Στην Αθήνα
δεν ήταν μόνο οι οικογενειάρχες που επαγρυπνούσαν για τα ήθη των παιδιών τους.
Τα προστάτευαν επίσης οι νόμοι της Πολιτείας. Την ουσία τους τη συνοψίζει ο
Αισχίνης στο λόγο του «Κατά Τιμάρχου» (13 – 20):
«Αν ένας
πατέρας ή αδελφός ή θείος ή επίτροπος ή γενικά κάποιος από αυτούς που έχουν
εξουσία σε ελεύθερο παιδί, το παραδώσει αντί χρημάτων σε κάποιον έκφυλο για
σεξουαλική απόλαυση, δεν επιτρέπεται να καταδιωχθεί το παιδί αλλά εκείνοι που
για χρήματα κάναν αυτή τη συμφωνία. Ο ένας γιατί το παρέδωσε και ο άλλος γιατί
το παρέλαβε, με τον παραπάνω σκοπό...
Όρισε δε και
για τους δυο την ίδια ποινή. Ακόμα όρισε ότι το παιδί που παραδόθηκε αντί
χρημάτων για τον παραπάνω σκοπό, όταν έρθει σε νόμιμη ηλικία δε θα είναι υποχρεωμένο
να τρέφει και να στεγάζει τον πατέρα του. Μονάχα όταν πεθάνει ο πατέρας του,
όρισε ο νόμος να τον θάψει με όλες τις κανονισμένες μεταθανάτιες τιμές.
Αν κάποιος
από τους Αθηναίους προσβάλλει ελεύθερο παιδί, να διώκεται από εκείνον που έχει
εξουσία στο παιδί, αφού αναγράψει στη μήνυσή του την ποινή που νομίζει πως του
πρέπει. Αν ο μηνυτής καταδικαστεί, να παραδοθεί στους ένδεκα και να θανατωθεί
την ίδια μέρα. Αν του επιβληθεί χρηματική ποινή, να την καταβάλει μέσα σε δέκα
μέρες μετά την δίκη. Κι αν δεν μπορεί να την καταβάλει αμέσως, να φυλακιστεί
ωσότου μπορέσει να την καταβάλει.
Ο Αθηναίος
που έγινε ερωμένος ανδρός για χρήματα, να μην έχει το δικαίωμα να εκλεγεί σαν
ένας από τους εννιά άρχοντες, γιατί νομίζω πως οι άρχοντες αυτοί φορούν
στέφανο, μήτε να ασκήσει ιερατικό αξίωμα, γιατί αυτό απαιτεί καθαρό σώμα, μήτε
να ασκήσει τα καθήκοντα δημόσιου συνήγορου, ούτε να αναλάβει ποτέ οποιαδήποτε
εξουσία, ούτε μέσα στην πόλη, ούτε έξω από την πόλη, είτε η εξουσία αυτή
βασίζεται στον κλήρο είτε στην εκλογή. Μήτε να χρησιμοποιηθεί σαν κήρυκας ή σαν
πρεσβευτής, μήτε να κρίνει εκείνους που χρημάτισαν πρεσβευτές, μήτε να εκφέρει γνώμη
ούτε στην βουλή ούτε στη συνέλευση του λαού, ακόμη κι αν είναι δεινότατος
ρήτορας. Κι αν κανείς παραβιάζει αυτές τις διατάξεις, ο νόμος όρισε να του
γίνεται μήνυση για πορνεία («επί εταιρήσει») και να του επιβάλλονται βαρύτατες
ποινές».
Αυτά τα
κείμενα μας πληροφορούν πως η ανδρική πορνεία, όπως και η γυναικεία πορνεία,
υπήρχε στην Αθήνα, και ήδη θα μπορούσε κανείς να αμφιβάλλει, σύμφωνα με κάποια
ανέκδοτα που αναφέραμε, κυρίως ένα από αυτά που αφορούσε το Σοφοκλή.
Στον τίμιο
και ευγενικό έρωτα θεωρούνταν ντροπή να αφήνεται κανείς να διαφθαρεί με τη
δύναμη του πλούτου ή ακόμα με την πολιτική δύναμη του εραστή (Πλάτων,
«Συμπόσιο», 184). Στον βρώμικο και αγορασμένον έρωτα, αντίθετα, οι εύνοιες
εξασφαλίζονταν με τα χρήματα, όμως αυτοί οι νέοι πόρνοι πέφτανε στη γενική
περιφρόνηση: «Τα αγόρια που δέχονται με τη θέλησή τους να γίνουν όργανα μιας
τέτοιας ακολασίας και κραιπάλης τοποθετούνται στην κατηγορία των πιο
εξευτελισμένων πλασμάτων, γράφει ο Πλούταρχος στον “Ερωτικό”(769Ε).
Άλλοι απ’
αυτούς ήταν «περιπατητικοί» (σουλατσαδόροι), που ψάρευαν τους πελάτες τους μέσα
στους δρόμους και στα σταυροδρόμια. Κοίταζαν πώς να τραβήξουν την προσοχή τους
με το ντύσιμό τους και τα τεχνάσματα της τουαλέτας τους και προσπαθούσαν να
φαίνονται ωραίοι, αλλά και συγχρόνως όσο το δυνατό περισσότερο «γυναικωτοί». Η
εμφάνισή τους ήταν τόσο χαρακτηριστική, ώστε μια παροιμία έλεγε: «πιο εύκολα
κρύβεις “υπό μάλλης” πέντε ελέφαντες παρά έναν τοιούτο».
Τα αγόρια
αυτού του είδους πήγαιναν στο σπίτι του ανθρώπου που τα προσκαλούσε, ή
αφήνονταν στα χάδια, τη νύχτα, σε χώρους απόμερους και μοναχικούς των
προαστίων, στο λόφο του Λυκαβητού, ή ακόμα και μέσα στην πόλη, τριγύρω από την
Πνύκα.
Άλλοι,
προπαντός οι νέοι και ωραίοι δούλοι, ήταν στη διάθεση των εραστών με τη θέληση
των κυρίων τους μέσα σε οίκους πορνείας, στους οποίους είχε επιβληθεί ένας
ειδικός και υψηλός φόρος («το πορνικόν τέλος»), που τον νοίκιαζε κάθε χρόνο η
Βουλή (Αισχίνης «Κατά Τιμάρχου», 119).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου