Όταν
ονειρευόμαστε πως είμαστε γυμνοί ή όχι όσο πρέπει ντυμένοι μπροστά σε ξένους,
το όνειρο αυτό δε συνοδεύεται συνήθως από κανένα συναίσθημα ντροπής.
Επιβάλλεται όμως να ασχοληθούμε με ένα τέτοιο όνειρο μόνο στις περιπτώσεις που
υπάρχει σ’ αυτό το συναίσθημα ντροπής και αμηχανίας, όταν θέλουμε να φύγουμε
και να κρυφτούμε και όταν νιώθουμε πως είναι αδύνατο να κινηθούμε από τη θέση
που βρισκόμαστε και είμαστε ολοκληρωτικά ανίσχυροι να μεταβάλουμε τη στενόχωρη
αυτή κατάσταση...
Μόνο σ’ αυτή
τη περίπτωση πρόκειται για τυπικό όνειρο. Διαφορετικά ο πυρήνας του
περιεχομένου του μπορεί να περιλαμβάνει κάθε είδους περιπλοκές, ή μπορεί να τον
αντικαθιστούν ατομικές προσθήκες. Το ουσιαστικό είναι ότι νιώθουμε ένα οδυνηρό
αίσθημα ντροπής, που μας κάνει να θέλουμε να κρύψουμε την γύμνια μας, συνήθως
με το να προσπαθούμε να φύγουμε από το μέρος εκείνο, αλλά είμαστε ανίκανοι να
το κάνουμε.
Η φύση και ο
τρόπος που ξεντυθήκαμε είναι τις περισσότερες φορές ακαθόριστα. Ο ονειρευτής θα
αφηγηθεί προφανώς τούτα: «Ήμουν με το πουκάμισο» αλλά η εικόνα πολύ σπάνια
είναι σαφής. Στις περισσότερες περιπτώσεις η έλλειψη ρούχων είναι τόσο
ακαθόριστη, που περιγράφεται στην αφήγηση του όνειρου με τούτα τα λόγια: «Μου
φαίνεται πως ήμουν με τα εσώρουχα». Τις περισσότερες φορές η έλλειψη ενδυμασίας
δεν ήταν τόσο σημαντική ώστε να εξηγείται το αίσθημα ντροπής που δοκιμάσαμε.
Για έναν
άνθρωπο που υπηρέτησε στον στρατό η γύμνια συχνά παραχωρεί τη θέση της στο
αίσθημα πως φοράει μια στολή αντίθετη από τους κανονισμούς. «Ήμουν στο δρόμο
χωρίς ξίφος και βλέπω να με πλησιάζουν κάποιοι αξιωματικοί» ή «δεν είχα
γραβάτα» ή «φορούσα ένα πολιτικό παντελόνι καρώ» κ.λ.π.
Τα άτομα που
μπροστά τους ντρεπόμαστε είναι σχεδόν πάντα ξένοι, που τα πρόσωπά τους
παραμένουν ακαθόριστα. Στα τυπικά όνειρα ποτέ δε συμβαίνει τα ενδύματα που
ενοχλούν εμάς τους ίδιους σε τέτοιο σημείο να κάνουν τους άλλους να μας
χλευάσουν ή ακόμα και να μας παρατηρήσουν. Απεναντίας, οι άνθρωποι στο όνειρο
έχουν αδιάφορο ύφος ή, όπως μπόρεσα να παρατηρήσω σε ένα ιδιαίτερο ζωντανό
όνειρο, οι φυσιογνωμίες τους ήταν σοβαρές και άκαμπτες.
Ανάμεσα στη
ντροπή και στην αμηχανία του ονειρευόμενου και την αδιαφορία του θεατή υπάρχει
μια αντίφαση που τη συναντάμε συχνά στα όνειρα. Θα ανταποκρινόταν πολύ
περισσότερο στα αισθήματα του ονειρευτή αν οι ξένοι τον κοιτούσαν έκπληκτοι, αν
τον κορόιδευαν ή αν θύμωναν. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτό το
παράδοξο χαρακτηριστικό παραμερίστηκε από την ικανοποίηση μιας επιθυμίας, ενώ η
ντροπή και η αμηχανία δεν έπαψε να υπάρχει για κάποιο άγνωστο λόγο, έτσι που τα
δύο αυτά στοιχεία βρίσκονται σε δυσαρμονία.
Έχουμε μια
ενδιαφέρουσα απόδειξη ότι το όνειρο που έχει παραμορφωθεί μερικά από την
εκπλήρωση μιας επιθυμίας δεν έχει εξηγηθεί όπως πρέπει. Γιατί έχει αποτελέσει
τη βάση ενός γνωστού σε όλους μας παραμυθιού του Άντερσεν με τίτλο «Τα
καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα». Το παραμύθι αυτό το παρουσίασε πρόσφατα σε
ποιητική διασκευή ο Φούλντα στο «Φυλαχτό». Το παραμύθι του Άντερσεν μας δείχνει
δυο απατεώνες που υφαίνουν μια πολύτιμη ενδυμασία για τον αυτοκράτορα, αλλά που
μπορούν να τη δουν μόνο οι καλοί και έντιμοι υπήκοοί του. Ο αυτοκράτορας
παρουσιάζεται ντυμένος με την αόρατη αυτή φορεσιά, και επειδή το φανταστικό
αυτό ρούχο χρησιμεύει σαν ένα είδος λυδίας λίθου του χαραχτήρα, οι άνθρωποι,
τρομαγμένοι από αυτή τη δοκιμασία, συμπεριφέρονται σα να μην έχουν παρατηρήσει
τη γύμνια του αυτοκράτορα.
Αυτή ακριβώς
είναι και η κατάσταση στο όνειρό μας. Δεν θα ήταν πολύ τολμηρό να υποθέσουμε
ότι το ακατανόητο περιεχόμενο του ονείρου έδωσε μια αφορμή για την επινόηση
ενός μύθου γύμνιας που δίνει κάποιο νόημα στην κατάσταση που διατηρούσε η
μνήμη. Η κατάσταση αυτή έχει χάσει την πρωταρχική της σημασία και
χρησιμοποιήθηκε για ξένους σκοπούς. Αλλά όπως θα δούμε, μια τέτοια έλλειψη
κατανόησης του περιεχόμενου του όνειρου συμβαίνει συχνά χάρη σε μια συνειδητή
δραστηριότητα ενός δεύτερου ψυχικού συστήματος, και πρέπει να τη δεχτούμε σαν
έναν από τους παράγοντες της τελικής μορφοποίησης του όνειρου.
Και ακόμα
πρέπει να δεχτούμε ότι μια παρόμοια έλλειψη κατανόησης – φυσικά πάντοτε μέσα
στην ίδια ψυχική προσωπικότητα – παίζει αποφασιστικό ρόλο στην εμφάνιση της
ιδεοληψίας και της φοβίας. Είναι ακόμα δυνατό να καθορίσουμε από πού προήλθαν
τα στοιχεία για τη νέα ερμηνεία του όνειρου. Ο απατεώνας είναι το όνειρο, ο
αυτοκράτορας είναι ο ίδιος ο ονειρευτής και η ηθικοπλαστική τάση προδίνει μια
ακαθόριστη γνώση ότι στο κρυφό περιεχόμενο του όνειρου υπάρχουν απαγορευμένες,
απωθημένες επιθυμίες.
Οι συνειρμοί
που διαπίστωσα αναλύοντας αυτά τα είδη των ονείρων σε νευροπαθείς, αποδείχνουν
χωρίς καμιά αμφιβολία ότι το βάθρο του όνειρου πρέπει ν’ αναζητηθεί σε μια
ανάμνηση της πρώτης παιδικής ηλικίας του ονειρευτή. Γιατί μόνο στην παιδική μας
ηλικία μπορούμε να εμφανιστούμε ατημέλητα ντυμένοι τόσο στους δικούς μας όσο
και σε ξένους, δηλαδή στους υπηρέτες και στους επισκέπτες, χωρίς να ντρεπόμαστε
για τη γύμνια μας.
Μπορούμε να
παρατηρήσουμε πως πολλά παιδιά, όταν μάλιστα είναι αρκετά μεγάλα, νιώθουν ένα
είδος έξαψης όταν τα γδύνουν και όχι ντροπή. Γελούν, πηδούν, χτυπούν τα πισινά
τους ή τα σώματά τους. Η μητέρα τους ή οποιοσδήποτε άλλος που βρίσκεται κοντά
τους τα μαλώνει λέγοντας: «Πω Πω ντροπή! – δεν πρέπει να το κάνεις αυτό». Τα
παιδιά συχνά δείχνουν μια επιθυμία επίδειξης. Δύσκολα μπορεί να περάσει κανείς
από ένα χωριό στην ύπαιθρο χωρίς να συναντήσει παιδάκια δυο τριών χρόνων που
σηκώνουν την ποδιά τους ή τη φούστα τους μπροστά στους ταξιδιώτες, ίσως προς
τιμή τους.
Ένας ασθενής
μας θυμάται μια σκηνή από τότε που ήταν οχτώ χρόνων, στην οποία όταν τον
έγδυναν για να πάει να κοιμηθεί ήθελε να χορεύει μπροστά στη μικρή αδελφή του
που ήταν στο γειτονικό δωμάτιο, αλλά δεν τον άφηνε η υπηρέτρια. Στο ιστορικό
της παιδικής ηλικίας των νευρωτικών, η επίδειξη μπροστά στα παιδιά του αντίθετου
φύλου παίζει εξέχοντα ρόλο. Σ’ αυτό επίσης πρέπει να αποδοθεί το συναίσθημα των
παρανοϊκών ότι τους παρακολουθούν όταν ντύνονται και ξεντύνονται. Και ανάμεσα
σε κείνους που έχουν παραμείνει διεστραμμένοι υπάρχει μια κατηγορία, όπου
παιδικές παρορμήσεις έχουν οξυνθεί ως το σημείο να γίνουν σύμπτωμα: Είναι η
κατηγορία των επιδειξιομανών.
Αυτή η
περίοδος της παιδικής ηλικίας, όπου η αίσθηση της ντροπής είναι άγνωστη, μας
φαίνεται παράδεισος όταν τη φέρνουμε στη μνήμη μας αργότερα, αλλά και ο ίδιος ο
παράδεισος είναι τάχα τίποτ’ άλλο από το σύνολο των φαντασιών των παιδικών
ηλικιών όλων μας. Να γιατί στον παράδεισο οι άνθρωποι είναι γυμνοί δεν
ντρέπονται, ως τη στιγμή που ξυπνούν μέσα τους η ντροπή και ο φόβος. Ακολουθεί
η εκδίωξη από τον παράδεισο και τότε αρχίζει η σεξουαλική ζωή και ο πολιτισμός.
Το όνειρο
μπορεί να μας ξαναφέρνει κάθε νύχτα στον παράδεισο. Έχουμε δείξει στα παραπάνω
πως οι εντυπώσεις της πρώτης παιδικής ηλικίας (από την προϊστορική περίοδο ως
το τέλος του τρίτου χρόνου της ηλικίας) τείνουν να αναπαραχθούν, οποιοδήποτε
και αν είναι το περιεχόμενό τους, έτσι που η αναπαραγωγή τους είναι η εκπλήρωση
μιας επιθυμίας. Ώστε τα όνειρα της γύμνιας είναι όνειρα επίδειξης.
Τον πυρήνα
ενός όνειρου επίδειξης τον παρέχει το ίδιο το άτομο, που δεν παρουσιάζεται με
την παιδική του όψη αλλά με τη σημερινή, όπως υπάρχει σήμερα, καθώς και από την
ιδέα του παραμελημένου ντυσίματος, όπως προβάλλει ακαθόριστο εξαιτίας της
συσσώρευσης τόσων πολλών κατοπινών καταστάσεων και αναμνήσεων παραμελημένου
ντυσίματος, ή εξαιτίας της έλλειψης ελέγχου. Στα στοιχεία αυτά προστίθενται τα
πρόσωπα μπροστά στα οποία ντρεπόμαστε.
Δεν γνωρίζω
κανένα παράδειγμα όπου οι πραγματικοί θεατές αυτών των παιδικών επιδείξεων να
εμφανίζονται σε ένα όνειρο. Γιατί το όνειρο δεν είναι ποτέ μια απλή ανάμνηση.
Είναι αξιοπρόσεχτο ότι τα πρόσωπα εκείνα που αποτελούσαν αντικείμενα του
σεξουαλικού μας ενδιαφέροντος στην παιδική ηλικία παραλείπονται από όλες τις
παραστάσεις, στα όνειρα, στην υστερία ή στην ιδεοληπτική νεύρωση. Μόνο ο
παρανοϊκός ξαναβρίσκει αυτούς τους θεατές και πιστεύει φανατικά στην παρουσία
τους, μολονότι είναι αόρατοι.
Ο «μεγάλος
αριθμός ξένων» που αντικαθιστούν στο όνειρο τα πρόσωπα της παιδικής ηλικίας,
και που μένουν αδιάφοροι μπροστά στο θέαμα που τους παρουσιάζουμε, είναι
ακριβώς το αντίθετο της επιθυμίας, το να δούμε τα λίγα γνωστά μας
πρόσωπα που τους δειχνόμαστε ολόγυμνοι. Εκτός από αυτό, «ένας αριθμός ξένων» που
τον βλέπουμε συχνά σε όλων των ειδών τα όνειρα σαν αντίθετο της επιθυμίας
σημαίνει πάντα «ένα μυστικό».
Θα δούμε ότι
ακόμα και αυτή η αναπαραγωγή της παλιάς κατάστασης που παρουσιάζεται στην
παράνοια μας δείχνει την αντίθετη τάση. Το άτομο δεν είναι πια μόνο. Οπωσδήποτε
το παρατηρούν. Αλλά αυτοί που το παρατηρούν είναι «ένας μεγάλος αριθμός ξένων
παράξενα απροσδιόριστων και αδιάφορων ανθρώπων».
Ακόμα πρέπει
να έχουμε υπόψη μας πως στα όνειρα επίδειξης παίρνει μέρος και η απώθηση. Η
δυσάρεστη αίσθηση του όνειρου προέρχεται φυσικά από την αντίδραση του δεύτερου
ψυχικού συστήματος. Και οφείλεται στο ότι η σκηνή της επίδειξης που έχει
καταδικαστεί από τον έλεγχο, κατόρθωσε μολαταύτα να παρασταθεί.
Ο μόνος
τρόπος να αποφευχθεί αυτή η αίσθηση είναι να μη ζωντανεύουμε τη σκηνή.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΕΡΙΧ ΦΡΟΜ «Η ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ
ΓΛΩΣΣΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ», ΑΘΗΝΑ 1975.
ΕΡΙΧ ΦΡΟΜ
Ο Έριχ Φρομ ήταν Γερμανός ψυχολόγος,ψυχαναλυτής, κοινωνιολόγος,
ανθρωπιστής και φιλόσοφος. Θεωρείται από τους σημαντικότερους ψυχολόγους του
20ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Φρανκφούρτη το 1900 και απεβίωσε στην Ελβετία το
1980.
Εκπαίδευση: Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου