Ροντρίνγκο Βοργίας, ο
μετέπειτα πάπας Αλέξανδρος ο Στ΄
Μια μέρα που
κυνηγούσε με τα γεράκια του, ο καρδινάλιος Ροντρίγκο συνάντησε τον κόμη Ιωάννη
του Αρμανιάκ. Βγάλαν τα καπέλα τους κι αποφάσισαν να συνεχίσουν το κυνήγι μαζί.
Ύστερα
στρώθηκαν στο φαγοπότι, κι όταν είχαν βγει οι φελλοί από πολλές μπουκάλες
κρασί, ο κόμης του Αρμανιάκ, πολύ ζαλισμένος
από το πιοτό, ζήτησε απ’ το νεαρό καρδινάλιο, που κι αυτός είχε τιμήσει
γενναία το κρασί μα ήταν απόλυτα νηφάλιος, να κάνουν μια ιδιαίτερη συζήτηση.
Πήγαν παράμερα, κι ακουμπώντας ο καθένας τους σ’ ένα δέντρο έμειναν για λίγο
σιωπηλοί, μέχρι που ο κόμης βρήκε το θάρρος να προφέρει τα πρώτα λόγια...
Χτυπούσε με
το μαστίγιό του το φύλλωμα των δέντρων.
– Ο σεβαστός καρδινάλιος είχε τάχα ποτέ
ασχοληθεί με την ουσία του έρωτα, στον χρόνο που του άφηναν ελεύθερο τα
πνευματικά του καθήκοντα;
Ο
καρδινάλιος χαμογέλασε ευγενικά:
– Βέβαια, όμως μάλλον θεωρητικά, μάλλον
πλατωνικά, όπως αρμόζει σ’ έναν εκκλησιαστικό άρχοντα.
– Ασφαλώς, ασφαλώς, βιάστηκε να
παραδεχτεί ο κόμης. Όμως ενδιαφερόταν ακριβώς για τις αρχές, για τη θεωρία. Δηλαδή:
ως ποιο βαθμό επιτρέπει η εκκλησία, ή – για να εκφραστεί καλύτερα – θα ήταν δυνατό
η εκκλησία να ανεχθεί το γάμο ανάμεσα σε συγγενείς αίματος;
Οι κόρες των
ματιών του καρδινάλιου άρχισαν να λάμπουν.
– Θα μπορούσε να ρωτήσει τον κύριο κόμη
ποιαν επιθυμούσε να νυμφευτεί;
Ο κόμης είχε
σχεδόν ξεμεθύσει απ’ τη συγκίνηση. Είχε μετανιώσει για την ειλικρίνειά του
απέναντι στον ανεξιχνίαστο Βοργία. Όμως ήταν πια πολύ αργά για να κρατήσει το
μυστικό του. Κατέβασε το κεφάλι, σαν μαθητής που τον πιάνουν να κάνει κακά
πράγματα:
– Αγαπώ …την αδελφή μου.
Ο
καρδινάλιος έμεινε σιωπηλός.
Ψηλά στα δέντρα
βούιζε ο άνεμος.
Και μέσα
στον άνεμο έκρωζε ένα σαΐνι, ένα αρπακτικό πουλί.
– Ακούστε, είπε ο καρδινάλιος, πόσο
ωραία, πόσο δυνατά, πόσο τίμια φωνάζει αυτό το πουλί! Εμείς οι άνθρωποι είμαστε
θλιβεροί ψεύτες σε σύγκριση μ’ αυτό.
Ο κόμης
έμεινε βουβός. Νόμιζε πως τον κεραυνοβολούσαν αυτά τα λαμπερά, μαύρα μάτια, που
σχεδόν δεν μπορούσε να τα υποφέρει.
Ο
καρδινάλιος στριφογύριζε το δαχτυλίδι με τη σεληνόπετρα στο αριστερό του χέρι.
Μια
ημιπολύτιμη πέτρα, αλλά μια πέτρα τυχερή.
– Θα ’πρεπε να χαρίσετε στον εαυτό σας
και στην αδερφή σας – την ερωμένη σας και σε λίγο σύζυγό σας –, από μια
σεληνόπετρα.
Ο κόμης
ένιωσε να γίνεται το πρόσωπό του να γίνεται κατακόκκινο.
– Λοιπόν, δεν με καταδικάζετε, δεν με
περιφρονείτε για τον αφύσικο έρωτά μου και το πάθος μου;
Ο
καρδινάλιος χαμογέλασε:
– Πως είναι δυνατό αυτό που είναι μέσα
στη φύση να ’ναι αφύσικο;
– Και νομίζετε πως θα μπορούσατε να
πείτε στην Αγιότητά του, στο σεβαστό σας θείο, έναν καλό λόγο για μιαν άδεια;
Κατέβασε πάλι το κεφάλι του: Η Υβόννη περιμένει σε εφτά μήνες παιδί.
Ο
καρδινάλιος ξεκόλλησε από το δέντρο σαν θεός του δάσους που βγαίνει μέσα απ’
τον κορμό:
– Να είσαστε ήσυχος. Εγώ ο ίδιος θα
φτιάξω τη βούλα με την άδεια του γάμου σας. Εσείς θα ευαρεστηθείτε να στείλετε
στον τραπεζίτη μου 25.000 δουκάτα, από τα οποία ένα καθόλου ευκαταφρόνητο μέρος
προορίζεται για το γραμματέα της Αγιότητάς του, τον κύριο Τζιοβάννι ντε
Βολτέρα, και για ένα δεύτερο καρδινάλιο που θα συνυπογράψει.
– Και η υπογραφή του Αγίου Πατέρα;
Ο
καρδινάλιος γέλασε ηχηρά:
– Ο Άγιος Πατέρας δίνει την υπογραφή
του δωρεάν! Ελάτε, κόμη, η ακολουθία μας άρχισε να μας γυρεύει.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
KLABUND «ΟΙ ΒΟΡΓΙΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΛΙΒΑΝΗ», ΑΘΗΝΑ 1991
KLABUND
Ψευδώνυμο του Άλφρεντ Χένσκε. Έγραψε
ποιήματα, θεατρικά και πεζά. Το έργο του αντιμετώπισε πολλές επιθέσεις για τον
ερωτισμό του, όπως και για τον φιλειρηνισμό του.
Γέννηση: 1890 στο
Κρόσσεν της Γερμανίας
Απεβίωσε: 1928 στο
Νταβός της Ελβετίας από φυματίωση σε ηλικία 38 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου