«Ούτος
ο κόσμος Εικών αεί Εικονιζόμενος»
Πλωτίνος
Η
σπουδαιότητα των ΜΜΕ, με κύριο εκπρόσωπό τους την τηλεόραση, όπως επίσης και η
αυστηρή κριτική που τους ασκείται είναι μάλλον ένα γνωστό και αποδεκτό γεγονός.
Όλοι, είτε ανήκουν στην πλευρά του δέκτη είτε σε κείνη του πομπού, αναγνωρίζουν
την αξία της τηλεόρασης και την ίδια στιγμή οι πάντες αποδέχονται ως νόμιμη την
αλήθεια της αυστηρής κριτικής που της ασκείται. Η περίπτωση του κ. Μπερλουσκόνι
είναι αποκαλυπτική: ο άνθρωπος που διαχειρίζεται παρόμοια «επικίνδυνα» Μέσα,
την ίδια στιγμή εκλέγεται στην ανωτάτη θέση της συγχρόνου Δημοκρατίας, την
προεδρία της κυβερνήσεως...
Ωστόσο,
εκείνο που παραμένει «σκοτεινό» και αδιευκρίνιστο είναι η οντολογική βάση της
αποδοχής και η μονομέρεια της κριτικής ενάντια στα ΜΜΕ. Θα σταθώ με συντομία
και στα δύο σημεία, αν και, όπως είναι φυσικό, οι δύο σφαίρες δεν είναι
ανεξάρτητες και απομονωμένες αλλά συνιστούν ενιαίο φαινόμενο.
Θεωρείται αυτονόητο
και γίνεται αποδεκτό ως τέτοιο το γεγονός ότι «κάθε εικόνα έχει τη θέση της
στην τηλεόραση», με την ίδια ευκολία που θα λέγαμε ότι κάθε άνθρωπος έχει μια
θέση σ’ αυτόν τον κόσμο. Ουδείς τολμά να σκεφθεί ότι «αυτή η εικόνα δεν έχει
θέση στην τηλεόραση», με τον τρόπο που θα έλεγε ότι αυτή η αγιογραφία δεν
μπορεί να εισαχθεί στην εκκλησία. Η νομιμότητα αυτής της θέσης άλλοτε
παραπέμπεται στο δημοκρατικό δικαίωμα της «ελευθερίας της πληροφόρησης»
(πολιτικο – ηθική κρίση). Και οι δύο κατηγορίες των κρίσεων παραμένουν
αθεμελίωτες.
Στην
πραγματικότητα, τα ΜΜΕ και ειδικότερα η Τηλεόραση ουδέποτε συγκρότησε συνεκτικό
σύστημα σημαινόντων (λογικο – συντακτικών κανόνων). Αντίθετα όλες οι αναλύσεις
στοιχειοθετούν την άποψη ότι σφετερίστηκε μία ήδη διαμορφωμένη από τον
κινηματογράφο «γλώσσα». Είναι προφανές ότι οι δομικές αυτορρυθμίσεις της
κινηματογραφικής γλώσσας εγγυώνται όχι μόνο την, σε μαζικό επίπεδο,
επικοινωνιακή λειτουργία, αλλά υπηρετούν εξ ίσου ικανοποιητικά και την ποιητική
έκφραση.
Όταν ο
κινηματογράφος σκορπούσε γενναιόδωρα την ψυχαγωγία, την ίδια στιγμή η βαθειά
δομή προετοίμαζε υπομονετικά την σύσταση ενός αισθητικού αντικειμένου,
ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που ακολούθησαν όλες οι μορφές των πλαστικών και
εικαστικών τεχνών από την αρχαία μέχρι την σύγχρονη. Κι αυτό γιατί η διαμόρφωση
της γλώσσας της Έβδομης Τέχνης υπήρξε έργο προικισμένων δημιουργών. Ήταν το
αποτέλεσμα δημιουργικής σκέψης και αγωνίας γνήσιων καλλιτεχνών, οι οποίοι
εμόχθησαν να εντάξουν το νέο μέσο στην μεγάλη παράδοση της Εικόνας του δυτικού
πολιτισμού.
Όπως θα
ανέμενε κανείς, η δάνεια από τον κινηματογράφο τηλεοπτική γλώσσα ισοπεδώθηκε.
Με τον χρόνο μεταβλήθηκε σε χοντροκομμένο μέσο για το πλασάρισμα του θεάματος.
Δεν συγκράτησε τίποτα από την ποιητική της κινηματογραφικής Εικόνας. Αυτό μας
φέρνει στο δεύτερο σημείο: την μονομέρεια της κριτικής των ΜΜΕ και ιδιαίτερα
της τηλεόρασης.
Αν ο
ποιοτικός κινηματογράφος περνά σήμερα μια βαθειά κρίση – εκφραστική,
οικονομική, λειτουργική κ.λ.π. – τούτο κατά κύριο λόγο οφείλεται, μεταξύ άλλων,
στο ότι δεν επεσήμανε εγκαίρως το χάσμα που διανοιγόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και
την τηλεόραση: Ανάμεσα στην εμπνευσμένη κινηματογραφική έκφραση αφ’ ενός, που
είχε μια συγκεκριμένη δομή διανομής, και αφ’ ετέρου στο τηλεοπτικό θέαμα, το
οποίο διαμορφωνόταν σταθερά σύμφωνα με τα γούστα ενός απρόσωπου κοινού δίχως
σύνορα.
Η «κρίση»
όμως των ΜΜΕ, και συγκεκριμένα της τηλεόρασης, ακολουθεί άλλο δρόμο στο επίπεδο
της διατύπωσής της. Την δεσπόζουσα μορφή αυτής της «κριτικής» την εκπροσωπεί η
περιβόητη άποψη των θεωρητικών και κοινωνιολόγων της Σχολής της Φραγκφούρτης.
Σύμφωνα μ’ αυτούς η αρνητική πλευρά και η έκπτωση της τηλεόρασης βρίσκεται στο
γεγονός ότι ο ρόλος των ΜΜΕ είναι χειραγωγικός και ότι αυτή η χειραγώγηση μέσω
των ΜΜΕ (ή ψυχαγωγίας) κατευθύνεται από μια στρατηγική της εξουσίας και του
καπιταλιστικού κατεστημένου …
Εδώ θα
μπορούσε να παρατηρήσει κανείς αμέσως ότι οι απρόσωποι έμποροι που παράγουν και
διαχειρίζονται την μαζική ψυχαγωγία (δεν εννοώ την τυπική πληροφόρηση) δεν
έχουν ούτε την ευφυία ούτε τον χρόνο και σίγουρα κανέναν ιδιαίτερο λόγο να υποβαθμίσουν
το επίπεδο και να το καταστήσουν «χειραγωγικό». Ο στόχος του είναι περισσότερο πεζός
και ορατός: το γρήγορο και εύκολο κέρδος, μια και έχουν καταλάβει κάτι πολύ
απλό: Όσο πιο χυδαίο και άρα προχειροστημένο θέαμα προσφέρουν στο κοινό, τόσο
μεγαλύτερη ακροαματικότητα (δηλ. κέρδος) επιτυγχάνουν. Μ’ άλλα λόγια έχουν
διαισθανθεί ότι λειτουργεί – άγνωστο σ’ αυτούς το πώς και γιατί – ένας
μηχανισμός αυτοχειραγώγησης προς όφελός τους! Συνεπώς η θεωρία της
χειραγώγησης, χωρίς ιδιαίτερη διαλεκτική ανάλυση μπορεί να θεωρηθεί λανθασμένη,
αν όχι ύποπτη. Περιττό βέβαια να αναφερθεί κανείς στην νηπιόφρονα αντίληψη που
επιχειρεί λογοπαίχνια και μετωνυμικές ταυτολογίες (Το «Μέσο είναι το Μήνυμα» - the means
is
the
message) να
απαντήσει σε θεμελιώδη μεταφυσικά, όπως αυτό της Εικόνας, προβλήματα, την οποία
προωθεί ο αυτοσχεδιασμός των διαχειριστικών και κομματικών φορέων ή εναλλακτικά
ο θεσμός τυχάρπαστων δημοσιογραφίσκων με … ριγέ τιράντες.
Εν
παρενθέσει θα ήθελα να σημειώσω ότι από καθαρώς οντολογικής απόψεως δεν είναι
δύσκολο να καταδειχθεί ότι η έκπτωση της σύγχρονης (τηλεοπτικής και εν μέρει
κινηματογραφικής) Εικόνας δεν είναι παρά η ακραία συνέπεια της αναγεννησιακής
αντίληψης, η οποία θεωρούσε την οπτική (άρα και την τηλεοπτική) Εικόνα του
όντος ταυτόσημη με το πραγματικό. Το γεγονός πάλι ότι η σοβούσα οντολογική
αυταπάτη δεν αποκαλύπτεται στο ίδιο το έργο της εποχής, δεν είναι δύσκολο να
ερμηνευθεί. Ο ισχυρός θρησκευτικός χαρακτήρας της εποχής στάθηκε εμπόδιο σε μια
τέτοια άμεση παραμόρφωση του όντος, παρά την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η μεγάλη
πλατωνική και νεοπλατωνική παράδοση που ενέπνευσε την εικαστική έκρηξη της
Αναγέννησης δεν κατανοήθηκε επαρκώς, όπως τουλάχιστον αποδεικνύεται από την
εικαστική παράδοση της ανατολικής Εκκλησίας: Την βυζαντινή ζωγραφική, η οποία
αποκλείει στο εικαστικό (αγιογραφικό) επίπεδο κάθε ταύτιση της Εικόνας με το
πραγματικό: «Άλλο γαρ η Εικών και άλλο το Εικονιζόμενο», διακηρύσσει ο Ιωάννης
ο Δαμασκηνός, υπεραμυνόμενος της ελληνικής ερμηνείας του χριστιανισμού στον Τρίτο Λόγο προς τους Διαβάλλοντας τας
Εικόνας.
Αλλά εκείνο που
καθιστά ευάλωτες και σε μεγάλο βαθμό ύποπτες τις σημερινές αναλύσεις, και όχι
μόνο των ιστορικοδιαλεκτικών, είναι το ότι αποφεύγουν επιμελώς να αναφερθούν ή,
στην καλύτερη περίπτωση, δεν θέλουν να δουν την ευθύνη των παραληπτών. Και για
να μιλήσουμε με όρους της βυζαντινής μας παραδόσεως, αποφεύγουν να
προσδιορίσουν την ευθύνη του κτήτορα. Γιατί όντως στην περίπτωση της
τηλεόρασης ο κτήτορας της εικόνας των ΜΜΕ είναι ο μέσος πολίτης, ο καταναλωτής
ή ο «χρήστης», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, σαν να πρόκειται για απλή και
ουδέτερη εργαλειακή πράξη. «Κτήτορας» της κυκλοφορούσης τηλεοπτικής εικόνας δεν
είναι ούτε ο μεμονωμένος δημιουργός ούτε η παλιά, επώνυμη μειοψηφία χορηγών,
αλλά το γούστο μιας απρόσωπης μάζας, η οποία φθάνει να αγνοεί τι σημαίνει
δημιουργία και, αν όχι συνειδητά, τουλάχιστον υποσυνείδητα, αισθάνεται
αποστροφή και δυσφορία για κάθε σύγχρονη μορφή τραγικής έκφρασης· ενώ την ίδια
στιγμή γνωρίζει να απαιτεί και να διεκδικεί επίμονα όλο και περισσότερη
«ψυχαγωγία» και αφελή θεάματα.
Με άλλα
λόγια, ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για τον σημερινό εκχυδαϊσμό των τηλεοπτικών
προγραμμάτων την φέρει ακέραια το κοινό της τηλεόρασης. Η αλήθεια αυτή όμως
ουδέποτε αναγνωρίζεται δημοσίως και σπανίως λαμβάνεται υπόψη, ακόμα και από τα
εξ αντικειμένου καλοπροαίρετα διοικητικά στελέχη – τουλάχιστον της κρατικής
τηλεόρασης. Η συζήτηση επί του προκειμένου συνεχώς μετατίθεται σε υπεύθυνους,
οι οποίοι πάντοτε απουσιάζουν: είναι οι «Άλλοι», είναι οι «πολυεθνικές», τα
«οργανωμένα συμφέροντα», «αυτοί που χειραγωγούν τις μάζες», και εν ολίγοις «οι
εχθροί του λαού». Και πράγματι αυτά είναι προφανή, αν δεχτούμε ότι ο Λαός είναι
μία σύμβαση, ένα φάντασμα· αυτό όμως δεν ισχύει, όταν αναφερόμαστε στον πολίτη
ως Πρόσωπο. Γιατί το ζητούμενο είναι οι συγκεκριμένοι πολίτες, με τα
δικαιώματά τους και με τις διαφορετικές τους προτιμήσεις.
Συνεπώς,
πρέπει να έχουμε κατά νου το πλαίσιο πρόσληψης. Μιλάμε συνεχώς για τις δυτικές
Δημοκρατίες. Νομίζω πως κάθε φορά που δυσανασχετούμε με τα ΜΜΕ θέτουμε, χωρίς
να το αντιλαμβανόμαστε, ένα πολιτικό και όχι ειδικό πρόβλημα, το οποίο ωστόσο
δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε: Το θέμα της ευθύνης του πολίτη. Το θέμα της
ευθύνης του πολίτη μιας δυτικής κοινωνίας είναι πολύ βαρύ καθήκον, και εν τούτοις
αποφεύγουμε επιμελώς να μιλάμε γι’ αυτό. Ενώ αναγνωρίζεται η ευθύνη του για τη
λειτουργία της Δημοκρατίας (η ψήφος), την ίδια στιγμή η ευθύνη για τη
λειτουργία των ΜΜΕ μετατίθεται σε τρίτους. Θα έλεγα ότι υπάρχει επί του
προκειμένου μια γενικευμένη σύγχυση. Ένας φαύλος κύκλος, που θα διευρύνεται
συνεχώς όσο δεν κατανοείται και δεν αναγνωρίζεται η συνθήκη της ετερότητας και
της διαφοράς. Αυτό που είναι για τον Α αυθεντική έκφραση, για τον Β είναι
δυσνόητη παραξενιά.
Ίσως θα
ρωτούσε κάποιος: «Καλά, και δεν μπορούν να υπάρξουν αυθεντικά έργα, που να
ξεπερνούν το μερικό και το ειδικό και να αγκαλιάζουν το γενικό;» Θεωρητικά
μπορούν να υπάρξουν. Στην πράξη όμως όχι. Θα φέρω σαν παράδειγμα μερικά κλασικά
έργα: Τον «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκυ, την «Δίκη της Ζαν Ντ’ Αρκ» του Μπρεσσόν και
το «Χρονικό της Άννας Μαγαδαληνής Μπαχ» του Στράουμπ. Οι ταινίες αυτές,
ξεκινώντας από το μερικό, κατορθώνουν να υψώνονται στο πανανθρώπινο και το
γενικό. Έτσι τουλάχιστον υποστηρίζεται. Όμως είναι έτσι; Σε ποια ευρωπαϊκή
επαρχία θα μπορούσε να γίνει δεκτή και κατανοητή η ταινία του Ταρκόφσκυ; Σε
ποια γειτονιά του Βορρά ή του Νότου θα εύρισκε κοινό ο Μπρεσσόν; Και, τέλος, τι
σχέση έχει ο «Πολίτης Καίην» με τον μέσο Αφρικανό ή Ασιάτη; (Παρακαλώ τον
αναγνώστη να μην διαβάσει εδώ φυλετικές προκαταλήψεις, αλλά διαφορετικές
πολιτιστικές προσλήψεις).
Είναι λοιπόν
υπερβολικό να τεθεί το ερώτημα αν μπορεί ο μέσος τηλεθεατής, ως ελαχίστη και
σίγουρα ανώδυνη πράξη ευθύνης, να κλείσει με το «κουμπί» την τηλεόραση (ή να
αλλάξει κανάλι) κάθε φορά που η απροσχημάτιστη χυδαιότητα, η θρασύτητα, η
προκλητικότητα και η ευτελής ρητορεία (ψευδολογία της τυπικής ή της διαλεκτικής
εκδοχής), όλων των κατηγοριών και όλων των «ειδημόνων» τους, προτείνεται ως
τρόπος «διασκέδασης» και εναλλακτικά ως νοηματοδοτική πηγή; Μ’ αυτό θέλω να πω
ότι δεν νομιμοποιείται με καμιά λογική και σε καμιά περίπτωση η αποκλειστική
απόδοση ευθυνών στο Μέσο ερήμην των προθέσεων του παραλήπτη. Νομίζω ότι
δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να αγνοηθεί η ευθύνη και ότι ο καθένας από τη μεριά
του μπορεί και έχει την υποχρέωση να μειώσει την ακροαματικότητα των ΜΜΕ που
επιχειρούν να αλώσουν τον πνευματικό και ψυχικό του κόσμο. Αλλιώς η κριτική της
«κρίσης» των ΜΜΕ είναι ένα απλό άλλοθι της ατομικής αδιαφορίας (ή αναπηρίας)
και της έκπτωσης ενός πολιτισμού, ο οποίος επιχειρεί να εκθρονίσει την Εικόνα
από την υψηλή θέση που κατείχε σε καθοριστικές για την ιστορία του στιγμές,
παραμορφώνοντας την. Είναι το άλλοθι ενός πολιτισμού ο οποίος «δίνει τα άγια
τοις κυσί»: ρίχνει στην ισοπεδωτική κοίτη του λαϊκισμού όλα τα αυθεντικά
ερωτήματα του νοήματος της ύπαρξης.
Δεν βλέπω, ή
μάλλον στερείται νοήματος, οποιαδήποτε λύση έξω από την ευθύνη του ατόμου.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΥΝΑΞΗ», ΤΕΥΧΟΣ 50
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου