Με όργανο
λοιπόν το ανθρώπινο πρόσωπο, το κακό δεν μπορεί να έχει αντικειμενικές
διαστάσεις. Είναι η διαπίστωση στην οποία καταλήγει και ο κ. Τερζάκης, από άλλο
δρόμο βέβαια. «Η δυσκολία απέναντι στο πρόβλημα του κακού, λέει, έγκειται στο
ότι, για να κρίνεις το κακό ως κακό, θα μπεις στη σκοπιά του ανθρώπου. Έξω από
τον άνθρωπο, έξω από τη σχετικότητα, κακό δεν νοείται». Αυτή η άμεση αναφορά
του κακού στο ανθρώπινο πρόσωπο είναι ο ορισμός του.
Κακό είναι
ό,τι βλάφτει το ανθρώπινο πρόσωπο, ό,τι επιβουλεύεται την ουσία της καθολικής
αυτής υπόστασης, ό,τι δηλαδή αναιρεί τη μοναδικότητα και «ανομοιότητα» του
προσώπου, τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού του, με άλλα λόγια: την ελευθερία του
απέναντι στην ομοιόμορφη «φύση». Κακό, επομένως, είναι κάθε μορφή υποταγής στο
γενικό, στο είδος – το πρόβλημα του κακού είναι το ίδιο το πρόβλημα της
ελευθερίας...
Τι άλλο
είναι η αρρώστια, ο θάνατος, η θλίψη, παρά η υποταγή του προσώπου στην
αναγκαιότητα που επιβάλλει η κοινή φύση; Αυτό όμως σημαίνει ότι το κακό
συνειδητοποιείται από τη στιγμή που θα υπάρξει η πρώτη άρνηση της ελευθερίας, η
πρώτη εκούσια υποταγή. Η πρώτη
συνειδητή εμπειρία του κακού και επομένως το μέτρο και το «όργανο» για τον
ορισμό του κακού, είναι η εκούσια απάρνηση του προσώπου για χάρη της ατομικής
φύσης, που είναι απρόσωπη και κοινή, η έκπτωση από το προνόμιο της ελευθερίας.
Και έτσι φτάνουμε στην πτώση των Πρωτοπλάστων.
Θα αναφερθώ
στη διήγηση της Γενέσεως, αφού
προηγήθηκε ο κ. Τερζάκης. Το δίλημμα των Πρωτοπλάστων είναι να γευτούν ή να μη
γευτούν από του ξύλου τού γιγνώσκειν
καλόν και πονηρόν. Η γνώση τού «πονηρού», σύμφωνα με ό,τι ως τώρα
αποδεχτήκαμε, θα σήμαινε την εμπειρία της υποταγής του προσώπου στη «φύση». Και
οι Πρωτόπλαστοι τολμούν την εμπειρία. Είναι μια απόλυτη προσωπική εκλογή και
όχι μια ενοχή με αντικειμενική αναφορά. Υπάρχει μια βασική αναφορά της απόφασης
των Πρωτοπλάστων, αλλά όχι σ’ έναν αντικειμενικό νόμο ή σε μιαν απαγόρευση που
συνιστά ενοχή. Η αναφορά είναι στην ευθύνη που ορίζεται από την αξιολογική
διαφορά του προσώπου έναντι του είδους, της ελευθερίας έναντι της υποταγής – κι
αυτή είναι μια αξιολόγηση πρωταρχικά εμπειρική.
Στην
περίπτωση των Πρωτοπλάστων, η αναφορά σ’ αυτή την ευθύνη προϋποθέτει μια
δεύτερη προσωπική αυτοσυνειδησία, αφού η ευθύνη μόνο αναφορικά μπορεί να
οριστεί. Υπήρχε η προειδοποίηση του Θεού: Η
δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε. Ο θάνατος δεν είναι
έξωθεν τιμωρία, αλλά φυσικός καρπός της ελεύθερης εκλογής. Και εδώ
αποκαλύπτεται ακριβώς ο διαλεκτικός χαρακτήρας της ελευθερίας. Ο Heidegger – ίσως και
ο Sartre – όρισε
την ελευθερία ως τον ίλιγγο μιας φυσικής αυτοσυνειδησίας μπροστά στο χάος της
ανυπαρξίας.
Αλλά αυτό
είναι ένα γεγονός «φυσικής» τάξης, που αφορά στο άτομο και στη βιολογική του αυτοάμυνα.
Η ελευθερία προϋποθέτει το ανθρώπινο πρόσωπο σε διάλογο, προϋποθέτει την ευθύνη
απέναντι σε μιαν άλλη ελεύθερη αυτοσυνειδησία. Η τελική «ανομοιότητα» και
μοναδικότητα του προσώπου αναφέρεται σ’ αυτόν ακριβώς το διαλεκτικό χαρακτήρα.
Η ατομικότητα είναι απλώς το τμήμα, το μέρος του όλου. Η προσωπικότητα είναι η
διαλεκτική αναφορά.
Αλλά ας
ξαναγυρίσουμε στους Πρωτόπλαστους και στην αποδοχή τού «θανάτου». Ποιος είναι ο
θάνατος; Έφαγον και διηνοίχθησαν οι
οφθαλμοί των δύο και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν. Και τι σημαίνει αυτό; Οι
Πρωτόπλαστοι ήταν γυμνοί και πριν από τη γεύση τού καρπού, αλλά τώρα διηνοίχθησαν αυτών οι οφθαλμοί. Πριν από
την πτώση η πραγματικότητα τού προσώπου είχε μια καθολική αναφορά σε όλο το
σώμα, ολόκληρο το σώμα ήταν έκφραση προσωπική,
μοναδική και ανεπανάληπτη. Γι’ αυτό και δεν υπήρχε γυμνότητα πριν από την
πτώση.
Τώρα, το
πρόσωπο υποτάσσεται στη φύση και το σώμα εμφανίζεται ως «είδος». Έρραψαν λοιπόν φύλλα και εποίησαν εαυτοίς
περιζώματα. Είναι το πρώτο προσωπείο, η πρώτη απελπισμένη προσπάθεια να
περισωθεί κάτι, ένα υπόλειμμα από την καθολική πραγματικότητα του προσώπου. Και
για να μιλήσω τη γλώσσα του κ. Τερζάκη: η γυμνότητα είναι το ψυχρό και απρόσωπο
βλέμμα του γερακιού, η θέληση της φύσης, άρα η ηθική της.
Μετά την
πτώση η θέληση θα χωριστεί από το πρόσωπο, θα εκφράζει τη φύση, θα
αντιστρατεύεται την ελευθερία. Ο άνθρωπος θα σέρνει πάντα την καταδίκη αυτού
του διχασμού. Βλέπω δε έτερον νόμον, εν
τοις μέλεσί μου, αντιστρατευόμενον τω νόμω τού νοός μου …ό γαρ κατεργάζομαι ου
γιγνώσκω˙ ου γαρ ό θέλω τούτο πράσσω, αλλ’ ό μισώ τούτο ποιώ. Μόνο σε
κορυφαίες στιγμές υπέρβασης τού ατόμου, σε στιγμές αγάπης και αληθινού έρωτα, «η ψυχή θα σκεπάσει το
σώμα», κατά τη ρήση τού Nietzsche, ολόκληρο το
σώμα θα αποκατασταθεί στην πραγματικότητα τού προσώπου – αλλά μόνο για να γίνει
πιο συνειδητή η απολεσθείσα ακεραιότητα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ «Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΚΑΡΟΣ», ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 2010
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Ο Χρήστος Γιανναράς είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας
και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 1935. Σπούδασε θεολογία
στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και το Παρίσι.
Βιβλία: Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου