι.
Ο ραβίνος
καλωσόρισε τον ηγούμενο στην καλύβη του˙ όταν όμως αυτός εξήγησε το σκοπό της
επισκέψεώς του, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο ραβίνος ήταν να συμμερισθεί τη
λύπη του ηγουμένου: «Ξέρω τι συμβαίνει», αναφώνησε. «Η πνευματική διάθεση και
ενεργητικότητα εγκατέλειψε τους ανθρώπους. Το ίδιο γίνεται και στην κωμόπολη
που ζω. Σχεδόν κανένας πια δεν έρχεται στη συναγωγή». Έτσι από κοινού πια ο
ηλικιωμένος ηγούμενος με το γέρο ραβίνο αναλύθηκαν σε δάκρυα και ψιθυριστές
θρηνώδεις προσευχές. Κατόπιν διάβασαν αποσπάσματα από την Τορά και ήρεμα
αντάλλαξαν απόψεις για δυσνόητα χωρία. Και κάποτε έφθασε η ώρα για να φύγει ο
ηγούμενος. Ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο και ο ηγούμενος είπε: «Πόση αγαλλίαση ένιωσα
που κατορθώσαμε και συναντηθήκαμε μετά από τόσα χρόνια! Ακόμη όμως τυραννιέμαι
που δεν πέτυχα το σκοπό για τον οποίο ήρθα εδώ. Υπάρχει κάτι που μπορείς να μου
πεις, μια τόση δα συμβουλή αν θα ’χες να μου δώσεις, που θα με βοηθούσε να σώσω
την αδελφότητα μου, που πνέει τα λοίσθια;»
«Λυπάμαι, αλλά δεν έχω καμιά συμβουλή
να σου δώσω», απάντησε ο ραβίνος. «Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι ένας
από σας είναι ο Μεσσίας!»
Όταν ο
ηγούμενος επέστρεψε στο μοναστήρι του οι αγαπητοί συμμοναστές του συγκεντρώθηκαν
γύρω του και τον ρώτησαν: «Λοιπόν, τι σε συμβούλεψε ο ραβίνος;»
«Δεν μπόρεσε να βοηθήσει», απάντησε ο
ηγούμενος. «Αναλυθήκαμε από κοινού σε δάκρυα και διαβάσαμε μαζί την Τορά. Το
μόνο πράγμα – κάτι πολύ αινιγματικό – που είπε, καθώς έφευγα, ήταν ότι ο
Μεσσίας είναι κάποιος από μας. Δεν ξέρω όμως τι εννοούσε.»
Τις μέρες,
τις βδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν, οι ηλικιωμένοι μοναχοί στάθμιζαν
το γεγονός και αναρωτιόντουσαν αν υπήρχε κάποια πραγματική σημασία ή υπαρκτό
νόημα στα λόγια του ραβίνου. Κάποιος από μας είναι ο Μεσσίας; Υπάρχει κάποια
πιθανότητα να εννοούσε έναν από μας τους μοναχούς εδώ στο μοναστήρι; Αν είναι
σωστή αυτή η υπόθεση, ποιον άραγε; Να υποθέσουμε πως εννοούσε τον ηγούμενο;
Ναι! Αν είχε στο μυαλό του κάποιον από μας πολύ πιθανόν να σκεπτόταν, τον
ηγούμενο. Είναι ο πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής μας περισσότερο από μια
γενιά. Από την άλλη μεριά, μπορεί και να εννοούσε τον πατέρα Θωμά. Αναμφίβολα ο
πατήρ Θωμάς είναι άγιος άνθρωπος. Ο καθένας ξέρει πως ο Θωμάς είναι άνθρωπος φωτεινός,
διάφανος και καθάριος σαν κρύσταλλο. Σίγουρα βέβαια δεν μπορεί να εννοούσε τον
πατέρα Ελεάζαρο! Ο Ελεάζαρος φορές – φορές γίνεται ιδιότροπος και εριστικός.
Αλλά, αν και είναι μόνιμος μπελάς και πηγή στεναχώριας για τους κοντινούς του,
σαν το καλοσκεφθείς, ουσιαστικά – που να πάρει η ευχή – έχει πάντα δίκιο!
Συχνά, απόλυτο δίκιο! Ίσως ο ραβίνος να εννοούσε τον πατέρα Ελεάζαρο. Σίγουρα
όμως δεν σκεπτόταν τον πατέρα Φίλιππο. Ο Φίλιππος είναι τόσο αδρανής˙
πραγματικά ανύπαρκτος. Όμως – για κοίταξε φίλε μου πράγματα – έχει ένα χάρισμα:
να βρίσκεται πάντα με κάποιο μυστηριώδη και ανεξήγητο τρόπο εκεί όπου τον
χρειάζεσαι! Είναι σαν να παρουσιάζεται με ένα μαγικό και αδιανόητο τρόπο δίπλα
σου. Έτσι απλά και ολωσδιόλου φυσικά. Ίσως ο Φίλιππος να ’ναι ο Μεσσίας.
Αναμφίβολα ο ραβίνος δεν εννοούσε εμένα. Δεν είναι δυνατόν να υπονοούσε εμένα.
Είμαι ένας κοινός και συνηθισμένος άνθρωπος, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο και
εξαιρετικό. Και αν υποθέσουμε ότι εννοούσε εμένα; Αν υποθέσουμε πως είμαι ο
Μεσσίας; Ω Θεέ μου, όχι εγώ. Δεν αξίζω και τόσο πολύ για Σένα! Ή μήπως αξίζω
άραγε;
Συλλογιζόμενοι όμως μ’ αυτό τον τρόπο
οι ηλικιωμένοι μοναχοί, άρχισαν να συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλο με ένα
έκτακτο και ασυνήθιστο σεβασμό, με την αμυδρή ελπίδα πως κάποιος ανάμεσά τους
ίσως να ’ταν ο Μεσσίας. Και πότε – πότε, με την μικρή ελπίδα πως ο καθένας απ’
αυτούς μπορεί να ’ναι ο Μεσσίας, άρχισαν παράλληλα να συμπεριφέρονται ο καθένας
στον εαυτό του με τον ίδιο έκτακτο και ασυνήθιστο σεβασμό.
Επειδή το
δάσος που βρισκόταν το μοναστήρι ήταν όμορφο, συνέβαινε, γι’ αυτό το λόγο, να
’ρχονται ακόμη περιστασιακά άνθρωποι για να το επισκεφθούν˙ να φέρνουν τις
οικογένειές τους για να παίξουν και να φάνε πάνω στο χλοερό του γρασίδι˙ να
τριγυρίσουν περπατώντας σε μερικά από τα μονοπάτια του˙ και, που και που, να
μπουν ακόμη και στο ετοιμόρροπο παρεκκλήσι για να στοχασθούν και να
προσευχηθούν. Και καθώς ενεργούσαν έτσι απλά και ανεπιτήδευτα, χωρίς καν να το
καταλάβουν, άρχισαν να αισθάνονται αυτή την ατμόσφαιρα του έκτακτου και
ασυνήθιστου σεβασμού, που τώρα πια περικύκλωνε σαν αύρα τους πέντε ηλικιωμένους
μοναχούς και που φαινόταν να ακτινοβολείται απ’ αυτούς προς τα έξω και να
διαποτίζει την όλη ατμόσφαιρα του τόπου. Υπήρχε κάτι παράξενα ελκυστικό – ακόμη
περισσότερο – ακαταμάχητο γύρω απ’ αυτό το μοναστήρι. Αν και μετά δυσκολίας
μπορούσαν να αντιληφθούν το λόγο, άρχισαν όλο και πιο συχνά να επισκέφτονται το
μοναστήρι, για να ξεσκάσουν, να παίξουν, να προσευχηθούν. Άρχισαν να φέρνουν
και τους φίλους τους για να τους δείξουν αυτό το ξεχωριστό μέρος. Και οι φίλοι
τους έφεραν τους δικούς τους φίλους.
Και τότε
συνέβη κάποιοι από τους νέους που ήρθαν για να επισκεφθούν το μοναστήρι να
αρχίσουν να κουβεντιάζουν όλο και περισσότερο με τους ηλικιωμένους μοναχούς. Μετά
από λίγο καιρό ένας τους ρώτησε τους μοναχούς αν μπορούσε να μείνει μαζί τους.
Αργότερα και άλλος. Και άλλος. Έτσι, μέσα σε διάστημα λίγων χρόνων το
μοναστήρι, για μια φορά ακόμη, έγινε μία αναπτυσσόμενη μοναχική αδελφότητα, και
– χάρη στο δώρο του ραβίνου – ένας σφριγηλός και παλλόμενος χώρος φωτός και
πνευματικότητας στη γύρω περιοχή.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ M. SCOTT – PECK ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ΤΟΜΟ «ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΚΡΙΤΑΣ», Β΄ ΕΚΔΟΣΗ
M. SCOTT – PECK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου