Από όσα
αναπτύχτηκαν στις προηγούμενες ενότητες, διαφάνηκε ότι, για την επίτευξη
επιτυχούς και αποτελεσματικής συμβολής του εκκλησιαστικού οργανισμού στην
ιατρική φροντίδα των ψυχικώς πασχόντων, απαιτείται να πληρούνται κάποιες
βασικές προϋποθέσεις, κυριότερες από τις οποίες είναι: η ύπαρξη καλής
συνεργασίας μεταξύ Εκκλησίας και φορέων παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας˙ η
κατάλληλη εκπαίδευση των ιερέων ή άλλων εκκλησιαστικών στελεχών (π.χ.
κατηχητών, θεολόγων) και, παράλληλα, η αρμόζουσα ευαισθητοποίηση και υπεύθυνη
στάση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας απέναντι σε θέματα πίστης.
Είναι
προφανές, επομένως, ότι πρώτη και βασική προϋπόθεση για τη συνεργασία είναι η
υπέρβαση των επιφυλάξεων και των εξ αυτών συναρτημένων προβλημάτων, που δεν
δικαιολογούνται από τη δεοντολογία και τη επιστημολογία, και υποτιμούν τις
πρακτικές ανάγκες της Θεολογίας και της Ψυχιατρικής αντιστοίχως. Με ένα λόγο,
απαιτείται η αμοιβαία άρση των προκαταλήψεων.
Η εκκλησιαστική
διακονία των ψυχικώς πασχόντων δεν καλείται να αποτελέσει ένα υποκατάστατο της
παροχής υπηρεσιών ψυχιατρικής φροντίδας. Είναι, όμως, τόσο συχνές οι
ψυχιατρικές διαταραχές στο γενικό πληθυσμό και τόσο σοβαρές οι συνέπειες στον
κοινωνικό, οικογενειακό και ατομικό βίο, ώστε η ευαισθησία απέναντι σε αυτό το
πρόβλημα είναι αυτονόητη, εάν αναλογιστούμε, μάλιστα, την Παράδοση της
Εκκλησίας. Παρ’ όλα αυτά η στάση προς τους ψυχικώς πάσχοντες παρουσιάζεται
συχνά πολύ κατώτερη των επιταγών της χριστιανικής αγάπης και των περιστάσεων.
Η έλλειψη ευαισθητοποίησης
και ενημέρωσης των κληρικών, αλλά και των θεολόγων καθηγητών στα σχολεία ή των
υπηρετούντων σε άλλες εκκλησιαστικές υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής, σχετικά με το
τι συνιστά ψυχιατρική διαταραχή και, επομένως, η αδυναμία αναγνώρισης της
φαινομενολογίας των ψυχιατρικών παθήσεων οδηγούν σε διάφορες επιπλοκές, όταν οι
πάσχοντες καταφεύγουν εκεί για συμπαράσταση.
Στις περιπτώσεις,
που τα προβλήματα είναι μικρά και η συμπτωματολογία ήπια, δεν είναι σπάνιο να
γίνεται σύγχυση μεταξύ του πνευματικής φύσεως προβλήματος και της ψυχολογικής
εμπλοκής. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις οι ασθενείς «διαγιγνώσκονται» ως
δαιμονοκατεχόμενοι και αντιμετωπίζονται ανάλογα με συνέπειες, οι οποίες κάποτε
αγγίζουν τα όρια του τραγικού. Τούτο, διότι ο ασθενής, πέρα από το στίγμα του
«τρελού», αποκτά και αυτό του «δαιμονισμένου», και, παραπεμπόμενος σε διάφορες
τελετουργίες εξορκισμών, τροφοδοτεί και ενισχύει την ψυχοπαθολογία του με
επιπλέον σύγχυση. Συγχρόνως, μένει μακριά από την κατάλληλη θεραπευτική
αντιμετώπιση και η ψυχιατρική βοήθεια ζητείται, όταν η κατάσταση οδηγηθεί σε
αδιέξοδο, οπότε προκύπτει η ανάγκη ακούσιας αναγκαστικής νοσηλείας, κατόπιν
εισαγγελικής εντολής, ή εκδηλώνεται αυτοκτονική συμπεριφορά.
Σοβαρά
προβλήματα προκύπτουν, επίσης, όταν ο ιερέας ή κάποιο άλλο εκκλησιαστικό στέλεχος
παρεμβαίνει συνιστώντας αυθαίρετα τη διακοπή της φαρμακευτικής ή όποιας άλλης
δόκιμης και υπεύθυνης θεραπείας.
Μία τέτοια
στάση μπορεί να οφείλεται σε άγνοια, προκαταλήψεις ή σε κάποιας μορφής
φονταμενταλιστική νοοτροπία. Οφείλει, όμως, να αναλογιστεί κάποιος σοβαρά την
ευθύνη, που αναλαμβάνει, όταν η παρέμβασή του ευνοήσει μια σοβαρή υποτροπή της
νόσου, μια απόπειρα αυτοκτονίας ή έστω μια παλινδρόμηση της θεραπευτικής
πορείας.
Το συνηθισμένο
αντεπιχείρημα είναι ότι λανθασμένοι χειρισμοί συναντώνται και από την πλευρά
μερικών ψυχιάτρων, σε περιπτώσεις, μάλιστα, θρησκευομένων ασθενών, όπου η στάση
του θεραπευτή υποδηλώνει τις προσωπικές του προκαταλήψεις απέναντι στην
Εκκλησία.
Αυτή η στάση
ορισμένων ψυχιάτρων και ψυχολόγων δεν είναι ούτε συμβατή με τις βασικές αρχές
της ιατρικής και θεραπευτικής δεοντολογίας ούτε επιστημονικά δικαιολογημένη.
Όταν αυτό
συμβαίνει, συνιστά επίσης ένα σοβαρό πρόβλημα, αλλά δεν νομιμοποιεί τις
προκαταλήψεις των ανθρώπων της Εκκλησίας έναντι της προσπάθειας των επιστημόνων
να ανακουφίσουν τον ανθρώπινο πόνο και δεν απαλείφει την ηθική αυτουργία, στις
περιπτώσεις εκείνες, που επεμβάσεις σαν τις προαναφερθείσες αποδειχθούν
ολέθριες.
Στην
προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για ουσιαστική αντιπαράθεση μεταξύ
Ψυχιατρικής και Θεολογίας, δηλαδή μεταξύ Θεολογίας και Επιστήμης, αλλά για
ιδεολογικοποιημένη χρήση του περιεχομένου τους εκ μέρους κάποιων εκπροσώπων
τους. Η ιδεολογικοποιημένη, όμως, διαστρέβλωσή τους επιφέρει ένα είδος
«τύφλωσης», που οδηγεί στον καταποντισμό του πάσχοντος μέσα στο χάσμα, που
ανοίγεται ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη του ελλείμματος «επαγγελματικής»
υπευθυνότητας.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ π.
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ
«ΕΝΝΟΙΑ», 2008
π. ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ
Ο
πρωτοπρεσβύτερος Αδαμάντιος Αυγουστίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στη
Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με γνωστικό αντικείμενο την
«Ποιμαντική Θεολογία και Ψυχολογία». Είναι έγγαμος και πατέρας τριών τέκνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου