Ο πρώτος που
επιχείρησε μια συστηματική ταξινόμηση των ζώντων οργανισμών υπήρξε ο Λινναίος.
Σ’ αυτήν δεν παρέλειψε να περιλάβει και τον άνθρωπο, τον οποίο κατέταξε όχι σε
χωριστό βασίλειο αλλά στο βασίλειο των ζώων. Τον περιέγραψε μάλιστα με τη
μεγαλύτερη ως τότε ακρίβεια, το 1735, στην πρώτη έκδοση του θεμελιακού έργου
του «Το σύστημα της φύσης» (Systema Naturae). Ο
άνθρωπος τοποθετείται ανάμεσα στα θηλαστικά, στην τάξη των πρωτευόντων, δίπλα
στον πίθηκο και την νυχτερίδα. Ο Λινναίος έγραφε: «Δεν μπορώ να ανακαλύψω τη διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τον
ουρακουτάγκο, μολονότι έστρεψα την προσοχή μου σ’ αυτό το σημείο. Εντόπισα μόνο
μερικά αβέβαια χαρακτηριστικά.»...
Πολλοί έχουν
την εντύπωση πως οι χριστιανοί θεωρούν την αντίληψη αυτή απαράδεκτη και
αποκρουστική. Γνωρίζουμε όμως ότι ο Λινναίος δεν το έκανε αυτό με σκοπό να
μειώσει τον άνθρωπο, ούτε περισσότερο τον Δημιουργό του. Πίστευε ακλόνητα στο
Θεό. «Από τον ιερωμένο πατέρα του δεν
κληρονόμησε μόνο το πάθος του για τη βοτανική, αλλά και μια βαθειά χριστιανική
πίστη, που τη βλέπουμε να ξεχειλίζει από κάθε σελίδα του βιβλίου του. Τα
κείμενα του Λινναίου δεν έχουν να προσφέρουν μια ερμηνεία της φύσεως, μια και ο
συγγραφέας ικανοποιείτο με την ερμηνεία της Εκκλησίας.» Γι’ αυτό και δεν δίστασε
να γράψει: «Τόσα υπάρχουν είδη, όσα εξ
αρχής δημιούργησε το άπειρο Ον.» Παράλληλα σεβόταν και την επιστήμη του.
Κρίνουμε όμως απαραίτητο να επισημάνουμε ένα σοβαρό, κατά τη γνώμη μας,
επιστημονικό σφάλμα. Το ότι δηλαδή η ταξινόμηση έγινε από τον Λινναίο και
εξακολουθεί να γίνεται και στις μέρες μας με κριτήρια κατά βάση ανατομικής
ομοιότητας. Σ’ αυτά βέβαια έχουν προστεθεί πρόσφατα κριτήρια γενετικής
ομοιότητας. Μπορούμε όμως τίμια να αρνηθούμε ότι τα κριτήρια αυτά αδικούν
αποκλειστικά και μόνο τον άνθρωπο;
Ο
χαρακτηρισμός του ανθρώπου ως ζώο, για να προχωρήσουμε βαθύτερα, δεν δόθηκε για
πρώτη φορά από κάποιο υλιστή. Πολύ πριν, οι πατέρες της Εκκλησίας θεώρησαν τον
άνθρωπο σε συνάφεια προς το φυσικό κόσμο.
Ο Ιωάννης ο
Δαμασκηνός γράφει: «Πρέπει να γνωρίζουμε
ότι ο άνθρωπος και με τα άψυχα έχει κοινά γνωρίσματα και στη ζωή των αλόγων
ζώων συμμετέχει και από τη νόηση των λογικών όντων έχει πάρει.» (Ως λογικά
όντα ο συγγραφέας θεωρεί τους αγγέλους). Και συνεχίζει: «Έχει δηλαδή κοινά γνωρίσματα με τα άψυχα ως προς το σώμα και τη
σύνθεσή του, με τα φυτά ως προς αυτά και ως προς την ικανότητα να τρέφεται και
να αυξάνει και να παράγει σπέρμα, δηλαδή ως προς τη γεννητική ικανότητα και με
τ’ άλογα ζώα και ως προς αυτά βέβαια, αλλά επί πλέον και ως προς τον πόθο,
δηλαδή την εσωτερική διάθεση και επιθυμία, και ως προς την αίσθηση και την
ορμέφυτη κίνηση.»
Ο Γρηγόριος
Νύσσης σημειώνει: «Τότε λέγει (ο Θεός)
“Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν”, και δημιουργεί ζώο, ως
κάποιο μικτό κόσμο, συγγενή των δύο κόσμων, από ασώματη και άφθαρτη και αθάνατη
ψυχή και από υλικό και ορατό σώμα αποτελούμενο.»
Ο μοναχός
Μελέτιος ορίζει: «Άνθρωπος, λένε, είναι
ζώο λογικό, δεκτικό νου και επιστήμης. Με το να είναι ζώο ο άνθρωπος είναι
ουσία ζωντανή με αισθήσεις, αυτός είναι ο ορισμός του ζώου. Λογικό δε για να
διαχωριστεί από τα άλογα και θνητό για να διακριθεί από τα αθάνατα λογικά όντα,
δηλαδή τους αγγέλους.»
Όλοι όμως οι
πατέρες της Εκκλησίας έδωσαν στον άνθρωπο ένα μοναδικό προσδιορισμό, τον
αποκάλεσαν ζώο θεούμενο. Εκείνοι που αργότερα πανηγύρισαν ιδιαίτερα την ιδέα
του ανθρώπινου ζώου δεν ήσαν ασφαλώς ικανοποιημένοι με το να δεχθούν πως το ζώο
αυτό θεώνεται. Προβάλλοντας τις υλιστικές θεωρίες της εξέλιξης σκοπό είχαν να
τοποθετήσουν τον άνθρωπο στο τέλος μιας περιπέτειας του ζωϊκού βασιλείου και
εκεί πια να σφραγίσουν το βιβλίο της φύσης, ώστε ο άνθρωπος να παραμείνει
αλυσοδεμένος. Όμως αυτή η απόπειρα δεν ήταν δυνατό να μείνει χωρίς αντίδραση
που έντονη φθάνει ως τις μέρες μας. Ορισμένοι γεφυροποιοί προσπαθούν μάταια να
εξομαλύνουν τις αντιθέσεις. Ενδεικτικό αυτής της προσπάθειας είναι το ακόλουθο
κείμενο της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Larousse
Brittanica: «Είναι πιθανόν ότι αρκετές από τις οξύτατες
αρχικές αντιγνωμίες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν είχε γίνει ένας σαφής
διαχωρισμός ανάμεσα σ’ αυτό που ανατομικά και φυσιολογικά ορίζεται ως άνθρωπος
(δηλ. το βιολογικό είδος Homo Sapiens)
και στην ιδέα του ανθρώπου στη πιο πλατιά φιλοσοφική της έννοια. Γιατί είναι
γεγονός ότι τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται
παρεξηγήσεις από τη σωστή ή μη χρήση των λέξεων άνθρωπος και ανθρώπινος, σε
ό,τι αφορά την εξελικτική προέλευση του είδους».
Διαβλέπουμε πίσω από τη διάκριση μια παγίδευση. Η ιδέα του ανθρώπου στην πλατιά
της φιλοσοφική έννοια είναι χωρίς θεμελίωση. Εμείς ερευνούμε την οντολογία του
ανθρώπου και θέτουμε το ερώτημα: Εξαντλείται αυτή με τη μελέτη της ανατομίας
και της φυσιολογίας του; Κι ακόμη είναι η μελέτη αυτή ενισχυτική των υλιστικών
απόψεων;
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ «ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΥΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ
ΠΙΣΤΗ», ΤΕΥΧΟΣ Β΄ , ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου