Η βιοχημική
διαδικασία είναι γνωστή.
Εγώ θα
περιοριστώ στην περιγραφή των εξωτερικών φαινομένων: λοιπόν, το γυμνό, χωρίς
κουρτίνες παράθυρο στην αρχή φωτίστηκε μ’ ένα ανοιχτό γκρι, μετά μ’ ένα γκρι –
μπλε, και τελικά ο ουρανός έγινε ασπριδερός. Η γυναίκα ξύπνησε πρώτη, φορώντας
βρώμικο νυχτικό, με αχτένιστα μαλλιά να της πέφτουν στο πρόσωπο, και κοίταξε
θολά γύρω της. Έριξε μια ματιά στην ακατάστατη σαβούρα του δωματίου. Μέσα από
τσιμπλιασμένα, μισόκλειστα μάτια είδε: κατσαρόλες και χαρτιά πάνω στη γκαζιέρα,
στο τραπέζι τις δυο άδειες μπουκάλες και μια μισογεμάτη, το μεσοφόρι της πάνω
σε μια καρέκλα, τα ρούχα εκείνου πεταμένα στη ράχη μιας καρέκλας, μπότες,
καλάθια, ξεραμένα ψωμιά, βρώμικα πιάτα, φύλλα εφημερίδας, ένα σφυρί. Όσο
λιγότερα δωμάτια διαθέτουν οι άνθρωποι, τόσο πιο γεμάτα τα έχουν. Αυτοί οι δυο
είχαν μονάχα ένα: σ’ αυτό μαγείρευαν, τρώγανε και κοιμόντουσαν. Σ’ αυτό έγινε
χθες και η σύλληψη του παιδιού...
Ότι θα
γινόταν γιος δεν το ήξερε η γυναίκα ακόμα. Γύρισε και κοίταξε τον άντρα˙ κοιμόταν
με μισάνοιχτο στόμα, κακοξυρισμένος, γύρω από τη μύτη του γυάλιζε ιδρώτας. Το
βλέμμα της τον ξύπνησε. «Ψήσε καφέ», της είπε βραχνά.
Ήθελε να τον
χαϊδέψει συνεχίζοντας τα χθεσινοβραδινά. Την φίλησε και την έσπρωξε, χωρίς βία,
μακριά του. Εκείνη σηκώθηκε. Από το κρεβάτι, εκείνος, ο πατέρας, την κοίταζε
που ετοίμαζε τον καφέ, άκουγε τον θόρυβο των κατσαρολικών της.
Το δωμάτιο
έμοιαζε με ενσταντανέ εγκληματολογικής υπηρεσίας, με φωτογραφία από δωμάτιο που
διαπράχθηκε φόνος. Ο άντρας ανακάθισε, άπλωσε το χέρι στην καρέκλα και άρχισε
να ντύνεται. Σέρνοντας τις παντόφλες βγήκε έξω στον διάδρομο, στον απόπατο. Η
μέλλουσα μητέρα ακούμπησε μερικά κομμάτια ψωμί κι ένα μαχαίρι στη γωνία του
τραπεζιού, δίπλα δυο κούπες καφέ. Εκείνος γύρισε και άρχισαν να τρώνε. Δεν μιλούσαν.
Δεν υπήρχε τίποτα να ειπωθεί. Εκείνος, μασώντας, κοίταζε έξω από το παράθυρο.
Έξω απλωνόταν η πόλη.
Κοίταξε πάνω
από τις καπνοδόχους χωρίς να τις δει. Επειδή ο άνθρωπος μπορεί να δει μόνο πίσω
του κι όχι μπροστά του, δεν είδε τίποτα. Δύο αυλές παραπέρα στεκόταν ένα άλογο,
ένα νεαρό ζώο. Αυτό σε δυο χρόνια θα του έδινε μια κλωτσιά στα αχαμνά, η οποία
θα τον ξάπλωνε για μήνες και μήνες άρρωστο, άρρωστο και άνεργο. Εκεί δίπλα
καθόταν ένας γραφιάς σ’ ένα γραφείο και έξυνε το μολύβι του, ένα σπυριάρικο,
χλωμό σαν το κερί παληκαράκι – μ’ αυτόν θα το έσκαγε η γυναίκα. Πέρα, μακριά
στον ορίζοντα, έμενε ο γιατρός που ούτε κι αυτός θα μπορούσε να τον βοηθήσει –
και ακόμα πιο πέρα, στα δυτικά, ο βιομήχανος εργοδότης του, που τελικά θα τον
απέλυε. Προς το παρόν, μασούσε σιωπηλά, σαν βόδι την τροφή του.
Αυτό που
ήτανε μέσα στη μητέρα, το γαλακτερό υγρό, έγινε γιος. Αυτός ψόφησε σα σκυλί στο
Βερντέν την ίδια μέρα που ο στρατηγός Φάλκενχαϊν παρασημοφορήθηκε για τα
ανδραγαθήματά του.
Οι αξιότιμοι
γονείς σηκώθηκαν από το τραπέζι.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΚΟΥΡΤ
ΤΟΥΧΟΛΣΚΥ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ», ΤΕΥΧΟΣ 11, ΙΟΥΝΙΟΣ 1990
ΚΟΥΡΤ ΤΟΥΧΟΛΣΚΥ
Ο
Κουρτ Τουχόλσκυ ήταν Γερμανός δημοσιογράφος, σατιρικός ποιητής και συγγραφέας.
Έγραψε επίσης με τα ψευδώνυμα Kaspar Hauser, Peter Panter, Theobald Tiger και
Ignaz Wrobel.
Απεβίωσε: 21
Δεκεμβρίου 1935, Γκέτεμποργκ, Σουηδία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου