Δεν ξέρω αν
είναι βοσκοτόπια αγρίων ζώων ή το σπίτι μου, το σπίτι όπου γεννήθηκα.
Αυτή η
κραυγή πόνου ενός άγνωστου ποιητή της Μάαρα
δεν είναι τρόπος του λέγειν. Είμαστε αναγκασμένοι δυστυχώς να πάρουμε τα λόγια
του στην κυριολεξία και να αναρωτηθούμε μαζί: Τι τόσο τερατώδες συνέβη σ’ αυτή
την πόλη της Συρίας στα τέλη του 1098;
Πριν έρθουν
οι Φράγκοι, οι κάτοικοι ζούσαν ήσυχα προφυλαγμένοι από το κυκλικό τους τείχος.
Τα αμπέλια, οι ελαιώνες, οι συκιές, τους πρόσφεραν μια σχετική ευμάρεια. Όσο
για τις κρατικές τους υποθέσεις, υπήρχαν έντιμοι πρόκριτοι, χωρίς μεγάλες
φιλοδοξίες, υπό την εποπτεία του Ρεντβάν που βασίλευε στο Χαλέπι. Το καμάρι της
Μάαρα ήταν ότι υπήρξε η γενέτειρα μιας από τις μεγαλύτερες μορφές της αραβικής
λογοτεχνίας, του Αμπούλ – Αλά αλ – Μααρί, που πέθανε το 1057. Αυτός ο τυφλός
ποιητής είχε το θάρρος να τα βάλει με τα ήθη της εποχής του παρόλο που κάτι
τέτοιο απαγορευόταν. Χρειαζόταν θάρρος να γράψεις...
Οι
κάτοικοι της γης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες.
Σ’
αυτούς που έχουν μυαλό και δεν έχουν θρησκεία,
και
σ’ αυτούς που έχουν θρησκεία, αλλά δεν έχουν μυαλό.
Σαράντα
χρόνια μετά το θάνατό του, ένας φανατισμός που ήρθε από μακριά θα δικαιώσει το
τέκνο της Μάαρα, τόσο για την αθεΐα του, όσο και για τη μνημειώδη απαισιοδοξία
του.
Η
μοίρα μας τσακίζει, σαν να ’μαστε γυαλί,
και
τα κομμάτια μας δεν ξανακολλάνε ποτέ πια.
Η πόλη του
θα μεταβληθεί, πράγματι, σ’ ένα σωρό ερειπίων κι αυτός ο φόβος, που τόσο συχνά
εκδήλωνε ο ποιητής για τους ομοίους του, θα βρει εδώ την πιο τραγική του
απεικόνιση.
Στους
πρώτους μήνες του 1098, οι κάτοικοι της Μάαρα παρακολουθούσαν ανήσυχα τη μάχη
της Αντιόχειας που μαινόταν βορειοδυτικά, σε απόσταση τριών μερών πορείας. Μετά
τη νίκη τους, οι Φράγκοι ήρθαν να λεηλατήσουν μερικά γειτονικά χωριά και η
Μάαρα σώθηκε, αλλά πολλοί κάτοικοι με τις οικογένειές τους, προτίμησαν να πάνε
σε πιο ασφαλή μέρη, όπως το Χαλέπι, το Χομς ή τη Χάμα. Οι φόβοι τους
επαληθεύτηκαν όταν, στα τέλη Νοεμβρίου, χιλιάδες Φράγκοι πολεμιστές ζώνουν την
πόλη. Μερικοί κάτοικοι προλαβαίνουν να φύγουν, αλλά οι περισσότεροι πέφτουν
στην παγίδα. Η Μάαρα δεν έχει στρατό, μόνο μια μικρή πολιτοφυλακή στην οποία
κατατάσσονται αμέσως μερικοί εκατοντάδες νέοι, χωρίς στρατιωτική πείρα. Για δυο
βδομάδες, αντιστέκονται θαρραλέα στους τρομερούς ιππείς, ρίχνοντας από τα τείχη
μέχρι και κυψέλες γεμάτες μέλισσες.
Οι
Φράγκοι, βλέποντας τους να αντιστέκονται
με τόσο πείσμα, θα διηγηθεί ο Ιμπν αλ – Αθίρ, κατασκεύασαν ένα ξύλινο πύργο που έφθανε στο ύψος του τείχους. Μερικοί μουσουλμάνοι, τρομαγμένοι και με
πεσμένο ηθικό, σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν να αμυνθούν καλύτερα, οχυρώνοντας τα
πιο ψηλά κτίρια της πόλης. Κι άλλοι τους μιμήθηκαν με αποτέλεσμα ένα μέρους του
τείχους να ερημώσει. Σε λίγο, όλο το τείχος έμεινε χωρίς υπερασπιστές. Οι
Φράγκοι, σκαρφάλωσαν με σκάλες και όταν οι κάτοικοι τους είδαν στην κορυφή του
τείχους, έχασαν το θάρρος τους.
Νύχτα της 11ης
Δεκεμβρίου. Είναι σκοτάδι και οι Φράγκοι δεν τολμούν ακόμη να μπουν στην πόλη.
Οι πρόκριτοι έρχονται σε επαφή με τον Μποεμόν, το νέο άρχοντα της Αντιόχειας
που βρίσκεται επικεφαλής των εχθρών. Ο Φράγκος αρχηγός υπόσχεται να χαρίσει τη
ζωή στους κατοίκους αν φύγουν από τα κτίρια και σταματήσουν τον πόλεμο. Πιστεύοντας
τα λόγια του, οι οικογένειες μαζεύονται στα σπίτια και τα υπόγεια της πόλης και
περιμένουν όλη τη νύχτα τρέμοντας.
Όταν οι
Φράγκοι φθάνουν την αυγή γίνεται σφαγή. Επί
τρεις ημέρες πέρασαν τον κόσμο από την κόψη του σπαθιού, σκοτώνοντας
περισσότερους από εκατό χιλιάδες ανθρώπους και αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Οι
αριθμοί του Ιμπν αλ – Αθίρ είναι κάπως φανταστικοί, γιατί τις παραμονές της
πτώσης της η πόλη είχε λιγότερους από 10.000 κατοίκους. Αλλά η φρίκη δεν
έγκειται τόσο στον αριθμό, όσο στην τύχη των θυμάτων, κάτι που δύσκολα το βάζει
ο ανθρώπινος νους.
Στη Μάαρα οι
δικοί μας έβραζαν σε χύτρες τους ανθρώπους, και καταβρόχθιζαν τα παιδιά ψημένα
στη σούβλα. Αυτή η ομολογία του Φράγκου χρονικογράφου Ραούλ ντε
Καέν δε θα διαβαστεί από τους κατοίκους των γύρω χωριών, αλλά ως το τέλος της
ζωής τους θα θυμούνται τι είδαν και άκουσαν. Γιατί η ανάμνηση αυτών των
φρικαλεοτήτων, που διαδόθηκε από τους τοπικούς ποιητές και από παραδοσιακές
αφηγήσεις, θα χαράξει στο μυαλό μιαν ανεξίτηλη εικόνα για τους Φράγκους. Ο
χρονικογράφος Ουσάμα Ιμπν – Μουνγκίτ που γεννήθηκε τρία χρόνια πριν από τα
γεγονότα στη γειτονική πόλη Σεϊζάρ, θα γράψει μια μέρα:
Όσοι
άκουγαν για τους Φράγκους, όταν τους γνώρισαν, είδαν ότι αυτοί δε διαφέρουν από
τα ζώα που έχουν απλά το πλεονέκτημα του θάρρους και της θέρμης στον πόλεμο,
αλλά τίποτε άλλο, όπως δηλαδή τα ζώα που έχουν μόνο την υπεροχή της δύναμης και
της επιθετικότητας.
Μια κρίση
όχι καλοπροαίρετη, που συνοψίζει την εντύπωση που προκάλεσαν οι Φράγκοι όταν
έφτασαν στη Συρία. Ένα μείγμα περιφρόνησης και φόβου το οποίο δικαιολογείται
για ένα αραβικό κράτος πολύ ανώτερο σε πολιτισμό, που έχασε όμως κάθε
μαχητικότητα. Οι Τούρκοι δε θα ξεχάσουν ποτέ τους κανιβαλισμούς των Δυτικών.
Μέσα σε όλη τους την επική λογοτεχνία, οι Φράγκοι παρουσιάζονται χωρίς διάκριση
ως ανθρωποφάγοι.
Αυτή η
εικόνα των Φράγκων είναι άδικη; Οι δυτικοί εισβολείς καταβρόχθισαν τους
κατοίκους της μαρτυρικής πόλης με μοναδικό σκοπό να επιζήσουν; Οι αρχηγοί τους
θα το επιβεβαιώσουν τον επόμενο χρόνο σε μια επίσημη επιστολή προς τον Πάπα. Ένας φοβερός λιμός έπληξε τη στρατιά της
Μάαρα που την εξανάγκασε στη σκληρή πράξη, να τραφεί με τα σώματα των Σαρακηνών.
Αυτό όμως ειπώθηκε εκ του προχείρου. Γιατί οι κάτοικοι της περιοχής της Μάαρα
βλέπουν αυτό τον τρομερό χειμώνα, πράξεις που η πείνα μόνο δεν αρκεί να τις
δικαιολογήσει: βλέπουν πράγματι, τους Ταφούρ, ομάδες φανατικών Φράγκων, να
ξεχύνονται στις κοιλάδες, φωνάζοντας πως θέλουν να τραγανίσουν σαρακηνό κρέας,
και να μαζεύονται το βράδυ γύρω από τη φωτιά για να καταβροχθίσουν τα θύματά
τους. Κανίβαλοι από ανάγκη; Κανίβαλοι από φανατισμό; Όλα αυτά φαίνονται
εξωπραγματικά, ωστόσο οι μαρτυρίες είναι συντριπτικές, τόσο για τα γεγονότα που
ιστορούν όσο και για τη νοσηρή ατμόσφαιρα που αποπνέουν. Πάνω σ’ αυτό, μια
φράση του Φράγκου χρονικογράφου Αλμπέρ ντ’ Αιξ που πήρε μέρος και ο ίδιος στη
μάχη της Μάαρα, δεν αρκεί να περιγράψει τη φρίκη. Οι δικοί μας όχι μόνο δεν ένιωθαν απέχθεια να τρώνε Τούρκους και
Σαρακηνούς, αλλά έτρωγαν ακόμα και σκύλους.
Το μαρτύριο
της πόλης του Αμπούλ – Αλά θα σταματήσει στις 13 Ιανουαρίου του 1099, όταν εκατοντάδες
Φράγκοι με δαυλούς τριγυρίζουν στους δρόμους, βάζοντας φωτιά σε κάθε σπίτι. Ήδη
το ατείχος έχει γκρεμιστεί πέτρα – πέτρα.
Το επεισόδιο
της Μάαρα θα γίνει αιτία ν’ ανοίξει ένα χάσμα που πολλοί αιώνες, δε θα
μπορέσουν να καλύψουν. Άμεσα, ωστόσο, οι πληθυσμοί, παραλυμένοι από τον τρόμο,
δεν αντιδρούν, εκτός αν τους εξαναγκάσουν. Κι όταν οι εισβολείς αφήνουν πίσω
τους μόνο ερείπια που καπνίζουν και παίρνουν το δρόμο για το νότο, οι Σύριοι
εμίρηδες σπεύδουν να τους στείλουν αντιπροσώπους φορτωμένους δώρα, για να τους
καλοπιάσουν και να τους προτείνουν κάθε δυνατή βοήθεια.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ AMIN MAALOYF «ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΟΠΙΑ ΤΩΝ
ΑΡΑΒΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ», Β΄ ΕΚΔΟΣΗ 1983
AMIN MAALOYF
O Aμίν Mααλούφ είναι Λιβανέζος συγγραφέας. Eίναι καθολικός και
μαθήτευσε σε σχολή Iησουιτών, όπου διδάχτηκε τα γαλλικά, τα αρχαία ελληνικά και
τα λατινικά.
Λιμπρέτα: L'Amour de loin, Adriana Mater, La Passion de Simone,Émilie
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου