Έχω
κουραστεί με τους φλύαρους και τη φλυαρία τους. Η ψυχή μου τους αποστρέφεται.
Όταν ξυπνάω
το πρωί για να διαβάσω τα γράμματα και τα περιοδικά που είναι δίπλα στο κρεβάτι
μου, τα βρίσκω γεμάτα φλυαρία˙ το μόνο που βλέπω είναι η ασυγκράτητη φλυαρία,
άδεια από νόημα αλλά γεμάτη από υποκρισία.
Όταν κάθομαι
στο παράθυρο για να σύρω το πέπλο της νύχτας από τα μάτια μου και να ρουφήξω
τον τούρκικο καφέ μου, εμφανίζεται μπροστά μου ο κύριος φλύαρος, χοροπηδώντας,
ξεφωνίζοντας και γκρινιάζοντας. Καταδέχεται να πιει τον καφέ μου και να
καπνίσει τα τσιγάρα μου...
Όταν πηγαίνω
στη δουλειά, ο κύριος Φλύαρος μ’ ακολουθεί, ψιθυρίζοντας στ’ αφτιά μου και
γαργαλώντας τον ευαίσθητο εγκέφαλό μου. Όταν προσπαθώ να τον ξεφορτωθώ, εκείνος
χαχανίζει και σε λίγο ταξιδεύει πάλι στη μέση από το ρέμα της χωρίς νόημα
κουβέντας του.
Όταν πηγαίνω
στην αγορά, ο κύριος Φλύαρος βρίσκεται στην πόρτα κάθε μαγαζιού και κριτικάρει
τους ανθρώπους. Τον βλέπω ακόμα κι απάνω στα πρόσωπα των σιωπηλών, γιατί τους
συνοδεύει κι αυτούς ακόμα. Αυτοί δεν έχουν επίγνωση της παρουσίας του, κι
ωστόσο αυτός τους ενοχλεί.
Όταν
βρίσκομαι μ’ ένα φίλο, ο κύριος Φλύαρος, απρόσκλητος, γίνεται τρίτος. Αν του
ξεφύγω, καταφέρνει να βρεθεί τόσο κοντά ώστε η ηχώ της φωνής του μ’ ερεθίζει κι
αναστατώνει το στομάχι μου σα χαλασμένο κρέας.
Όταν
επισκέφτομαι τα δικαστήρια και τα ιδρύματα της μόρφωσης, τον βρίσκω, αυτόν και
τον πατέρα και τη μητέρα του, να ντύνουν την απάτη με μεταξωτά φορέματα και την
υποκρισία μ’ ένα μεγαλοπρεπή μανδύα κι ένα εντυπωσιακό κάλυμμα της κεφαλής.
Κι όταν
πηγαίνω στα γραφεία του εργοστασίου κι εκεί επίσης κατάπληκτος, ξαναβρίσκω τον
κύριο Φλύαρο, ανάμεσα στη μητέρα του, τη θεία και τον παππού του να φλυαρεί και
να κουνά αδιάκοπα τα χοντρά του χείλη. Κι οι άνθρωποί του τον χειροκροτούν και
κοροϊδεύουν εμένα.
Κι όταν
επισκέφτομαι τους ναούς και τους άλλους τόπους της λατρείας, αυτός είναι πάλι
εκεί, καθισμένος σ’ ένα θρόνο με το κεφάλι του εστεμμένο και μ’ ένα αστραφτερό
ραβδί στο χέρι.
Κι όταν
γυρίζω σπίτι την ώρα του βραδιού, τον βρίσκω πάλι εκεί. Κρέμεται από το ταβάνι
σαν αράχνη˙ ή σέρνεται σα βόας στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού.
Με δυο
λόγια, ο κύριος Φλύαρος βρίσκεται παντού˙ μέσα και πέρα από τους ουρανούς, στη
γη και στα υπόγεια, στα φτερά του αιθέρα και στα κύματα της θάλασσας, στα δάση,
στις σπηλιές, και στις βουνοκορφές.
Που μπορεί
να βρει ανάπαψη ένας εραστής της σιωπής και της ησυχίας; Θα λυπηθεί ποτέ ο Θεός
την ψυχή μου και θα μου χαρίσει τη χάρη της βουβαμάρας έτσι που να μπορώ να
κατοικώ στον παράδεισο της Σιωπής;
Υπάρχει σ’
αυτό το σύμπαν μια γωνιά που μπορώ να πάω και να ζήσω ευτυχισμένος μόνος μου;
Υπάρχει κάποιο μέρος όπου σταματά η κυκλοφορία της άδειας ομιλίας;
Υπάρχει σ’
αυτή τη γη άνθρωπος που να μη λατρεύει τον εαυτό του που μιλά;
Υπάρχει ένας
άνθρωπος ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους που το στόμα του να μην είναι η
κρυψώνα για τον πανούργο, απατεώνα κύριο Φλύαρο; Αν υπήρχε μόνο ένα είδος
Φλύαρου, θα έκανα υπομονή. Αλλά οι Φλύαροι είναι αναρίθμητοι. Μπορούν να
χωριστούν σε πολλές φατρίες και φυλές:
Υπάρχουν εκείνοι
που ζουν στα έλη όλη τη μέρα, αλλά όταν φτάνει η νύχτα, ανεβαίνουν στις όχθες,
υψώνουν τα κεφάλια τους από το νερό, και τη λάσπη, και γεμίζουν την ήσυχη νύχτα
με φοβερά κοάσματα που σπάζουν τα τύμπανα των αφτιών.
Υπάρχουν
εκείνοι που ανήκουν στην οικογένεια των κουνουπιών. Είναι κείνοι που
στριφογυρίζουν πάνω από τα κεφάλια μας και κάνουν μικροσκοπικούς διαβολικούς
θορύβους από πείσμα και μίσος.
Υπάρχει η
κατηγορία εκείνων που κατεβάζουν ούζα και μπύρες και στέκονται στις γωνίες των
δρόμων και γεμίζουν τον αέρα με φωνασκίες πιο χοντρές κι απ’ τις φωνές των
ταύρων.
Βλέπουμε
ακόμα και μια παράξενη φυλή ανθρώπων που περνούν τον καιρό τους στα μνήματα της
ζωής και μετατρέπουν τη σιωπή σ’ ένα είδος θρήνου πιο μελαγχολικού και από το
στρίγγλισμα της κουκουβάγιας.
Κατόπιν,
υπάρχει κι η συμμορία των φλύαρων που φαντάζονται σαν ένα κομμάτι μεγάλο ξύλο
απ’ όπου προσπαθούν να φτιάξουν κάτι για τον εαυτό τους, και στην προσπάθειά
τους αυτή βγάζουν ένα στριγγό ήχο που είναι πιο άσχημος κι από το θόρυβο της
πριονοκορδέλας.
Μετά απ’
αυτούς έρχεται μια άλλη κατηγορία πλασμάτων που κοπανίζουν τον εαυτό τους με
κοπάνους και βγάζουν κάτι βαθιούς τόνους πιο φριχτούς κι από τα ταμ – ταμ των
αγρίων της ζούγκλας.
Κοντά σ’
αυτά τα πλάσματα, είναι μια άλλη ομάδα που τα μέλη της δεν έχουν τίποτ’ άλλο να
κάνουν παρά να κάθονται, όποτε βρίσκουν θέση, κι εκεί μασούν λέξεις αντί να τις
προφέρουν.
Πότε – πότε
βρίσκουμε και μια ομάδα φλύαρων που υφαίνουν αέρα από αέρα, αλλά που πάντα
μένουν χωρίς ρούχο.
Πολλές φορές
συναντούμε μια μοναδική κατηγορία φλύαρων που οι εκπρόσωποί τους είναι σα μικρά
μαυροπούλια, αλλά θεωρούν τους εαυτούς τους σαν αετούς, όταν πετούν μέσα στα
ρεύματα των λέξεών τους.
Και τι να
πεις για κείνους τους Φλύαρους που είναι σαν καμπάνες που ηχούν και καλούν τους
ανθρώπους στη λατρεία, αλλά που ποτέ αυτοί δεν μπαίνουν στην εκκλησιά.
Υπάρχουν κι
άλλες ακόμα φατρίες και φυλές Φλύαρων, αλλά είναι πάρα πολλοί για να τους
απαριθμήσει κανείς. Απ’ όλους αυτούς, οι πιο παράξενοι, κατά τη γνώμη μου,
είναι η κατηγορία εκείνη των κοιμισμένων Φλύαρων που ταράζουν το σύμπαν με το
ροχαλητό τους και ξυπνούν, πότε – πότε, για να πουν: «Τι σοφοί που είμαστε!»
Αφού
διατύπωσα την απέχθειά μου για τον κύριο Φλύαρο και τους συντρόφους του, νιώθω
τώρα σαν το γιατρό που δεν μπορεί να θεραπεύσει τον εαυτό του ή σαν ένα
κατάδικο που κάνει κήρυγμα στους συγκατάδικούς του. Σατύρισα τον κύριο Φλύαρο
και τους φλύαρους φίλους του – με τη δική μου φλυαρία. Έφυγα μακριά από τους
φλύαρους, αλλά είμαι ένας από αυτούς.
Θα συχωρέσει
ο Θεός τις αμαρτίες μου πριν μ’ ευλογήσει και με βάλει μέσα στον κόσμο της
αλήθειας, της σκέψης, και της αγάπης, όπου δεν υπάρχουν φλύαροι;
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ «ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ 1974
ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν, ή Χαλίλ Γκιμπράν, ή «ο άνθρωπος από
τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος
και καλλιτέχνης.
Απεβίωσε: 10
Απριλίου 1931, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου