Όσα δεν
μπορούμε να συμπεράνουμε μόνο από τα έθιμα, τα συμπεραίνουμε από τις δηλώσεις
των ίδιων των αγρίων που πενθούν. Δεν κρύβουν καθόλου ότι φοβούνται την παρουσία και την επιστροφή του πνεύματος του νεκρού
και εκτελούν έναν μεγάλο αριθμό από τελετουργικές πράξεις για να τον κρατήσουν
μακριά τους και να τον διώξουν. Κάνουν λοιπόν καθετί για να αποφύγουν την
επίκληση και αφύπνιση του πνεύματος. Μεταμφιέζονται για να μην τους γνωρίζει, ή
αλλάζουν το όνομά του ή το δικό τους όνομα...
Εξοργίζονται
με τον απρόσεκτο ξένο, που αναφέροντας τον πεθαμένο με το όνομά του, κάνει το
πνεύμα του να εναντιώνεται στους ζωντανούς συγγενείς του. Εδώ βρίσκουμε μια
επιβεβαίωση της άποψης του Wundt, δηλαδή
ότι οι άγριοι υποφέρουν, για να χρησιμοποιήσουμε και την έκφρασή του, από το
φόβο που προξενεί «η ψυχή του νεκρού, που τώρα έχει γίνει δαίμονας».
Αυτή είναι η
θεωρία του Wundt, που
εξηγεί την ουσία του ταμπού με το φόβο που προκαλούν οι δαίμονες.
Η προϋπόθεση
όμως, στην οποία βασίζεται αυτή η θεωρία, ότι ο προσφιλής συγγενής από τη
στιγμή του θανάτου του γίνεται δαίμονας και ότι οι ζωντανοί μόνο έχθρα μπορούν
να περιμένουν από αυτόν, γι’ αυτό και πρέπει με κάθε τρόπο να προφυλάγονται από
τις κακές τους προθέσεις, είναι τόσο παράδοξη, ώστε δύσκολα γίνεται πιστευτή.
Παρόλα αυτά εδώ συμφωνούν σχεδόν όλες οι αυθεντίες πάνω στο θέμα και
παραδέχονται ότι αυτή η υπόθεση για τους πρωτόγονους ανταποκρίνεται στην
αλήθεια. Ο Westermarck, που, κατά
τη γνώμη μου, δεν δίνει την πρέπουσα σημασία στο ταμπού, στο βιβλίο του «Ursprung und Entwicklung
der
Moralbegriffe» («Καταγωγή
και εξέλιξη των ηθικών εννοιών») γράφει στο κεφάλαιο που αναφέρεται στη
μεταχείριση των νεκρών: «Η συλλογή των περιστατικών, που έχω στα χέρια μου, με
κάνει να καταλήξω στο συμπέρασμα, ότι γενικά οι νεκροί θεωρούνται περισσότερο
εχθροί παρά φίλοι και ότι ο Jevons
και ο Grant
Allen κάνουν
λάθος, όταν ισχυρίζονται πως άλλοτε οι άνθρωποι πίσυευαν ότι οι νεκροί δείχνουν
κακία μόνο προς τους ξένους, ενώ φροντίζουν με πατρική στοργή για την τύχη και
τη ζωή των απογόνων και των μελών της φυλής τους».
Ο R. Kleinpaul
σε ένα εντυπωσιακό βιβλίο του προσπάθησε να εξηγήσει τις σχέσεις μεταξύ
νεκρών και ζωντανών, χρησιμοποιώντας τα υπολείμματα της πίστης στα πνεύματα,
που βρίσκουμε στους πολιτισμένους λαούς. Τελικά και αυτός καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι οι νεκροί με φονική διάθεση θέλουν να τραβήξουν τους ζωντανούς
κοντά τους. Δηλαδή ότι οι νεκροί σκοτώνουν. Ο σκελετός, που στη σημερινή εποχή παριστάνει το θάνατο, είναι
σαν να μας δηλώνει ότι ο ίδιος ο θάνατος δεν είναι παρά ένας πεθαμένος
άνθρωπος. Οι ζωντανοί ένιωθαν εξασφαλισμένοι από την καταδίωξη του νεκρού μόνο
όταν τους χώριζε νερό. Γι’ αυτό και προτιμούσαν να θάβουν τους νεκρούς σε νησιά
ή στην αντίπερα όχθη ενός ποταμού˙ οι εκφράσεις «εντεύθεν» και «εκείθεν» πρέπει
να οφείλουν την καταγωγή τους σε αυτό το γεγονός. Με μια πιο μετριοπαθή,
μεταγενέστερη αντιμετώπιση, περιορίστηκε η κακή πρόθεση μόνο σε εκείνες τις
περιπτώσεις νεκρών, που είχαν κάποια δικαιολογία να έχουν ένα παράπονο, όπως
για παράδειγμα οι δολοφονημένοι, που, σαν κακά πνεύματα, καταδιώκουν τον φονιά
τους, και οι νεκροί που δεν ικανοποίησαν μια έντονη επιθυμία τους, όπως οι
αρραβωνιασμένες κοπέλες. Αλλά αρχικά όλοι οι πεθαμένοι ήταν βρυκόλακες,
αναφέρει ο Kleinpaul, όλοι
μισούσαν τους ζωντανούς και προσπαθούσαν να τους βλάψουν και να αρπάξουν τη ζωή
τους.
Η υπόθεση
ότι οι πιο αγαπητοί συγγενείς μεταμορφώνονται μετά το θάνατό τους σε δαίμονες,
δημιουργεί φυσικά απορίες. Τι είναι αυτό που κάνει τους πρωτόγονους να
αποδίδουν στους αγαπητούς νεκρούς τους μια τέτοια αλλαγή διάθεσης; Γιατί τους
θεωρούν δαίμονες; Ο Westermarck πιστεύει
ότι μπορεί να απαντήσει με ευκολία σε αυτά τα ερωτήματα. «Επειδή κυρίως ο
θάνατος θεωρείται η χειρότερη ατυχία για κάθε άνθρωπο, γι’ αυτό και πιστεύεται
ότι όσοι πεθαίνουν, είναι πάρα πολύ δυσαρεστημένοι με τη μοίρα τους. Σύμφωνα με
τις αντιλήψεις των πρωτόγονων κάθε θάνατος προέρχεται μόνο από φόνο, είτε
πρόκειται για βίαιο θάνατο, είτε πρόκειται για μάγια, γι’ αυτό και πιστεύουν
ότι η ψυχή του πεθαμένου είναι θυμωμένη και ζητάει εκδίκηση. Νομίζουν ότι
ζηλεύει τους ζωντανούς και νοσταλγεί τη συντροφιά των παλιών συγγενών του –
προσπαθώντας λοιπόν να τους σκοτώσει με αρρώστιες, για να ενωθεί πάλι μαζί τους
… Μια παραπέρα εξήγηση της κακότητας που αποδίδουν στην ψυχή του πεθαμένου,
έγκειται στον ενστικτώδη φόβο που εμπνέει η ψυχή και που οφείλεται στην αγωνία
που νιώθει ο άνθρωπος μπρος στο ενδεχόμενο του θανάτου».
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ
ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΫΝΤ «ΤΟΤΕΜ ΚΑΙ
ΤΑΜΠΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ» ΑΘΗΝΑ 1978
ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΫΝΤ
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ ήταν Αυστριακός ιατρός, φυσιολόγος, ψυχίατρος
και θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής στον τομέα της ψυχολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου