Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

10 Ιαν 2016

ΔΙΑΦΟΡΑ ΧΑΡΜΟΛΥΠΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ ΤΩΝ «ΝΗΠΤΙΚΩΝ»


Όπως είπαμε και σ’ άλλο μας βιβλίο, όταν χάνονται οι άγιοι, αναφύονται τα υποκατάστατα κι οι μαϊμούδες. Σήμερα οργώνουν τον ελλαδικό χώρο αλλά και τον αμερικανικό, διδάσκαλοι τυποποιημένης μεθόδου «νοεράς προσευχής» μαζικής παραγωγής. Έχω ακούσει τέτοιους διδασκάλους.
- Μερικές φορές η ευχή δουλεύει σαν έμβολο, μπρος – πίσω, και σου φέρνει μια ευφροσύνη, εξηγούσε ένα «ανεβασμένο πνευματικά» καλογέρι, αλλ’ ο Γέροντάς μας που είναι γνώστης όλων των νηπτικών φαινομένων, μας τονίζει: «Προσέχετε αυτό το φαινόμενο να μη φτάσει στο κάτω μέρος της καρδιάς, γιατί θα δουλέψει αρνητικά. Επίσης, πρόσεχε να μην προχωρήσει κάτω απ’ τον αφαλό, διότι μπερδεύει την νοερά εργασία»...

Άλλος διαβεβαίωνε ότι κάποια στιγμή την ώρα που έλεγε την «ευχή», η «ευχή» λειτούργησε από μόνη της κι η καρδιά του γέμισε από μια ουράνια κατάσταση.
Κι είναι σύνηθες, ιδίως σ’ αυτούς τους χώρους, ν’ ακούς υπονοούμενα για κάποιο εξαίσιο φαινόμενο που έζησαν την ώρα της «ευχής».
Στην επιθετική ερώτηση κάποιου απ’ αυτούς:
- Δηλαδή, εσύ αρνείσαι ότι συμβαίνουν αυτά την ώρα της ευχής;
- Δεν αρνούμαι τίποτε, του απάντησα. Εκείνο που με κάνει ν’ αμφιβάλλω είναι η παρουσία και το ποιόν του ανθρώπου που το διαβεβαιώνει. Πως είναι δυνατόν ένα πρόσωπο γεμάτο ένταση και φοβίες να καταγγέλλει ουράνιες ομορφιές; Είναι ποτέ δυνατόν κάποιο δειλό και άτολμο πλάσμα, που η κατάθλιψη κι η σκυθρωπότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό του προσώπου του, να σε πείσει ότι ζει χαρισματικές καταστάσεις δια της ευχής; Είναι αστείο φαινόμενο. Εάν κάποιος χαρούμενος, ευδιάθετος, όμορφος άνθρωπος σε διαβεβαιώσει ότι κάποια στιγμή έζησε μια ουράνια εμπειρία, τον πιστεύεις γιατί έτσι εξηγείς την ομορφιά και την χάρη της παρουσίας του. Δηλαδή, το τι έζησε κάποιες στιγμές είναι αδύνατον να ’ναι ανεξάρτητο απ’ την ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο ίδιος όταν είναι παρών.
Κι ο «νηπτικός», γεμάτος αγανάκτηση:
- Κι η χαρμολύπη, που είναι; Όλοι οι Πατέρες δεν μιλάνε για χαρμολύπη;
- Φυσικά και μιλάνε. Αλλά χρειάζεται να διευκρινίσουμε τι εννοούν αυτοί με τον όρο «χαρμολύπη» και τι εσείς. Κάθε πνευματικό φαινόμενο βιώνεται σε δύο διαστάσεις. Η πρώτη είναι η επίγνωση της αθλιότητάς μας, όταν κάποιος ανακαλύπτει ένα άγνωστο, μέχρι τότε βάθος της καρδιάς του˙ της οποίας το περιεχόμενο, μόνο τιμητικό δεν είναι για τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα όμως με την αθλιότητά του, ζει και την επίγνωση της μοναδικότητος που του χάρισε ο Θεός, όπως και το μεγαλείο που δημιουργεί με την εργασία Του στην καρδιά του. Έχοντας την αίσθηση της αναξιότητός του, απολαμβάνει με τρόμο το ανεπανάληπτο κι ατίμητο ένδυμα με το οποίο τον έντυσε και τον στόλισε ο Θεός˙ γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά ότι τη στιγμή που θα πάψει να είναι όπως τον θέλει ο Χριστός, θα του το πάρει και θα μείνει γυμνός, αισχρός και γεμάτος ασχήμια.
»Έστω κι αν οι άγιοι ζούσαν ως έσχατοι των αμαρτωλών, απολάμβαναν το φως, την ελευθερία, το μεγαλείο και γνώριζαν ότι γύρω τους οι άλλοι ήταν μέσα στο βαθύ σκοτάδι της άγνοιας, της κακομοιριάς, της δεισιδαιμονίας και της βλακείας που γεμίζουν την ανθρώπινη ζωή.
»Κι αυτές οι δύο διαστάσεις δημιουργούν τη χαρμολύπη στην έκφρασή τους. Μόνο που πάντοτε η λύπη καταπίνεται απ’ τη χαρά˙ κι έτσι, η συνισταμένη αυτής της έκφρασης είναι γεμάτη ιλαρότητα, γλυκύτητα, πραότητα, ταπείνωση, αλλά κι όταν χρειάζεται, αποφασιστικότητα και τόλμη.      
»Όταν ήμουν αρχοντάρης στο Μοναστήρι μας ήρθαν τρία παιδιά, φοιτητές απ’ την Αθήνα, και διηγόντουσαν ένα θαυμαστό γεγονός. Πηγαίνοντας από Λαύρα προς Αγία Άννα, χάθηκαν στα πολλά μονοπάτια του τόπου εκείνου (ο κάθε ξυλοκόπος με τα μουλάρια του κάνει και το δικό του μονοπάτι) κι επί 5 – 6 ώρες γύριζαν χαμένοι μες στο δάσος. Ξαφνικά, είδαν ένα κελλάκι. Περιχαρείς, πήδηξαν τα κάγκελα της αυλής και πήγαν προς την πόρτα, για να ρωτήσουν τον παπούλη από πού να συνεχίσουν για την Αγία Άννα. Αλλ’ όταν πλησίασαν την πόρτα, άκουσαν μια φωνή απ’ την Εκκλησία και νόμισαν ότι ο παπούλης κάνει τον Εσπερινό του. Πλησίασαν στο παράθυρο και βλέπουν μέσα τον παπούλη γονατιστό, με το μέτωπό του ακουμπισμένο στις πλάκες του δαπέδου, να φωνάζει γοερά: «Χριστέ μου, σώσε τον κόσμο Σου!». Στην πλάκα που ακουμπούσε το μέτωπό του, είχε σχηματιστεί μία λιμνούλα απ’ τα πολλά του δάκρυα. Τα παιδιά κάθησαν γεμάτα δέος στο πεζούλι της εκκλησίας, περιμένοντας να τελειώσει ο παπούλης για να τον ενοχλήσουν. Πέρασε μία ώρα, πέρασαν δύο, κι όταν συμπληρωνόταν κι η τρίτη ώρα, τα παιδιά ανησύχησαν, διότι πλέον σκοτείνιαζε πολύ και δεν θα ’βλεπαν να φύγουν. Ο παπούλης από μέσα, στη ίδια στάση γονατιστός, φώναζε: «Χριστέ μου, σώσε τον κόσμο Σου!». Μόνο που μετά από τρεις ώρες, η λιμνούλα είχε ξεπεράσει την πλάκα του δαπέδου κι απλωνόταν στις άλλες … Τα παιδιά έκαναν το σταυρό τους και ξεκίνησαν. Και την άλλη μέρα μας διηγόντουσαν το γεγονός.
»Σ’ αυτόν τον παπούλη, αγαπητέ μου πάτερ, πήγαμε κάποιες φορές για να παρηγορηθούμε κοντά του. Σε ρωτώ: αυτός ο παπούλης δεν είχε την χαρμολύπη με τόσα δάκρυα; Κι όμως, γέμιζε την καρδιά μας μ’ ενθουσιασμό, με δύναμη, μ’ ελπίδα και φεύγαμε από κοντά του φτερουγίζοντας γεμάτοι αγαλλίαση. Αυτό ξέρω εγώ σαν χαρμολύπη των Πατέρων. Όσο γι’ αυτήν την κατάθλιψη που συνοδεύεται πάντοτε με το απρόσωπο και τυποποιημένο εκείνο γλυκερό και «ταπεινό» χαμόγελο, μόνο πνευματικό γεγονός δεν καταγγέλλει. Και το χειρότερο απ’ όλα ότι όποιος «νηπτικός» το απέκτησε, είναι ζήτημα αν η υπόλοιπη ζωή του τού αρκέσει για να μπορέσει να το αποβάλλει.
»Σου επαναλαμβάνω, διότι αυτό για μένα είναι καθοριστικό κι αποκαλυπτικό: Ότι οποιοδήποτε πνευματικό φαινόμενο είναι γνήσιο, πείθει τον άνθρωπο να θεωρεί τον εαυτό του σκύλο, αλλά την ίδια στιγμή φτερουγίζει η καρδούλα του σε μια ελευθερία κι υιοθεσία άγνωστη και απρόσιτη σ’ όσους δεν μπορούν να εργαστούν στις δύο αυτές διαστάσεις ταυτόχρονα. Όσο δε για το ότι η κατάθλιψη γέμισε τον εκκλησιαστικό μας χώρο, δεν μας πείθει ότι αποτελεί και υγιές εκκλησιαστικό γεγονός˙ ακόμη κι αν ονομάζεται «νηπτική εργασία». Έστω κι αν είμαστε πάρα πολύ λίγοι, θ’ αντιστεκόμαστε και θα καταγγέλλουμε την κατάθλιψη του χώρου σαν νοσηρό κι απαράδεκτο γεγονός.  


ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΙΧΑΗΛ «ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΑ Β΄», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΟΡΚΑΣ», 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου