Η Εκκλησία
είναι η νύφη του Χριστού που εκείνος την έλουσε με νερό καθάρσεως και την έκανε
δική του «μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι
των τοιούτων» (Εφ. 5,27). Αλλά η
Εκκλησία είναι επίσης μια ομάδα αμαρτωλών, συγχυσμένων και αγωνιώντων ανθρώπων
που πειράζονται διαρκώς από τις δυνάμεις της απληστίας και της ιδιοτέλειας και
ευρίσκονται μπλεγμένοι σε αντιζηλίες και ανταγωνισμούς. Η Εκκλησία δεν είναι
μία κοινωνία καθαρών. Γι’ αυτό συχνά μέσα στην Εκκλησία πληγωνόμεθα και
πληγώνουμε, γιατί η αγάπη μας αμαυρώνεται από τον εγωκεντρισμό μας...
Γι’ αυτό
διστάζουμε να αγαπήσουμε ανεπιφύλακτα, φοβούμεθα τον πόνο που μπορεί να μας
προκαλέση η αγάπη. Όταν αυτοί που αγαπάμε πολύ μας απορρίπτουν ή φεύγουν ή πεθαίνουν,
η καρδιά μας ραγίζει. Αλλά αυτό δεν θα πρέπη να μας εμποδίζη να αγαπάμε. Ο
πόνος που προέρχεται από μία πραγματική αγάπη κάνει την αγάπη πιο δημιουργική
και πιο γνήσια. Είναι σαν το αλέτρι που σκάβει τη γη και δίνει τη δυνατότητα
στο σπόρο να ριζώση, να αναπτυχθή και να γίνη ένα δυνατό φυτό.
Κάθε φορά
που δοκιμάζουμε τον πόνο της απορρίψεως έχουμε την δυνατότητα να διαλέξουμε να
γίνουμε πικρόχολοι και να αποφασίσουμε να μην ξαναγαπήσουμε, ή να κοιτάξουμε
κατάματα τον πόνο μας και να κάνουμε το έδαφος πάνω στο οποίο πατάμε
πλουσιώτερο και πιο ικανό να ζωογονήση καινούργιους σπόρους.
Όσο
περισσότερο αγαπούμε και πονάμε εξαιτίας της αγάπη μας τόσο περισσότερο
αφήνουμε την καρδιά μας να πλατύνη και να βαθύνη. Όταν αγαπάμε, δίνουμε και
παίρνουμε. Αυτοί που αγαπάμε δεν αφήνουν την καρδιά μας ακόμη κι όταν φεύγουν
από μας. Γίνονται ένα κομμάτι από τον εαυτό μας και έτσι σιγά – σιγά χτίζεται
μια κοινότητα μέσα μας.
Όσο
περισσότερο ζούμε, τόσο περισσότερους ανθρώπους αγαπούμε, που γίνονται μέρος
της εσωτερικής μας κοινότητος. Όσο διευρύνεται η εσωτερική μας κοινότητα, τόσο
ευκολώτερα θα αναγνωρίζουμε τους αδελφούς μας και τις αδελφές μας στους ξένους
που ευρίσκονται τριγύρω μας. Αυτοί που είναι ζωντανοί μέσα μας θα αναγνωρίζουν
εκείνους που θα είναι ζωντανοί τριγύρω μας. Όσο ευρύτερη γίνεται η κοινότητα της
καρδιάς μας, τόσο ευρύτερη θα γίνεται και η κοινότητα γύρω μας. Έτσι ο πόνος
της απορρίψεως, της απουσίας και του θανάτου μπορεί να γίνη καρποφόρος.
Πράγματι όσο συνεχίζουμε να αγαπάμε, το έδαφος της καρδιάς μας θα σκάβεται όλο
και πιο πολύ, αλλά θα χαιρώμεθα για τον πλούτο της καρποφορίας.
Ας μην
ξεχνάμε ότι η εκκλησιαστική κοινότητα είναι μια κοινότητα σε αναμονή, που δεν
μας δίνει μόνο την αίσθηση ότι ανήκουμε αλλά και ότι είμεθα ξένοι. Στην
εκκλησιαστική κοινότητα λέμε «είμεθα μαζί», αλλά δεν μπορούμε να δώσουμε ο ένας
στον άλλο όλα όσα όλοι έχουμε ανάγκη. Βοηθάμε ο ένας τον άλλο, αλλά ο
προορισμός μας ευρίσκεται πέρα απ’ την κοινή μας ζωή. Γι’ αυτό πρέπει να
αποθαρρύνουμε κάθε προσπάθεια να γίνη η εκκλησιαστική κοινότητα ένα ασφαλές
καταφύγιο, μια βολική κλίκα και να ατενίζουμε διαρκώς σ’ αυτό που έρχεται.
Η βάση της
εκκλησιαστικής κοινότητος δεν είναι οι οικογενειακοί δεσμοί, η κοινωνική και
οικονομική ισότητα, το μοίρασμα της δυστυχίας και του πόνου, ή η αμοιβαία έλξη,
αλλά η θεία κλήση. Η εκκλησιαστική κοινότητα δεν είναι αποτέλεσμα ανθρωπίνων
προσπαθειών. Ο Θεός μας έκανε περιούσιο λαό του, μας έφερε από την «Αίγυπτο»
στη «Γη της επαγγελίας», από την έρημο στην εύφορη γη, από τη σκλαβιά στην
ελευθερία. Όλες αυτές οι εκφράσεις και οι εικόνες περιγράφουν το γεγονός ότι η
πρωτοβουλία ανήκει στο Θεό, αυτός είναι η πηγή της νέας κοινής ζωής μας.
Είναι φυσικό
στις μεγάλες ανώνυμες πόλεις που ζούμε να επιζητούμε ανθρώπους που είναι στο
ίδιο μήκος κύματος με μας για να σχηματίσουμε μια μικρή κοινότητα, αλλά μερικές
φορές χρησιμοποιούμε σαν πρόφαση την επιθυμία μας να βρούμε ανθρώπους που να έχουν την ίδια νοοτροπία με
μας, και τότε στενεύουμε επικίνδυνα την έννοια της κοινότητος. Δεν είναι
απαραίτητο και δεν είναι δυνατό να είμεθα όλοι το ίδιο πράγμα. Υπάρχει μια
σοφία στη λειτουργία του καμπαναριού της εκκλησίας, που καλεί ανθρώπους με
διαφορετικές αντιλήψεις και νοοτροπία να αφήσουν τα σπίτια τους και να
συγκεντρωθούν στην εκκλησία για να αποτελέσουν το σώμα του Χριστού.
Γινόμεθα
μάρτυρες του Θεού που βρέχει «επί
δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5,45) και που είναι χρηστός «επί τους αχαρίστους και πονηρούς» (Λουκ.
6,35), ακριβώς όταν υπερβαίνουμε τις ατομικές μας διαφορές. Αλλά είναι επίσης στην
πορεία μας προς τον Θεό που καταλαβαίνουμε τις ανάγκες του πλησίον μας και
αρχίζουμε να θεραπεύουμε ο ένας τα τραύματα του άλλου.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΦΑΡΟΥ «Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΚΑΙ ΩΣ ΣΩΤΗΡΙΑ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΜΟΣ», 2002.
ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ
Ο π. Φιλόθεος Φάρος γεννήθηκε το 1930 στον Πειραιά. Σπούδασε πολιτικές
επιστήμες, νομικά και θεολογία. Έγινε κληρικός το 1962 και συνέχισε σπουδές
στην ποιμαντική ψυχολογία και την ποιμαντική συμβουλευτική στο Πανεπιστήμιο της
Βοστώνης στις ΗΠΑ. Δίδαξε ποιμαντική ψυχολογία στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου
Σταυρού στη Βοστώνη και εργάσθηκε ως Pastoral Counselor και Family Therapy
Supervisor στην πρότυπη ψυχιατρική θεραπευτική κοινότητα Human Resource
Institute της Βοστώνης, όπου απέκτησε μια σημαντική ψυχοθεραπευτική εμπειρία
κάνοντας ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία και κυρίως εργαζόμενος με οικογένειες
και ζευγάρια. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα επεχείρησε να θέσει στην
υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος την εμπειρία του, οργανώνοντας ένα πρόγραμμα
ποιμαντικής κλινικής εξασκήσεως για κληρικούς σ' ένα νοσοκομείο της Αθήνας.
Ταυτόχρονα οργάνωσε ένα κέντρο νεότητος για την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όπου
καλλιεργείται και προάγεται η κοινοτική ζωή. Έχει γράψει πολλά άρθρα, μελέτες
και δεκατρία βιβλία που διαπραγματεύονται άμεσα και καίρια για τη ζωή του
ανθρώπου θέματα, όπως είναι το πένθος, ο γάμος, η ανατροφή των παιδιών, ο
έρωτας κτλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου