Πολλοί
χριστιανοί μιλούν σήμερα για την αγάπη, οι περισσότεροι γνωσιολογικά, δίχως
δηλαδή να έχουν εμπειρία ή δίχως να επιθυμούν να αποκτήσουν και να βιώσουν την
αληθινή αγάπη. Έτσι περιορίζονται σε μια μορφή αγάπης την οποία μπορεί να βρει
κανείς και στους αλλοθρήσκους και στους ειδωλολάτρες και στους απίστους, σε μια
αγάπη που ενέχει το αίσθημα της ανθρωπινότητας, της ευαισθησίας και του
συναισθηματισμού...
Ωστόσο, αν η
αγάπη δεν ξεπεράσει τα όρια του συναισθήματος και δεν γίνει στόχος και τρόπος
ζωής, αν δεν αποκτήσουμε την ικανότητα να αγαπούμε τους άλλους και να
περιφρονούμε τον εαυτό μας, αν δεν εξασκηθούμε στα να ανοιγόμαστε, που βαθύτερα
και ουσιαστικότερα σημαίνει να εξερχόμαστε από την εσωτερική μας «κακομοιριά»,
τότε μένουμε μόνοι μας, απομονωμένοι στο δικό μας κόσμο, όπως ο Σατανάς, στον
οποίο δεν άρεσε η επικοινωνία με το Δημιουργό του Θεό και η διατήρηση της
αγαπητικής του σχέσης με Αυτόν.
Είναι γνωστό
ότι οι δαίμονες δεν μπορούν να συνυπάρξουν με το Θεό, δεν μπορούν να μετέχουν
και να δουν την άκτιστη δόξα τού «Τι ημίν και σοι, Υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ
καιρού βασανίσαι ημάς;». Πιστεύουν, διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσιν και
φρίττουσιν», αλλά δεν επικοινωνούν μαζί Του. Προτιμούν την απομόνωση, την
αυτοδικαίωση, την εσωστρέφεια. Κι από τότε που συνέβη το μοιραίο σχίσμα, μέχρι
και ο Σατανάς δεν μπορεί να ξεπεράσει τον εαυτό του. Όχι μόνο δεν μπορεί να
συνειδητοποιήσει το λάθος του, όχι μόνο δεν μπορεί να εξέλθει από τον εαυτό
του, αλλά πασχίζει να οδηγήσει κι άλλες ψυχές στη δική του νοσηρή κατάσταση
εσωστρέφειας και πνευματικής απομονώσεως.
Η
εσωστρέφεια είναι μια ζωντανή πληγή για τον σημερινό άνθρωπο, με τάσεις
επιδημίας. Μπορεί να αντικατασταθεί, ως έννοια, με τη λέξη απομόνωση, ενώ,
δυστυχώς, παρουσιάζεται σε πολλές πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας: στην
επιστήμη, στην πολιτική, στις τέχνες, στην παιδεία, στον πολιτισμό, στα
γράμματα, στη θεολογία, κυρίως όμως υφέρπει στον πνευματικό χώρο, στην
πνευματική ζωή. Και αυτό διότι δεν ανέχεται την πρόοδο, τη χαρά, την
επικοινωνία και το διάλογο. Συνυφασμένη με την τάση της νέας εποχής δημιουργεί
για τον άνθρωπο ένα ψεύτικο κόσμο, στον οποίο τον περιορίζει, δίχως να του
δίδει περιθώρια ελευθερίας και νέων εμπειριών. Κατά συνέπεια μιλούμε για μεταπτωτική
πτώση, η οποία επιβάλλει στο «ωράισμα», δηλαδή στον άνθρωπο, που δημιουργήθηκε
εξαιτίας της αγαπητικής βουλής του Θεού, να μένει ανάπηρος.
Ο εσωστρεφής
είναι αυτός που στην ουσία μισεί τον Θεό και τους ανθρώπους. Τρέχει απελπισμένα
για την απόκτηση χρόνου και χρήματος και μετά επιστρέφει στον δικό του κόσμο,
που και εξωτερικά είναι φτιαγμένος για να θεραπεύει την εσωτερική του νοσηρή
κατάσταση. Έτσι, στο σπίτι του ή στο δωμάτιό του έχει δημιουργήσει το δικό του
βασίλειο, έχει όλες τις ανέσεις που χρειάζεται για να ζει δέσμιος του
απομονωμένου εαυτού του. Αφιερώνει ώρες απομονωμένος στο διαδίκτυο γιατί έτσι
«τη βρίσκει». Μισεί και αποστρέφεται τον κόσμο και τον άνθρωπο διότι «το ίδιον
φιλεί». Μπορεί να είναι αρκετά επικοινωνιακός, αλλά την ίδια στιγμή ζει χωρίς
Θεό, ζει ως άτομο και κατά συνέπεια ακοινώνητος και απομονωμένος.
Ο πνευματικά
εσωστρεφής άνθρωπος είναι ο θρησκευόμενος άνθρωπος και όχι ο πιστός. Αυτός που
δεν εντάσσει τον εαυτό του στο σώμα της Εκκλησίας, διότι λανθασμένα πιστεύει ότι
η Εκκλησία σώζει ταχυδακτυλουργικά με αυτά που κάνει και λέει και όχι με αυτό
που είναι – είναι κοινωνία προσώπων – ή διότι έχει αναγάγει τη πίστη μας σε
θρησκευτική ιδεολογία κατά τα πρότυπα της Δύσης. Είναι απόλυτα θρησκευόμενος
και πιστεύει ακράδαντα στην εξατομίκευση του Χριστιανισμού ή καλύτερα στη
θρησκειοποίηση του ατομισμού του. Με άλλα λόγια διαχωρίζει τον εαυτό του από
τον ζώντα Θεό ακολουθώντας το μοιραίο λάθος των Πρωτοπλάστων και επιδιώκοντας
την απομονωμένη και «προσωπική σωτηρία».
Έτσι αναπαύεται
στο Ναό διότι εκεί εκπληρώνει τα θρησκευτικά του καθήκοντα, βρίσκει ηρεμία και
γαλήνη, αποκτά αρετές για να κοσμήσει τον εαυτό του, καταξιώνεται θρησκευτικά,
μαθαίνει να ζει όμορφα, να απολαμβάνει πνευματική ευημερία, ανθρώπινη
δικαιοσύνη και απόλυτη ελευθερία. Στα μυστήρια μετέχει για να εξαγιασθεί και
όχι για να ενωθεί με το Θεό. Με την εξομολόγηση καθαρίζεται και απολαμβάνει τη
«λαμπρότητα της ψυχής του». Υπερτονίζει την ατομική διάστασή της και λησμονεί
τον εκκλησιολογικό χαρακτήρα της. Όταν αμαρτάνει δεν λυπάται γιατί
απομακρύνθηκε από το Θεό αλλά διότι ο ίδιος λερώθηκε και όταν κοινωνεί δεν
κοινωνεί για να ενωθεί με το Θεό αλλά διότι με τη Θεία Κοινωνία αποκτά χάρη,
εξαγιάζεται, «λαμβάνει μπόνους». Το χειρότερο δε από όλα είναι ότι, ενώ θέλει να
ζήσει πνευματικά δεν αναζητά το Χριστό. Ζει «πνευματικά» δίχως Χριστό, που
σημαίνει προσπαθεί να θέσει κάποιους όρους στη ζωή του για να επαναπαύσει τη
συνείδησή του, ξεχνώντας ότι πνευματική Ζωή σημαίνει συνεχής και αέναη
αναζήτηση του Χριστού. Θα μπορούσαμε διαφορετικά να τον περιγράψουμε σαν τους
Φαρισαίους, που ζούσαν με απόλυτη πνευματική εσωστρέφεια και η σχέση τους με το
Θεό ήταν ιδιοτελής και χρησιμοθηρική.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ π. ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΓΡΙΝΙΕΖΑΚΗ «ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ
ΕΣΩΣΤΡΕΦΕΙΑ», ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΤΟΜΟΥ «ΕΣΩΣΤΡΕΦΕΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΚΡΙΤΑΣ»
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΓΡΙΝΙΕΖΑΚΗΣ
Ο Μακάριος Γρινιεζάκης είναι
αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Δίδαξε μαθήματα Θεολογίας και Βιοηθικής στο Ελληνικό Κολλέγιο και στη Θεολογική
Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης. Έχει γράψει τα Κλωνοποίηση, Ποιμένες και Ποιμενόμενοι κ.λ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου