Του Γιάννη Στεφ. Τσεκούρα
Ο κυρ – Θανάσης ήταν έμπειρος άνθρωπος, ήταν οικογενειάρχης και διέθετε κάποιο κύρος απέναντι στους συγγενείς αλλά και στους συγχωριανούς του.
Γι’ αυτό και η κυρά – Πολυξένη, όταν ο άνδρας τής κόρης της βρέθηκε σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση κάποια στιγμή, δηλαδή κινδύνευε να χάσει το σπίτι του από χρέη προς την Τράπεζα, απευθύνθηκε το δίχως άλλο στον κυρ – Θανάση.
Πράγματι έτσι ήταν, αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι, λεφτά δεν υπήρχαν, οι δουλειές σπάνιζαν και η τύχη είχε γυρίσει την πλάτη της για μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Η Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 υπέφερε, το μεροκάματο φτηνό και δύσκολο να το βρεις, κι άμα δεν είχες κάνει καλά το κουμάντο σου περνούσες συμπληγάδες· και μέσα σ’ όλα αυτά, να και ο δικαστικός κλητήρας – έτσι έλεγαν τότε το δικαστικό επιμελητή – να σου επιδίδει το εξώδικο...
Η κυρά – Πολυξένη δεν έχασε καιρό μόλις η κόρη της άρχισε να τρέμει από το φόβο της που θα έχανε το σπίτι.
Ψύχραιμα λοιπόν έβαλε κάτω το μυαλό της, σκέφτηκε δυο – τρεις ανθρώπους από το συγγενικό περιβάλλον και καταστάλαξε στον κυρ – Θανάση. «Δεν χωράει αμφιβολία» είπε, «εκεί θα απευθυνθώ. Θα παρακαλέσω, θα κλαφτώ, θα πέσω στα πόδια του, ε! θα βρει τρόπο αυτός να με βοηθήσει, άνθρωποι τού Θεού είμαστε δεν θα μας αφήσει αβοήθητους».
Δίχως χρονοτριβή λοιπόν, χτύπησε την πόρτα τού κυρ – Θανάση. «Κυρ – Θανάση μου καταστρεφόμαστε, ο γαμπρός μου χάνει το σπίτι του, θα το κατασχέσουν, μόνο εσύ μπορείς να μας σώσεις, τι θα απογίνει η κόρη μου και τα εγγόνια μου, θα μείνουν στο δρόμο έρημα, ο θεός να σ’ έχει καλά τι θα απογίνουμε;»
Ο κυρ – Θανάσης αμέσως αντιλήφθηκε την σοβαρότητα της κατάστασης, ανασκουμπώθηκε, αλλά διαπίστωσε πως διέθετε μόνο πεντακόσιες (500) δραχμές. Έπρεπε να βρεθούν άλλες χίλιες (1000) δραχμές για να παγώσει ο πλειστηριασμός. Έτσι άρχισε να ψάχνει προς πάσα κατεύθυνση.
Οι πρώτες προσπάθειες αποδείχτηκαν άκαρπες που επιχείρησε ο κυρ – Θανάσης, αφού χτύπησε κάποιες πόρτες γνωστών, φίλων και συγγενών. Παρόλα αυτά δεν απελπίστηκε και συνέχισε με επιμονή να αναζητά τη λύση του προβλήματος. Ταυτόχρονα σκεπτόταν από μέσα του «Ε! δεν είναι και μικρό πράγμα να κινδυνεύεις να χάσεις το σπίτι σου».
Ξαφνικά, μέσα στην αγωνία του, το βλέμμα του έλαμψε, γιατί τούρθε στο μυαλό ένα πρόσωπο το οποίο ήταν πολύ πιθανό να κρατάει λεφτά. Το πρόσωπο αυτό ήταν ένας επαγγελματίας· η πλειονότητα των κατοίκων του μέρους αυτού, ήταν αγρότες, γι’ αυτό κι οπουδήποτε αλλού θα του ήταν αδύνατο να βρει το χιλιάρικο.
Αμέσως πήγε και του χτύπησε την πόρτα. «Το και το» του λέει «έτσι σώζουμε έναν άνθρωπο».
Αυτός μόλις αντίκρισε τον κυρ – Θανάση έτσι αναστατωμένο, σήκωσε τις πλάτες του, ψυχανεμίστηκε, έψαξε τις τσέπες του, άνοιξε το συρτάρι, μέτρησε κάμποσα χαρτονομίσματα, τα ξαναμέτρησε και τα εμπιστεύτηκε τελικά στον κυρ – Θανάση.
«Σε λίγες μέρες θα τάχεις», του λέει ο κυρ – Θανάσης.
«Κάνε τη δουλειά σου δεν τα χάνω από σένα … αρκεί να σωθεί ο άνθρωπος» ψέλλισε με κάποια αγωνία ο επαγγελματίας.
Το ευτύχημα είναι, πως η ιστορία αυτή είχε αίσιο τέλος. Το σπίτι σώθηκε, ο γαμπρός της κυρά – Πολυξένης επέστρεψε τα χρήματα στον κυρ – Θανάση, κι αυτός με τη σειρά του στον επαγγελματία.
Ο καιρός κύλησε, ξανάρθαν οι φθινοπωρινές βροχές και η κυρά – Πολυξένη παρουσιάσθηκε με ένα πακέτο χαρτονομίσματα, κυρίως πεντακοσάρικα και κατοστάρικα και ζήτησε να δει τον κυρ – Θανάση.
«Κυρ – Θανάση μου», του λέει με αγωνία, «θέλω να σε ρωτήσω, αυτά τα λεφτά περνάνε;»
Ο κυρ – Θανάσης την κοιτάζει με προσοχή και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται.
«Γιατί η κόρη μου μού λέει, τι τα θέλεις αυτά; Δεν έχουν αξία, δώστα μου σε μένα να παίζουν τα παιδιά».
«Τα έχω μαζέψει από χρόνια και τάχω κρύψει κάτω από το στρώμα μου, δεν θα τους τα χαρίσω …»
Ο κυρ – Θανάσης την ξανακοιτάζει προσεκτικά για λίγα δευτερόλεπτα και γεμάτος οργή και θυμό λέει:
«Βρε, που να σε πάρει ο διάολος, είχες τόσα λεφτά κάτω από το στρώμα σου και έστελνες εμένα να ψάχνω να βρω δανεικά να σώσω το σπίτι της κόρης σου;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου