Παρά τα
λεγόμενα από τους παραμυθολόγους του νεοπαγανισμού, δεν υπήρξε πραγματική
σύγκρουση μεταξύ χριστιανών και φιλοσόφων. Είναι πολύ πιθανόν οι φιλόσοφοι να
απόρριπταν το χριστιανισμό. Οπωσδήποτε, μεταξύ των παγανιστών φιλοσόφων είναι
εύλογος ένας θαυμασμός για τους μάρτυρες: η αντίσταση στη βία της εξουσίας και
η έως θανάτου επιμονή στις αρχές, ήταν για τους φιλοσόφους του ελληνορωμαϊκού
κόσμου απόδειξη φιλοσοφικού πνεύματος [1].
Οι χριστιανοί απόρριπταν τη φιλοσοφία, όχι ως disciplina αλλά επειδή
απόρριπταν τη σοφίαν του κόσμου τούτου [2],
δεδομένου ότι η φιλοσοφία δεν είναι σε θέση «να βρει» το Θεό, δηλαδή να
κατανοήσει το Θεό και το θέλημά Του. Και πάλι όμως, οι χριστιανοί δεν διέγραψαν
τη φιλοσοφία, ως άκυρη και ανίσχυρη, αλλά θεώρησαν το κατά Χριστόν ζην ως
φιλοσοφία, ως την αληθή φιλοσοφία...
Δεν
επρόκειτο για υπερφίαλη αξίωση. Για να κατανοήσουμε τη σχέση φιλοσοφίας και
χριστιανισμού, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας τι σήμαινε η φιλοσοφία για τον
ελληνορωμαϊκό κόσμο. Δεν ήταν μια επιστήμη, δεν ήταν ένας ιδιαίτερος κλάδος
γνώσεων αφημένος στα χέρια ειδικών. Ήταν μια αντίληψη βίου, ένας τρόπος ζωής.
Σκοπός του διδασκάλου φιλοσόφου δεν ήταν να διδάξει τρόπο του σκέπτεσθαι, αλλά
τρόπο του ζην. Γι’ αυτό οι πρώτοι χριστιανοί θεωρούσαν τη διδασκαλία του
Ευαγγελίου ως φιλοσοφία, και μάλιστα ως τη μόνη και αληθή φιλοσοφία [3]. Η διάκριση ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη θεολογία,
εμφανίζεται χίλια χρόνια περίπου μετά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους [4].
Παρ’ όλα
αυτά, υπήρξαν επιθέσεις στις οποίες είναι χρήσιμο να αναφερθούμε,
αποκαθιστώντας τα πράγματα και ανατρέποντας τους νεομυθολόγους. Στην αρχή, ο
χριστιανισμός εμφανίστηκε ως ένα παρακλάδι του ιουδαϊσμού. Ως τέτοιος, άφηνε
αδιάφορους τους πάντες. Όταν όμως ο χριστιανισμός άρχισε να απλώνεται στον
ελληνικό κόσμο, όταν άρχισαν διακεκριμένες προσωπικότητες και λόγιοι Έλληνες να
μεταστρέφονται και να γίνονται χριστιανοί, τότε άρχισαν οι επιθέσεις κατά της
νέας θρησκείας. Χαρακτηριστικό των επιθέσεων είναι τούτο: καμιά δεν γίνεται με
το γνωστό στη φιλοσοφία ύφος. Βλέπει κανείς στους επιτιθέμενους μαινόμενο
στόμα, γλώσσα πλήρη ύβρεων και ψευδών και συκοφαντιών: «τάφος ανεωγμένος ο
λάρυγξ αυτών» [5].
Οι μεγάλοι
αντίπαλοι του χριστιανισμού στην αρχαιότητα ήσαν ο Κέλσος και ο Πορφύριος. Ο
μόνος φιλόσοφος, ήταν ο Πορφύριος. Μαζί τους θέλησε να μπει και ο Ιουλιανός.
Αλλά από τους τρεις φιλοσόφους επικριτές, ούτε ο Κέλσος ούτε βέβαια ο Ιουλιανός
απασχολούν τους μελετητές της αρχαίας φιλοσοφίας˙ μόνον ο Πορφύριος απασχολεί,
και αυτός, όχι βέβαια με την κατά χριστιανών διατριβή του. Και πάντως, κανείς
από αυτούς δεν είπε ότι ο φιλοσοφικός λόγος απειλείται από τη χριστιανική
θρησκεία. Κανείς δεν είπε ότι ο χριστιανισμός επιτίθεται κατά της φιλοσοφίας
και των σχολών της. Η κατηγορία είναι ξεκάθαρη: με την επιμονή του να
αναγνωρίζει ως μόνη οδός αληθείας τη δική του, ο χριστιανισμός δεν αφήνει χώρο
στους άλλους να αναπνεύσουν.
Ο Πορφύριος
κατηγορεί τους χριστιανούς, ότι απόρριψαν την αρχαία θρησκεία για να
προσχωρήσουν σε εβραϊκές μυθολογίες [6]. Τους
κατηγορεί επίσης και για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Εν τούτοις, δεν
βλέπουμε πουθενά μομφή ότι ο χριστιανισμός μάχεται κατά της φιλοσοφίας. Επί
πλέον, το έργο του Πορφυρίου είναι σε καθοριστικό βαθμό μία προσωπική βεντέτα
εναντίον του Ωριγένη, με την οποία δεν θα ασχοληθούμε εδώ [7].
Σε αυτούς,
πρέπει να προσθέσουμε τον σπουδαίο ιατροφιλόσοφο Γαληνό. Και αυτός επίσης, αν
και με καθόλου επιθετικό ύφος, απορρίπτει τον ιουδαϊσμό και το χριστιανισμό,
για τη διδασκαλία σύμφωνα με την οποία ο Θεός έπλασε τον κόσμο εκ του μηδενός.
Η αντίρρηση του Γαληνού, είναι η μόνη η οποία ανήκει στην παράδοση της φιλοσοφικής
διαφωνίας και διόλου της πολεμικής.
Εκτός αυτών,
τέσσερις Ρωμαίοι απέρριψαν το χριστιανισμό: ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Πλίνιος ο
νεώτερος, ο Τάκιτος και ο Σουητώνιος. Όλοι τον αντιμετώπισαν όχι ως απειλή κατά
της φιλοσοφίας αλλά ως φανατική πίστη, ως δεισιδαιμονία. Θα πρέπει εδώ να
σημειωθεί ότι η λέξη δεισιδαιμονία στους Ρωμαίους, σήμαινε απλώς λατρεία ξένη
προς τη ρωμαϊκή συνήθεια [8]. Αξίζει, επί πλέον,
να διερωτηθεί κανείς, γιατί ο Μάρκος Αυρήλιος, αυτός ο στωϊκός, βρήκε τους
χριστιανούς φανατικούς, και δεν βρήκε φανατισμό στην απόφαση του να εξαπολύσει
απηνή ανθρωποκτόνο διωγμό κατά των χριστιανών …
Οι επιθέσεις
εναντίον του χριστιανισμού, γέννησαν τους Απολογητές, όπως ονομάστηκαν κατά το
προηγούμενο της σωκρατικής Απολογίας του Πλάτωνος, οι χριστιανοί που έγραψαν
κείμενα ερμηνείας και υπεράσπισης του χριστιανισμού [9].
Οι Απολογητές, μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες [10].
Στην πρώτη
κατηγορία ανήκουν οι κάτοικοι της Ρώμης και όσοι μπορούσαν να πλησιάσουν τη
ρωμαϊκή ηγετική τάξη. Στις «απολογίες» τους εξηγούν ότι οι χριστιανοί δεν είναι
εχθροί του αυτοκράτορα και της Ρώμης, έχουν δε ηθικώς άψογη και φιλάνθρωπη
συμπεριφορά.
Φαίνεται
πράγματι παράλογο να απολογούνται οι χριστιανοί προς τη Ρώμη της Μεσσαλίνας και
του Καλιγούλα, και να χρειάζεται να αποδείξουν την ηθική τους συμπεριφορά,
μιλώντας προς τους εραστές της εξαχρείωσης. Αλλά ενώ οι Ρωμαίοι ανέχονταν την
κατάργηση της ηθικής σε άτομα, είχαν εχθρική στάση προς θρησκείες και λατρείες
οργανωμένης ανηθικότητας. Ήταν ακόμη ζωντανή στη ρωμαϊκή συνείδηση η βίαιη
απαγόρευση των μυστηρίων του Βάκχου το 186 π.Χ. [11]. Με
σκοπό να επιτύχουν την καταδίκη και δίωξη των χριστιανών, πολλοί ειδωλολάτρες
διαδίδανε ότι ο χριστιανισμός ήταν θρησκεία που δίδασκε την κλοπή, τη μοιχεία
και την απάτη.
Κατηγορούσαν
επίσης τους χριστιανούς ότι στα «δείπνα αγάπης» έκαναν ανθρωποθυσίες και όργια.
Ότι έσχιζαν τα στήθη ζωντανών ανθρώπων και αφαιρούσαν την καρδιά τους την οποία
έτρωγαν ψητή, «με σίτον και έλαιον», και ότι ορκίζονταν πως θα φυλάξουν μυστική
την τελετουργία [12]. Εχθρικοί προς τον
χριστιανισμό συγγραφείς βεβαίωναν ότι στη Μετάληψη, οι χριστιανοί πίνουν αίμα
βρέφους, και ότι σε μία εορτή, μαζεύονται όλα τα μέλη της οικογένειάς τους
ανεξαρτήτως ηλικίας, κι έπειτα από πόση αίματος του βρέφους επιδίδονται σε
ακατονόμαστες σεξουαλικές σχέσεις όλοι με όλους, αδιακρίτως συγγενείας ή
ηλικίας [13].
Για να
απαντήσουν σε αυτές τις χυδαιότητες και να υπερασπίσουν εαυτούς από τις
διώξεις, οι χριστιανοί Απολογητές του ρωμαϊκού περίγυρου, ανάπτυξαν μιαν
απολογητική βασισμένη κυρίως σε νομικά και ηθικά επιχειρήματα.
Στη δεύτερη
κατηγορία ανήκουν οι Απολογητές που προέρχονταν από το χώρο της Μέσης Ανατολής.
Αυτοί είναι «βάρβαροι», όπως οι ίδιοι βεβαιώνουν, κι έχουν ως κύριο στόχο τους
τον ελληνικό πολιτισμό: οι χριστιανοί αυτοί, πράγματι, αρνούνται με περιφρόνηση
οποιαδήποτε κατάφαση προς την ελληνική παιδεία.
Τρίτη
κατηγορία συνιστούν οι Έλληνες Απολογητές, όπως και οι μη Έλληνες που μετείχαν
της ελληνικής παιδείας. Αυτοί ήσαν κυρίως φιλόσοφοι και απευθύνονταν μάλλον σε
επίσης φιλοσόφους και λογίους [14]. Στο έργο
τους βλέπουμε έντονη την παρουσία της φιλοσοφίας, άλλοτε σε σχήματα σκέψης και
άλλοτε σε άμεσες και έμμεσες αναφορές σε φιλοσοφικές θεωρίες. Σε ένα από τα
έργα τους, που αποδίδεται στον Ιουστίνο, ο συγγραφέας επιχειρεί να πείσει τους
Έλληνες ότι την ειδωλολατρία την απόρριπταν ήδη οι σπουδαιότερες μορφές της
ίδιας της ελληνικής γραμματείας και παρουσιάζει συλλογή μονοθεϊστικών
αντιλήψεων Ελλήνων ποιητών και φιλοσόφων [15].
Άλλος
Απολογητής, ο διδάσκαλος φιλοσοφίας Ιππόλυτος Ρώμης, γεννημένος μάλλον στην
Λυών και μαθητής του Ειρηναίου, δείχνει την προτίμησή του στην προσωκρατική
φιλοσοφία, διότι τα κείμενα των προσωκρατικών τα θεωρεί πιο σωστά θεολογικώς [16], και στο σχετικό έργο του διασώζει πλήθος
αποσπάσματά των.
Ο Αλεξανδρινός
Έλληνας Κλήμης, εργάσθηκε όσο λίγοι για την προαγωγή της φιλοσοφίας μεταξύ των
χριστιανών, αλλά και την κατανόηση του χριστιανισμού μεταξύ των παγανιστών
λογίων. Και θα ήταν λάθος να μη σταθούμε με σεβασμό στη διαπίστωσή του ότι η
φιλοσοφία είναι δωρεά του Θεού στους Έλληνες [17].
Ο Κλήμης επηρεάστηκε σοβαρά από τον Φίλωνα τον Ιουδαίο. Πιστός Εβραίος και
ταυτόχρονα άνθρωπος με αυθεντική και μεγάλη ελληνική παιδεία, ο Φίλων ερμήνευσε
την Παλαιά Διαθήκη (την οποία γνώριζε στην ελληνική της μετάφραση, τη λεγομένη
των Ο΄), με βάση την πλατωνική φιλοσοφία.
Ο Φίλων
αγνοούσε τον χριστιανισμό και απευθυνόταν όχι σε Έλληνες αλλά στους
ελληνίζοντες Εβραίους της εποχής τους. Ωστόσο, οι ελληνίζοντες Εβραίοι
απορροφήθηκαν: είτε βαπτίσθηκαν χριστιανοί, είτε προσχώρησαν σε γνωστικιστικές
λατρείες. Οι συντηρητικοί ιουδαΐζοντες ομοεθνείς του κράτησαν εχθρική στάση
απέναντί του: ακόμη και στο τέλος του Μεσαίωνα, οι Εβραίοι φιλόσοφοι αγνοούσαν
το έργο του [18]. Το έργο του όμως επηρέασε
βαθειά τους Έλληνες και τους έχοντες ελληνική παιδεία πρώτους χριστιανούς, όπως
επίσης τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ο Ιγνάτιος
Αντιοχείας, πρώτος Πατήρ της Εκκλησίας, διατύπωσε τη θεολογία του
χρησιμοποιώντας με άνεση τη φιλοσοφική γλώσσα. Είναι ο πρώτος συγγραφέας που
χρησιμοποίησε τον όρο «χριστιανισμός» [19], που
απέδωσε δηλαδή την Εκκλησία με όρο που δείχνει τη φιλοσοφική του καταβολή [20].
Σημειώσεις
1. Βλ.
παρουσίαση της στάσης των φιλοσόφων εις A.D. Nock, Conversion, 193 ff
2. «Που σοφός;
Που γραμματεύς; Που συζητητής του αιώνος τούτου; Ουχί εμώρανεν ο θεός την
σοφίαν του κόσμου; Επειδή γαρ εν τη σοφία του θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της
σοφίας τον θεόν, ευδόκησεν ο θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους
πιστεύοντας.» Κορ. Α΄, 1.20- 21
3. «Την κατά
Χριστόν φιλοσοφίαν» διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος στους μοναχούς: Προς τους εν κοινοβίω και κατά μονάς
ασκούντας, 31.1325.33 Για τον μοναχισμό ως φιλοσοφία ήτοι τρόπο ζωής,
γράφει πολλά˙ π.χ. «χρη και τους τη ασκητική προσερχομένους ζωή, πάσης ύλης
βιωτικής γυμνωθέντας, εντός του κατά φιλοσοφίαν γενέσθαι βίου»: Περί αρετής και κακίας, 32.1128.1-3
4. A. Hilary Armstrong, “Greek
Philosophy from the Age of Cicero to Plotinus”,
A. Toynbee (ed.), The Crusible of
Christianity, London
1969, 209 p
5. Ψαλμοί, 5,13
6. «οι των μεν
πατρίων φυγάδες των δ’ οθνείων και παρά πάσι διαβεβλημένων Ιουδαϊκών
μυθολογημάτων γενόμενοι ζηλωταί»: παραδίδει ο Ευσέβιος, Ευαγγελική προπαρασκευή, 1.2.1 κ.έ.
7. Εκκλησιαστική Ιστορία, 6.19.2
κ.έ.
8. Robert Wilken, The Christians as the Romans Saw Them, p. 50ff
9. Τον όρο
απολογία πίστεως εισήγαγε ο Απόστολος Παύλος: Πραξ. 22,1 κ.ά.
10. Δες ανάλυση
εις Παν. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία,
Θεσσαλονίκη 1978, τόμ. Β΄, 524κ.έ.
11. Τίτου
Λίβιου, Ab urbe condita, xxxix, viii – xix
12. Κείμενο και σχόλια στον πάπυρο της Κολωνίας δες εις Albert Henrics, “Pagan Ritual and the Alleged Crime of the Early Christians: A
Reconsideration”, 18 35 S
13. Τερτυλλιανός,
Apologeticum, 7
14. Παν.
Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, I, 525 σ
15. Περί μοναρχίας Θεού, και Λόγος παραινετικός προς Έλληνας
16. «παλαιότερα
και προς το θείον σεμνότερα»: Κατά πασών
αιρέσεως έλεγχος, 1.prol.9.1
17. «θείαν
δωρεάν Έλλησι δεδομένην», Στρωματείς,
1.2.20.2.1
18. David T. Runia, “References
to Philo from Josephus up to 1000 AD”, Studia Philonica 6 (1994): 111 – 121
19. «Δια τούτο,
μαθηταί αυτού γενόμενοι, μάθωμεν κατά Χριστιανισμόν ζην.» Προς Εφεσίους,
2.10.1, 2 – 4
20. Ας σημειωθεί,
πάντως, ότι ήδη στα χρόνια των Αποστόλων ο λαός ονόμαζε τους ακολουθούντες τον
Κύριο «χριστιανούς», Chrestianos, κατά την
μαρτυρία του Τάκιτου: Annales, 15,44
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ «ΕΛΗΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΟΣ», ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου