Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

2 Ιαν 2019

Την ιδιότητα του συγγραφέα είχε αγαπήσει η Δανάη (= Γαλάτεια Καζαντζάκη) και όχι τον άνθρωπο (Αλέξανδρος = Νίκος Καζαντζάκης)!


Όταν ήρθε η είδηση πως το δράμα του Αλέξανδρου, πάνω στο λαϊκό θρύλο, πήρε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό, η Δανάη ξαφνιάστηκε. Δεν της είχε πει τίποτα. Μόνο που της το διάβασε. «Θα μου το ’λεγε, σκέφτηκε η Δανάη, αν ήτανε σίγουρος εκατό τα εκατό για την επιτυχία. Κι επειδή δεν ήταν, μου το ’κρυψε». Αν αποτύχαινε, δε θα το μάθαινε κανείς, αφού οι συγγραφείς υπέβαλλαν τα έργα τους με ψευδώνυμο κι αφού ο φάκελος με το πραγματικό τους όνομα δεν αποσφραγίζεται σε περίπτωση αποτυχίας.

Για δεύτερη φορά ο Τύπος ασχολήθηκε με τον Αλέξανδρο Αρτάκη. Μίλησαν ξανά και για το πρώτο του βιβλίο και επανέλαβαν πως ήτανε ένα σίγουρο δημιουργικό κεφάλαιο της πνευματικής Ελλάδας, που προχωρούσε σταθερά στην κατάκτηση της μεγάλης τέχνης.
Την Κυριακή ήρθαν όλοι να τον συγχαρούν.
– Φαντάζομαι πως θα χτυπούσε η καρδιά σου όσο να βγουν τ’ αποτελέσματα, λέει σε μια στιγμή ο Ζέρβας στη Δανάη.
– Αφού δεν το ’ξερα, αποκρίθηκε η Δανάη.
– Δεν το ’ξερες;
Και γυρνώντας στον Αλέξανδρο.
– Δεν το ’πες στη Δανάη πως είχες υποβάλει έργο;
– Όχι, για να μη στενοχωρηθεί αν δεν μ’ έβρισκαν άξιο.
– Αυτό που λες είναι σωστό, αν και για να στενοχωρηθώ θα ’πρεπε να πιστεύω τους κριτές σου αν όχι ανώτερους, πάντως ίσους σου, του απάντησε εκείνη.
– Μπράβο, Δανάη! Μπράβο!
Όλοι χτυπούσαν παλαμάκια, ο Αλέξανδρος φαινόταν ευχαριστημένος κι η Δανάη χαμογελούσε.
Για να γιορτάσουνε το γεγονός αποφάσισαν να πάνε και τη μέρα κείνη με τα πόδια στο γαλατάδικο και να γυρίσουν ξανά όλοι μαζί. Τη λιακάδα της μέρας ακολουθούσε μια φεγγαρολουσμένη νύχτα χωρίς καθόλου κρύο. Με τις κουβέντες και τα γέλια πληροφορήθηκε η Δανάη και τούτο ’δω: Πως το βραβείο ήτανε και χρηματικό. Νάτον πάλι ατόφιος ο Αλέξανδρος.
– Η ιδέα σου να υποβάλεις έργο ήτανε ξέρεις πρώτης τάξεως, είπε σε μια στιγμή ο Γιαννέλλης … Κατά έναν τρόπο δοκιμάζει κανείς τη δύναμή του, χωρίς βέβαια σε περίπτωση αποτυχίας ν’ απογοητευθεί και να χάσει του κουράγιο του.
– Πολύ σωστά, πετάχτηκε ο Ζέρβας, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε τη σημασία του βραβείου. Είμαι σίγουρος πως ο Αλέξανδρος θα δουλεύει από ’δω και μπρος με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Δεν είναι έτσι, Αλέξανδρε;
– Δεν ξέρω, μπορεί.
– Εγώ πάλι πιστεύω, κύριε Γιαννέλλη, ανακατεύτηκε η Δανάη, πως όσο περισσότερο είναι κανείς φιλόδοξος, τόσο λιγότερο διακινδυνεύει μια αποχτημένη φήμη. Λέω λοιπόν πως ο Αλέξανδρος δε θα λάβαινε ποτέ μέρος σ’ έναν ανοιχτό διαγωνισμό, ξέροντας πως μια αποτυχία θα επηρέαζε τη γνώμη που έχουν όλοι σήμερα γι’ αυτόν. Και θα ’κανε πολύ φρόνιμα. Τη γνώμη αυτή τίποτα δεν πρέπει να κλονίσει από ’δω κι εμπρός. Ούτε θα την κλονίσει, είμαι βέβαιη.
– Τι ωραίο πράμα να ’χει κανείς πλάι του μια γυναίκα με τόση πίστη, είπε ο Ζέρβας.
– Ό,τι λέω δεν αφορά διόλου την πίστη μου στο έργο του Αλέξανδρου, αλλά το πόσο είναι αναγκασμένος όποιος έβαλε σκοπό της ζωής του να φτάσει κάπου, να σπουδάζει διαρκώς τους τρόπους που θα τον οδηγήσουν ασφαλέστερα, όπως π.χ., η δημιουργία κάποιου μύθου γύρω από το άτομό του … και προπάντων να ξέρει πως, αν έχει δέκα και κάνει θόρυβο σα να ’χει εκατό, πετυχαίνει, ενώ το εναντίον, αν έχει αξία εκατό και σωπαίνει, πεθαίνει και ξεχνιέται σα να μην έζησε ποτέ.
– Ώστε όλοι όσοι ξέφυγαν τη λησμονιά το πέτυχαν όχι γιατί ήτανε μεγάλοι δημιουργοί, αλλά γιατί κάνανε θόρυβο; ρώτησε ο Ζέρβας.
– Εκείνοι που λέτε, είναι οι μεγαλοφυΐες. Τα φωτεινά μετέωρα που μετριούνται εύκολα και τους ξέρουν οι αιώνες. Αυτοί σίγουρα δεν χρειάστηκαν κανένα θόρυβο … εδώ όμως δεν μιλάμε γι’ αυτούς.
Ο μόνος που δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση ήτανε ο Αλέξανδρος. Προχωρούσε με το κεφάλι ψηλά όπως συνήθιζε, κοιτάζοντας μακριά το βάθος του ατέλειωτου δρόμου.
Η παρέα διαλύθηκε πολύ γρήγορα εκείνο το βράδυ. Ο Αλέξανδρος ρώτησε σε μια στιγμή τη Δανάη αν κρυώνει και κείνη είπε «ναι, λιγάκι». Δεν κρύωνε, αλλά κατάλαβε πως ήθελε να φύγουν. Η συζήτηση της βραδιάς με τον δρόμο που πήρε τον δυσαρέστησε. Ήτανε φοβερό να πει η Δανάη πως δε θα υπόβαλλε ποτέ έργο σε ανοιχτό διαγωνισμό μια και δε θα ’τανε σίγουρος εκατό τα εκατό. Και πότε το ’πε; Όταν εκείνος εδικαιολογήθηκε πως τάχα της έκρυψε τη συμμετοχή του για να μη στεναχωρηθεί αν αποτύχαινε. Όλα όσα ειπώθηκαν από μέρος της έδειχναν ολοφάνερα πως δεν το πίστευε, όπως ενόμιζε ο Ζέρβας, σαν σίγουρο κεφάλαιο της πνευματικής Ελλάδας, αλλά σαν ένα φιλόδοξο που θέλει να φτάσει, αδιαφορώντας με ποια μέσα.
Ακολούθησαν μέρες σιωπηλής ψυχρότητας. Ο Αλέξανδρος έμοιαζε το σκαντζόχοιρο. Μόλις μυριζόταν στον αέρα κάτι δυσάρεστο, ευτύς μαζευόταν κι όρθωνε τ’ αγκάθια του. Η Δανάη το ’ξερε. Δεν άντεχε στην κριτική, όταν δεν τόνε λιβάνιζε. Το ξεσπάθωμα της Δανάης τον αναστάτωσε.
– Τι είμαι εγώ, στο κάτω – κάτω, για να με λογαριάζεις τόσο; του είπε μια βδομάδα υστερότερα, όταν παρατραβούσαν οι μούσκλες. Αν ήμουνα στη θέση σου, θα ’ξερα θαρρώ τι αξίζει η δουλειά μου, ώστε να μην επηρεάζομαι από την οποιαδήποτε κριτική. Προπάντων θα ’ξερα πως η Τέχνη είναι ένα είδος Ιμαλάϊα και πως βρίσκομαι στα ριζά. Το λοιπόν τι σημασία θα ’χαν οι κριτικές του ενός και του άλλου, καλές ή κακές; Έγραψες κάτι και σου το βράβεψαν. Αυτό όμως δε θα πει πως δε θα γράψεις έργα πολύ σπουδαιότερα που ίσως να μην αναγνωριστεί η αξία τους. Εκτός πια αν νομίζεις πως επειδή σε βραβέψανε είσαι κιόλας Σαιξπήρος, πράμα που δεν πιστεύω.   
Ο Αλέξανδρος, αυτά λέγουνταν στην ανατολική βεράντα, κοίταζε το γιομάτο φεγγάρι μέσα από τα δέντρα κι ήτανε σα να μην την άκουε. Όχι, δεν ήτανε εκείνη που θα του ταίριαζε. Στον Αλέξανδρο θα ταίριαζε μια γυναίκα ή απλοϊκή κι αγαθή, ή πονηρή. Η Δανάη δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πολλές φορές ωστόσο κάθιζε στο σκαμνί τον εαυτό της. Γιατί μπέρδευε ολοένα τον άνθρωπο με τον συγγραφέα; Ο άνθρωπος της είχε φταίξει, όχι ο συγγραφέας. Κι αυτή είχε αγαπήσει το συγγραφέα. Μόνον αυτόν. Την ιδιότητα που τον ξεχώριζε απ’ όλους τους νέους του τόπου, αυτήν είχε αγαπήσει. Αυτή την ξετρέλανε. Αν δεν έγραφε, σίγουρα δεν θα τον πρόσεχε. Γιατί λοιπόν δεν της έφτανε η πραγματοποίηση του ονείρου να ζει πλάι του, κάτω από την ίδια στέγη και να ’ναι οι δυο τους το εξωτικό ζευγάρι που οι νέοι τους φίλοι τόσο αγαπούσαν και το χαίρουνταν; Γιατί; Γιατί όσα της είχε αρνηθεί ο άνθρωπος, της τ’ αρνιόταν κι ο δημιουργός. Να γιατί.
Όμως η Δανάη έκανε όρκο να μην του φερθεί ποτέ έτσι σαν εκείνο το βράδυ … Θα περιμένει … ποιος ξέρει … Μπορεί να ’τανε ακόμα νωρίς. Κι άλλοι μεγάλοι τεχνίτες είχανε τα κουσούρια τους. Ο Βερλαίν ήτανε αρσενοκοίτης και έφτασε να γενεί φονιάς, πήγε φυλακή. Ο Πόου πέθανε στο δρόμο αλκοολικός. Ο Νοστογιέβσκι έχανε στη ρουλέτα ακόμα και τα καθημερινά έξοδα του σπιτιού του … Με τη διαφορά, συλλογιόταν πάλι, πως αυτωνών τα κουσούρια ήτανε τα πάθη τους, ενώ τα κουσούρια του Αλέξανδρου φανέρωναν ίσα – ίσα πως ήτανε στερημένος κι από τα πιο κοινά ανθρώπινα αισθήματα. Κι όταν αυτά λείπουν, ό,τι κι αν πούμε στην τέχνη δε θα ’ναι «χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον»;

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ», 2007.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και συγγραφέας. Ήταν κόρη του λόγιου εκδότη Στυλιανού Αλεξίου. Το 1911 παντρεύτηκε τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1926 χώρισε με τον Ν. Καζαντζάκη και το 1933 παντρεύτηκε τον ποιητή και κριτικό Μάρκο Αυγέρη. 
Γέννηση: 8 Μαρτίου 1881, Ηράκλειο
Απεβίωσε: 17 Νοεμβρίου 1962, Αθήνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου