Ο Πρωταγόρας
δεν βλέπει τον άνθρωπο σαν απομονωμένο άτομο αλλά σαν μέλος της οργανωμένης
κοινωνίας. Αναπτύσσει έτσι ο Πρωταγόρας την πρώτη κοινωνική φιλοσοφία στον
ελληνικό χώρο. Κατά τον Πρωταγόρα ο άνθρωπος ήταν βιολογικά ασθενέστερο ζώο,
ανεξόπλιστο και εκτεθειμένο σε ποικίλους κινδύνους. Την κατάσταση βελτίωσε η
ανακάλυψη της φωτιάς και η ανάπτυξη των τεχνών. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό...
Οι άνθρωποι
κατάλαβαν ότι το πιο αποτελεσματικό μέσο ήταν να συμπήξουν μια οργανωμένη
κοινωνία, για να σωθούν ιδίως από τα άγρια θηρία. Οι πρώτες απόπειρες απέτυχαν.
Οι άνθρωποι είχαν την τάση να βλάπτουν ο ένας τον άλλον και οι κοινότητες που
σχημάτισαν διαλύονταν γρήγορα. Τελικά τους έσωσε η ανακάλυψη της πολιτικής
σκέψης και τέχνης. Αυτή οδήγησε στη θέσπιση του δικαίου και στην καλλιέργεια
της αιδούς, του αλληλοσεβασμού. Δίκη
και αιδώς έγιναν τα θεμέλια, πάνω στα
οποία οικοδομήθηκε η κοινωνική συμβίωση. Ο Πρωταγόρας δεν δέχεται βέβαια τη
σταθερότητα του δικαίου. Αντίθετα υποστηρίζει τη μεταβλητότητά του από εποχή σε
εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία. Το δίκαιο και οι νόμοι αλλάζουν και
βελτιώνονται. Η αρχική τους σημασία όμως είναι ότι εξασφαλίζουν τη συνοχή και
τη διατήρηση της κοινωνίας.
Η κοινωνική
φιλοσοφία του Πρωταγόρα φαίνεται να αντιφάσκει με τις ανθρωπολογικές και
γνωσιολογικές του θέσεις. Σαν κοινωνικά όντα οι άνθρωποι φαίνεται να συμφωνούν
τουλάχιστον στις απόψεις τους γύρω από τη συμβίωση και την οργάνωσή της. Στο
θέμα της συμβίωσης δεν έχει ο καθένας τη γνώμη του, που είναι διαφορετική ή
αντίθετη με τη γνώμη όλων των άλλων. Μέσα στη κοινωνία δεν μπορεί το κάθε άτομο
να είναι μέτρο όλων των πραγμάτων. Μέτρο των πραγμάτων γίνεται πια η κοινότητα,
η συλλογική συνείδηση. Αυτή καθιερώνει την έννομη τάξη και κρίνει τι είναι
ωφέλιμο και τι βλαβερό για την κοινότητα. Όλα τα άτομα έχουν την ίδια ιδέα για
την αιδώ και τη δίκη, την αναγκαιότητα και το περιεχόμενό τους. Αν είχαν
διαφορετική γνώμη για τα θεμελιώδη αυτά ζητήματα, τότε θα ήταν αδύνατη η
συγκρότηση της κοινωνίας.
Να δεχτούμε
ότι ο Πρωταγόρας εξοβέλιζε τον υποκειμενισμό από τα κοινωνικά προβλήματα; Είναι
δύσκολο να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο. Ο Πρωταγόρας δεχόταν ότι γενικά το καθετί
φαίνεται διαφορετικά στον καθένα. Οι γνώμες των ανθρώπων διαφοροποιούνται και
στα πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα, όχι μόνο στα αξιολογικά, τα ηθικά, αισθητικά
ή γνωσιολογικά. Αντίφαση υπάρχει στη σκέψη του Πρωταγόρα.
Ο Πρωταγόρας
δεν ενδιαφέρθηκε ίσως να διατυπώσει θεωρίες απαλλαγμένες από αντιφάσεις, ιδέες
που να χαρακτηρίζονται από απόλυτη ενότητα ή συνέπεια. Τον ενδιέφερε ιδιαίτερα
η διδακτική δραστηριότητα. Ήθελε να είναι δάσκαλος της πολιτικής τέχνης. Δίδασκε
ιδιαίτερα πως θα μπορούσε κανείς να μιλά για τις υποθέσεις της πολιτείας στην
εκκλησία του δήμου και πως θα τις χειρίζεται εύστοχα και δυναμικά. Σκοπός του
ήταν να φτιάχνει ικανούς πολιτικούς. Για τη μόρφωση των λαϊκών στρωμάτων δεν
ενδιαφερόταν. Άλλωστε ο μεγάλος σοφιστής δίδασκε έναντι αμοιβής και τούς
μαθητές τούς έβρισκε ανάμεσα σε γιους πλούσιων οικογενειών. Δεν έκανε έργο του
διαφωτιστή των μαζών. Για τον πολύ λαό δεν φαίνεται να είχε καλή γνώμη, αν
είναι αξιόπιστα όσα λέει ο Πλάτωνας στον διάλογο Πρωταγόρας (317Α, 353Α – Β). Ο Πρωταγόρας δεν φαινόταν ένθερμος
οπαδός της δημοκρατίας, η δράση του όμως προϋπέθετε τη δημοκρατία, ενώ θα
συναντούσε εμπόδια σε πόλεις με τυρρανικό πολίτευμα.
Ο Πρωταγόρας
ως ένα σημείο εμφανιζόταν με ένα τυπικό σοφιστικό πνεύμα. Πίστευε ότι πάνω σε
κάθε θέμα μπορούν να διατυπωθούν δύο απόψεις, αντίθετες μεταξύ τους: Δύο λόγους είναι περί παντός πράγματος
αντικειμένους αλλήλοις. Ο καθένας βλέπει τα πράγματα από τη δική του σκοπιά
και με βάση τα δικά του συμφέροντα. Ο ίδιος έλεγε ότι είχε την ικανότητα να
δυναμώνει τα αδύναμα επιχειρήματα και να αποδυναμώνει τα ισχυρά επιχειρήματα: Τον ήττω λόγον κρείττω ποιείν και τον
κρείττω ήττω. Από τη στιγμή αυτή ο Πρωταγόρας συμπεριφερόταν σαν σοφιστής
με την κακή σημασία της λέξης, κατέφευγε στη διαστρέβλωση των επιχειρημάτων,
δίδασκε την τέχνη της σοφιστικής και της παραποίησης της αλήθειας, μετέτρεπε το
άδικο σε δίκαιο και το δίκαιο σε άδικο. Με τέτοια τέχνη, σοφιστική και
εριστική, ήταν χρήσιμη για τα δικαστήρια και για τις αγορεύσεις από το βήμα της
Πνύκας. Με μια τέτοια δεξιότητα θα μπορούσε κανείς να κερδίζει δίκες και να
παρασύρει το πλήθος, να εξουδετερώνει την επίδραση των λόγων των πολιτικών
αντιπάλων του.
Ο Πρωταγόρας
μπορεί να εμπορευματοποίησε την παιδεία (για μια σειρά μαθημάτων έπαιρνε από
κάθε μαθητή 10.000 δρχ., σε μια αποχή που το ημερομίσθιο ενός εργάτη ήταν μία
δραχμή), ταυτόχρονα όμως ανατάρασσε το πνευματικό κατεστημένο και έφερνε
καινούριες ιδέες, που άλλαζαν ριζικά τον τρόπο σκέψης. Οι ιδέες του διέφεραν
από εκείνες του Σωκράτη και του Πλάτωνα αργότερα, που δίδασκαν την ενότητα και
σταθερότητα όλων των αξιών και την αντικειμενικότητα της αλήθειας. Ο Πρωταγόρας
μάλλον διερμήνευε το ατομιστικό πνεύμα της εποχής του, που το είχε ενισχύσει η
οικονομική ευημερία. Το ενίσχυε όμως και ο ίδιος ο Πρωταγόρας με τις θεωρίες
του και με τη δικαίωση του υποκειμενισμού.
Ο Πρωταγόρας
εμφανίζεται στην αρχή σαν ανθρωπολογιστής. Κατ’ αυτόν δεν υπάρχει παρά μόνο ο
άνθρωπος. Όλα τα άλλα υπάρχουν ή δεν υπάρχουν μόνο αν το κρίνει ο άνθρωπος, σε
σχέση με τον άνθρωπο και για τον
άνθρωπο. Έχουμε εδώ μια ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου και όλων των
πραγμάτων. Ο ανθρωποκεντρισμός αυτός στη συνέχεια εξελίσσεται σε υποκειμενισμό.
Τα ίδια πράγματα διαφορετικά τα βλέπει ο καθένας. Ο Πλάτωνας πιστεύει ότι ο
Πρωταγόρας δεν είναι επηρεασμένος τόσο από το συμφεροντολογικό κριτήριο
(σύμφωνα με το οποίο ο καθένας κρίνει τα πράγματα ανάλογα με τα συμφέροντά
του), αλλά από την Ηρακλειτική άποψη για τη συνεχή μεταβολή των πραγμάτων αλλά
και των γνωστικών υποκειμένων. Και τα πράγματα και οι άνθρωποι αλλάζουν. Φυσικό
λοιπόν είναι να μεταβάλλονται και οι γνώμες των ανθρώπων για τα πράγματα. Ακόμη
και ο ίδιος ο άνθρωπος βλέπει διαφορετικά τα πράγματα από στιγμή σε στιγμή.
Άλλοτε
δίνεται η εντύπωση ότι κατά τον Πρωταγόρα το κυριότερο σε μια συζήτηση δεν
είναι η εύρεση της αλήθειας, αλλά η νίκη, η υπεροχή. Η συζήτηση είναι «αγώνας
λόγων», από τον οποίο κάθε συνομιλητής θέλει να βγει νικητής. Το αγωνιστικό
στοιχείο κυριαρχεί και στις πιο θεωρητικές συζητήσεις των ανθρώπων, και στην
εξέταση πνευματικών ζητημάτων.
Τελικά ο
υποκειμενισμός και το ατομιστικό πνεύμα δεν κυριάρχησαν απόλυτα στις ιδέες του
Πρωταγόρα. Η ίδια η συγκρότηση της κοινωνίας και της πολιτείας έκανε αναγκαία
την αποδοχή κοινών αξιών και ιδανικών. Οι άνθρωποι έφτασαν στην καθιέρωση
κοινών νόμων και αξιών. Συμφώνησαν όχι μόνο πάνω στην ιδέα της συγκρότησης της
πολιτικής κοινότητας αλλά και πάνω στους κανόνες, που μπορούν να εξασφαλίσουν
τη διατήρησή της. Όποιος παραβιάζει τους κοινά αποδεκτούς κανόνες πρέπει να
αποκόπτεται από την κοινωνία σαν αρρωστημένο μέλος, να θανατώνεται. Το άτομο
μπορεί να έχει τις ιδέες του και να τις υποστηρίζει, όχι όμως και να υπονομεύει
τους κανόνες δικαίου, που είναι ζωτικοί για την ύπαρξη της κοινότητας. Αυτή
φαίνεται να είναι η βαθύτερη πεποίθηση του Πρωταγόρα, που όμως δεν τη διατύπωσε
ποτέ ρητά. Αν είχαν διασωθεί τα έργα του, ίσως βλέπαμε τον συγκερασμό και την
εξισορρόπηση ανάμεσα στην υποκειμενιστική και την «κοινωνιστική» σκέψη.
Το γεγονός ότι
δεν διασώθηκαν τα έργα του μεγάλου σοφιστή έχει να κάνει με το γεγονός της μη
ανοχής ορισμένων ιδεών, που από μια μερίδα κρίνονται ως φθοροποιές ή
επικίνδυνες. Το πνευματικό κατεστημένο κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον
ανεπιθύμητων ιδεών και θεωριών. Ένα έργο του Πρωταγόρα κάηκε ενόσω ακόμη ζούσε.
Αργότερα, στον Μεσαίωνα, οι καλόγεροι φρόντιζαν να αντιγράφουν τα έργα του Πλάτωνα,
που προσέγγιζαν τις χριστιανικές ιδέες. Δεν ήταν δυνατό να ενδιαφερθούν για την
αντιγραφή και τη διατήρηση έργων σαν εκείνα του Πρωταγόρα, που αντιμετώπιζαν με
αμφιβολία ακόμα και το θέμα της ύπαρξης των θεών. Ό,τι μας διασώθηκε από την
ελληνική αρχαιότητα πέρασε μέσα από το φίλτρο του μεσαιωνικού χριστιανισμού.
Εκείνος αποφάσιζε τι έπρεπε να διατηρηθεί και τι να εξαφανιστεί.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΓΚΙΚΑ «ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΒΒΑΛΑΣ,
ΑΘΗΝΑ 1996
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΚΙΚΑΣ
Ο
Σωκράτης Γκίκας γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής το 1935. Σπούδασε φιλοσοφία στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βόννη. Το συγγραφικό
του έργο (φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, αρχαιογνωστικό) ξεκινάει απ' το 1963 και
έκτοτε συνεχίζεται διατηρώντας υψηλή ποιοτική στάθμη. Χαρακτηρίζεται από έντονο
κριτικό προβληματισμό, θεματική ευρύτητα, νοηματική σαφήνεια και ακριβή
διατύπωση λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου