Οι νόμοι της
αγοράς σύμφωνα του Άνταμ Σμιθ είναι βασικά απλοί. Μας λένε ότι ένας
συγκεκριμένος τρόπος συμπεριφοράς σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο θα επιφέρει
απολύτως συγκεκριμένα και προβλεπτά αποτελέσματα. Ειδικότερα, μας δείχνουν πως
το κίνητρο του προσωπικού συμφέροντος μέσα σ’ ένα περιβάλλον ατόμων
υποκινούμενων από παρόμοια συμφέροντα θα καταλήξει στον ανταγωνισμό. Και
επιπλέον, δείχνουν πως ο ανταγωνισμός θα έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή
εκείνων των αγαθών που επιθυμεί η κοινωνία, και σε τιμές που η κοινωνία είναι
διατεθειμένη να πληρώσει. Ας δούμε πως συμβαίνει αυτό...
Κατά πρώτο
λόγο, αυτό συμβαίνει διότι το προσωπικό συμφέρον δρα ως κινητήρια δύναμη για να
κατευθύνει τους ανθρώπους προς εκείνες τις εργασίες για τις οποίες είναι
διατεθειμένη να πληρώσει η κοινωνία. «Δεν περιμένουμε το φαγητό μας να προέλθει
από την καλοσύνη του χασάπη, του ζυθοποιού, ή του φούρναρη», λέει ο Σμιθ, «αλλά
από μέριμνα για το προσωπικό τους συμφέρον. Απευθυνόμαστε όχι στην ανθρωπιά
τους αλλά στην φιλαυτία τους, και ποτέ δεν τους μιλάμε για τις δικές μας
ανάγκες, αλλά για τα δικά τους οφέλη».
Όμως το
προσωπικό συμφέρον είναι μισή εικόνα. Αυτό ωθεί τους ανθρώπους σε δράση. Κάτι
άλλο ασφαλώς υπάρχει που αποτρέπει τα άπληστα άτομα από το να εκβιάζουν την
κοινωνία απαιτώντας υπέρογκα λύτρα: μια κοινωνία που δραστηριοποιείται μόνο από
το προσωπικό συμφέρον θα ήταν μια κοινωνία ανηλεών κερδοσκόπων. Ο ρυθμιστής,
λοιπόν, είναι ο ανταγωνισμός, η σύγκρουση μεταξύ ιδιοτελών παραγόντων στο πεδίο
της αγοράς. Γιατί καθένας που προσπαθεί να επιτύχει το καλύτερο για τον εαυτό
του χωρίς να σκέφτεται τις κοινωνικές συνέπειες, αντιμετωπίζει μια ομάδα ατόμων
με αντίστοιχα κίνητρα που μοιράζονται ακριβώς την ίδια επιδίωξη. Γι’ αυτό, ο
καθένας είναι προθυμότατος να επωφεληθεί από την απληστία του γείτονά του. Ο
άνθρωπος που επιτρέπει στο προσωπικό του συμφέρον να υπερβεί τα όρια θα
ανακαλύψει ότι οι ανταγωνιστές του καραδοκούν να του κλέψουν τη δουλειά. Αν
πουλάει ακριβά τα προϊόντα του ή αν αρνείται να πληρώσει όσο και οι άλλοι τους
εργάτες του, θα βρεθεί χωρίς αγοραστές στη μια περίπτωση και χωρίς εργάτες στην
άλλη. Έτσι, όπως και στη Θεωρία των
ηθικών συναισθημάτων, τα εγωιστικά κίνητρα των ανθρώπων μεταλλάσσονται λόγω
αλληλεπίδρασης και οδηγούν στο πιο απρόσμενο αποτέλεσμα: την κοινωνική αρμονία.
Σκεφτείτε,
για παράδειγμα, το πρόβλημα των υψηλών τιμών. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε χίλιους
κατασκευαστές γαντιών. Το προσωπικό συμφέρον του καθενός θα τον κάνει να θέλει
να αυξήσει την τιμή του πάνω από το κόστος παραγωγής κι έτσι να πραγματοποιήσει
ένα πρόσθετο κέρδος. Αλλά δεν μπορεί. Αν ανεβάσει τις τιμές του, θα παρέμβουν
οι ανταγωνιστές του και θα του αποσπάσουν την πελατεία του με τις φθηνότερες
τιμές τους. Αδικαιολόγητα υψηλές τιμές θα μπορούν να διατηρηθούν μόνο αν όλοι
οι κατασκευαστές γαντιών συγκεντρωθούν και συμφωνήσουν να προβάλουν ένα
συμπαγές μέτωπο. Και σ’ αυτή τη περίπτωση, η δόλια συμμαχία θα μπορεί να
διασπαστεί από κάποιον φιλόδοξο κατασκευαστή άλλου τομέα – ας πούμε, παπουτσιών
– ο οποίος αποφασίζει να μετακινήσει το κεφάλαιό του στην παραγωγή γαντιών,
όπου θα μπορούσε να αλώσει την αγορά ρίχνοντας τις τιμές του.
Αλλά οι
νόμοι της αγοράς δεν περιορίζονται μόνο στην επιβολή ανταγωνιστικών τιμών για
τα προϊόντα. Έχουν επίσης σαν αποτέλεσμα να συμμορφώνονται οι παραγωγοί με τις
απαιτήσεις της κοινωνίας ως προς τις ποσότητες
των αγαθών που επιθυμεί. Ας υποθέσουμε ότι οι καταναλωτές αποφασίζουν ότι
θέλουν περισσότερα γάντια απ’ όσα παράγονται και λιγότερα παπούτσια. Το κοινό
λοιπόν θα σκοτώνεται για το απόθεμα των γαντιών ενώ η βιομηχανία παπουτσιών θα
βαράει μύγες. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι οι τιμές των γαντιών θα τείνουν να
ανέβουν καθώς οι καταναλωτές θα προσπερνούν τα υποδηματοπωλεία. Αλλά όσο
ανεβαίνουν οι τιμές των γαντιών, θα ανεβαίνουν και τα κέρδη της βιομηχανίας
γαντιών. Και καθώς θα πέφτουν οι τιμές των παπουτσιών, θα μειώνονται και τα
κέρδη στη βιομηχανία των παπουτσιών. Και πάλι το προσωπικό συμφέρον θα επέμβει
να αποκαταστήσει την ισορροπία. Εργάτες θα απολυθούν απ’ τον κλάδο της βιομηχανίας
παπουτσιών καθώς οι βιομηχανίες παπουτσιών θα μειώσουν την παραγωγή τους και θα
μεταπηδήσουν στην παραγωγή γαντιών, η οποία ανθεί. Το αποτέλεσμα είναι
προφανές: η παραγωγή γαντιών θα αυξηθεί και η παραγωγή παπουτσιών θα μειωθεί.
Αυτό ακριβώς
επιθυμούσε η κοινωνία. Καθώς στην αγορά εμφανίζονται περισσότερα γάντια για να
ικανοποιήσουν τη ζήτηση, η τιμή των γαντιών θα επανέλθει σε φυσιολογικά
επίπεδα. Καθώς παράγονται λιγότερα παπούτσια, το πλεόνασμα παπουτσιών σύντομα
θα εξαφανιστεί και οι τιμές τους θα ανέβουν και πάλι σε φυσιολογικά επίπεδα.
Μέσω του μηχανισμού της αγοράς, η κοινωνία θα έχει αλλάξει την κατανομή των
στοιχείων της παραγωγής έτσι ώστε αυτή να εναρμονιστεί με τις καινούργιες
επιθυμίες της. Κι όμως κανείς δεν χρειάστηκε να εκδώσει κάποια εντολή και καμιά
εξουσία υπεύθυνη σχεδιασμού δεν επέβαλε πρόγραμμα παραγωγής. Το προσωπικό
συμφέρον και ο ανταγωνισμός, δρώντας το ένα εναντίον του άλλου, πέτυχαν τη
μετάβαση.
Και ένα
τελευταίο επίτευγμα: Όπως ακριβώς η αγορά ρυθμίζει τόσο τις τιμές όσο και τις
ποσότητες των αγαθών με επιδιαιτητή
τη δημόσια ζήτηση, έτσι καθορίζει και τα εισοδήματα
εκείνων που συνεργάζονται για την παραγωγή αυτών των αγαθών. Εάν τα κέρδη σ’
έναν τομέα παραγωγής είναι εξαιρετικά υψηλά, θα υπάρξει συρροή από άλλους
επιχειρηματίες προς αυτόν τον τομέα, ωσότου ο ανταγωνισμός μειώσει τα
πλεονάσματα. Αν οι μισθοί είναι πολύ υψηλοί σε ένα είδος εργασίας, θα υπάρξει
συρροή ανθρώπων προς την προνομιούχο αυτή απασχόληση, μέχρι που να πληρώνει
τους ίδιους μισθούς με αντίστοιχες εργασίες που απαιτούν τον ίδιο βαθμό
δεξιότητας και κατάρτισης. Αντιστρόφως, εάν τα κέρδη ή οι μισθοί είναι πολύ
χαμηλοί σε κάποιον τομέα της οικονομίας, θα σημειωθεί απομάκρυνση κεφαλαίων και
εργατικού δυναμικού, ωσότου η προσφορά να προσαρμοστεί καλύτερα προς τη ζήτηση.
Όλα αυτά
μπορεί να φαίνονται στοιχειώδη. Αλλά αναλογιστείτε τι έκανε ο Άνταμ Σμιθ με το
κίνητρο του προσωπικού συμφέροντος και τον ανταγωνισμό στο ρόλο του ρυθμιστή. Πρώτον,
εξήγησε πως συγκρατούνται οι τιμές, ώστε να μην απομακρύνονται αυθαίρετα από το
κόστος παραγωγής του προϊόντος. Δεύτερον, εξήγησε πως μπορεί η κοινωνία να
προτρέπει τους παραγωγούς αγαθών να της παρέχουν ό,τι απαιτεί. Τρίτον,
κατέδειξε γιατί οι υψηλές τιμές είναι μια αυτοθεραπευόμενη ασθένεια, με το να
προκαλούν την αύξηση της παραγωγής στο συγκεκριμένο τομέα. Και, τέλος, εξήγησε
γιατί υπάρχει μια γενική ομοιομορφία των εισοδημάτων σε κάθε επίπεδο των
μεγάλων παραγωγικών στρωμάτων ενός έθνους. Με λίγα λόγια, βρήκε στο μηχανισμό
της αγοράς ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα για τον τακτικό εφοδιασμό της κοινωνίας.
Σημειώστε τη
λέξη «αυτορυθμιζόμενο». Το έξοχο συνεπακόλουθο της αγοράς είναι ότι η ίδια
είναι και προστάτης του εαυτού της. Εάν η παραγωγή ή οι τιμές ή ορισμένα είδη
αμοιβών ξεφύγουν από τα επίπεδα που καθορίζει η κοινωνία, ενεργοποιούνται
δυνάμεις που τα επαναφέρουν στη θέση τους.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ROBERT L.
HEILBRONER «ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ, 2000
ROBERT L. HEILBRONER
Βραβεία: Υποτροφία Γκούγκενχαϊμ Κοινωνικών επιστημών για τις ΗΠΑ
και τον Καναδά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου