Η δημόσια και η ιερή πορνεία οργίαζαν
στην αρχαιότητα. Οι εφτά Μεγάλοι Μύστες εξεγείρονταν για την εξάπλωσή της.
Στηλίτευαν με πύρινα λόγια το παζάρι της σάρκας στους ναούς και τα χαμαιτυπεία.
Οι Άγιες Γραφές καταδίκαζαν γενικά την πορνεία είτε αυτή ήταν ιερή είτε
δημόσια. Ορισμένες όμως θρησκείες ή θρησκευτικές δοξασίες ανέχονταν την πορνεία
με … προϋποθέσεις.
Ο
Μωυσής είχε υπόψη του πολλά κρούσματα ιερής πορνείας ανάμεσα στον «περιούσιο
λαό» του Γιαχβέ. Γνώριζε ότι οι «ιερόδουλες» (πόρνες των ναών) πλήθαιναν στους
Αμοραίους, Χαναναίους, Μωαβίτες, Φοίνικες κ.ά. Μ’ όλους αυτούς τους λαούς οι
Εβραίοι είχαν στενές σχέσεις και ο Μωυσής φοβόταν παραπέρα εξάπλωση της ιερής
πορνείας. Γράφει στη Βίβλο:...
«Διότι δεν θέλεις
προσκυνήσει άλλον Θεόν· επειδή ο Κύριος, του οποίου το όνομα είναι Ζηλότυπος,
είναι Θεός ζηλότυπος· μήποτε κάμης συνθήκην μετά των κατοίκων της Γης, και όταν
πορνεύσωσι κατόπιν των Θεών αυτών, και θυσιάσωσι προς τους Θεούς αυτών, σε
προσκαλέση τις, και φάγης από της θυσίας αυτού· και μήποτε λάβης εκ των
θυγατέρων αυτού εις τους υιούς σου, και όταν οι θυγατέρες αυτού πορνεύσωσι
κατόπιν των Θεών αυτών, κάμωσι τους υιούς σου να πορνεύσωσι κατόπιν των Θεών
αυτών» (Έξοδος, κεφ. λδ΄, εδάφια 14 – 16, σελ. 92).
Ο
Γιαχβέ είχε θυμώσει, γιατί όπως φαίνεται, η ιερή πορνεία ανάμεσα στον
«περιούσιο λαό του» εξελισσόταν επικίνδυνα. Κατά τη Βίβλο ο Γιαχβέ διατάζει το
Μωυσή να τιμωρεί σκληρά τους παραβάτες:
«Και είπε Κύριος προς τον
Μωυσή, Λάβε πάντας τους αρχηγούς του λαού, και κρέμασον αυτούς ενώπιον του
Κυρίου κατέναντι του ηλίου· διά να σηκωθή από του Ισραήλ η φλογερά οργή του
Κυρίου. Και είπεν ο Μωυσής προς τους κριτάς του Ισραήλ, Φονεύσατε έκαστος τους
ανθρώπους αυτού, τους όσοι προσεκολλήθησαν εις τον Βέελ – Φεγώρ» (Αριθμοί, κεφ.
κε΄, εδάφια 4 – 5, σελ. 164).
Το
κακό με την ιερή πορνεία φαίνεται ότι έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις. Ο Γιαχβέ
ήταν οργισμένος, όπως εξιστορεί τα γεγονότα η Παλαιά Διαθήκη. Στο Μωυσή έδινε
νέα αυστηρά προστάγματα κατά τη Βίβλο:
«Και είπε Κύριος προς τον
Μωυσή, Ιδού, συ θέλεις κοιμηθή μετά των πατέρων σου· και σηκωθείς ο λαός ούτος
θέλει πορνεύσει κατόπιν ξένων Θεών της γης, εις την οποίαν αυτός εισέρχεται,
και θέλει με εγκαταλείψει, και παραβή την διαθήκη μου, την οποίαν έκαμον προς
αυτούς» (Δευτερονόμιο, κεφ. λα΄, εδάφιο 16, σελ. 211 – 212).
Η
ιερή πορνεία, κατά την Αγία Γραφή, είχε διαποτίσει τον εβραϊκό λαό, η πίστη στο
Γιαχβέ κλονιζόταν, ο Μωυσής πετούσε αστραπές και βροντές από οργή, πελέκαγε
τους παραβάτες. Η Βίβλος αναφέρει:
«Πλην ουδέ εις τους κριτάς
αυτών υπήκουσαν, αλλ’ επόρνευσαν κατόπιν άλλων Θεών, και προσεκύνησαν αυτούς·
εξέκλιναν ταχέως από της οδού, εις την οποίαν περιεπάτησαν οι πατέρες αυτών
υπακούοντες εις τας εντολάς του Κυρίου· δεν έκαμον ούτω» (Κριτές, κεφ. β΄,
εδάφιο 17, σελ. 246).
Με
φλογερά λόγια καυτηρίασαν την ιερή πορνεία οι Προφήτες του Γιαχβέ, όπως ο
Ιερεμίας (κεφ. μδ΄, εδάφια 1 – 13, σελ. 856), Ιεζεκιήλ (κεφ. κ΄ και κγ΄,
σελίδες 902 και 906 – 907) κ.ά. Ο Ιερεμίας, όταν χιλιάδες άντρες και γυναίκες
σέρνονταν στην αιχμαλωσία και στη δουλεία της Βαβυλώνας (586 π.Χ.), μετά την
κατάρρευση του «Κράτους του Ιούδα», συμβούλευε τις Εβραιοπούλες να μην γίνουν
ιερόδουλες και να μην αλλαξοπιστήσουν. Ανάλογη ήταν και η θέση του Ιεζεκιήλ,
που συνιστούσε στις Ιουδαίες να μην εκπορνεύονται στους ναούς, όπως γινόταν με τις
γυναίκες στη Βαβυλώνα. Είχε πει ακόμα ότι πολλές Εβραιοπούλες είχαν μάθει στην
αρχαία Αίγυπτο την ιερή πορνεία και την ασκούσαν «εν μέσω του οίκου», δηλαδή
μέσα στους ναούς του Γιαχβέ. Οι Χαναναίοι (ζούσαν στα εδάφη της Παλαιστίνης,
της Συρίας και της Φοινίκης) είχαν επηρεάσει σοβαρά τις γυναίκες του Ισραήλ
στην ιεροδουλία με τις πορνικές οργιαστικές λατρείες τους στη θεά Αστάρτη. Η
Βίβλος κάνει λόγο και για μια εντολή του Γιαχβέ προς τον Προφήτη Ωσηέ, να
παντρευόταν την πόρνη Γόμερ. Αναφέρει σχετικά:
«Και είπε Κύριος προς τον
Ωσηέ, Ύπαγε, λάβε σεαυτόν γυναίκα πορνείας· διότι η γη καταπόρνευσε, εκκλίνασα
από όπισθεν του Κυρίου. Και επήγε (ο Ωσηέ) και έλαβε την Γόμερ, θυγατέρα του
Δεβηλαΐμ· και συνέλαβε, και εγέννησεν εις αυτόν υιόν» (Ωσηέ, κεφ. α΄, εδάφια 2
– 3, σελ. 954).
Ο
Προφήτης Μιχαίας καυτηρίαζε κι αυτός με τη σειρά του την ιεροδουλία και γενικά
την πορνεία. Είχε αποκαλύψει ότι όλα τα γλυπτά του ναού της Σαμάρειας της
Ιουδαίας, είχαν αγοραστεί από τα «έσοδα της πορνείας». Οι Αμοραίοι, που ζούσαν κοντά
στους Εβραίους, είχαν υιοθετήσει κι αυτοί στη χώρα τους την ιερή πορνεία.
Σύμφωνα με μια μαρτυρία από τις διαθήκες των δώδεκα πατριαρχών – υιών του
Ιακώβ, εγγονού του Αβραάμ, η ιεροδουλία είχε κατακτήσει και τις γυναίκες των
Αμοραίων. Όσες απ’ αυτές επρόκειτο να παντρευτούν, προηγούμενα έπρεπε να γίνουν
πόρνες επί εφτά μέρες στην πύλη της πόλης τους. Την ιεροδουλία ασκούσαν και οι
Μωαβίτισσες, που ζούσαν σε εδάφη της Παλαιστίνης, κατά τη λατρεία του Θεού Βαάλ
– Πεώρ. Ο Γιαχβέ αξίωνε οι κόρες των ιερέων του Ισραήλ να μην ανακατεύονται σε
πορνικές παρεκτροπές. Πάνω σ’ αυτό η Βίβλος γράφει:
«Και θυγάτηρ ιερέως τινός
εάν βεβηλωθή διά πορνείας, τον πατέρα αυτής βεβηλώνει· εν πυρί θέλει κατακαυθή»
(Λευιτικό, κεφ. κα΄, εδάφιο 9, σελ. 124).
Οι
δρόμοι της Ιουδαίας στην αρχαιότητα ήταν γεμάτοι από αμαρτωλές, που είχαν
φτάσει εκεί από τη Συρία, και τη Μωάβα. Ζούσαν σε καλύβες ή σκηνές. Στην
Ιουδαία υπήρχαν, επίσης, και «ιερά πορνεία» και προφήτες διονυσιακού χαρακτήρα.
Οι ιερόδουλες και οι γυναίκες μαστροποί, φορούσαν ιδιαίτερα ρούχα για να
ξεχωρίζουν. Ο Ανδρέας Λεντάκης, επικαλούμενος τις απόψεις του Π. Λεκατσά, για
τις ιερόδουλες γράφει ανάμεσα στα άλλα και τα ακόλουθα:
«Η ιερή πορνεία έχει την
αρχή της από τη μια στο φόβο της παρθενίας και της διακόρευσης, γι’ αυτό και
ανατίθεται σε ξένους ή ιερά πρόσωπα και από την άλλη στην άγνοια του ρόλου του
άντρα στην αναπαραγωγική λειτουργία, οπότε θεωρείται ότι η εγκυμοσύνη προήλθε
από κάποιο γονιμικό στοιχείο, από κάποιο δαίμονα ή Θεό που μέσα στο ομαδικό
σμίξιμο τη γονίμεξε. Είναι ένας υποχρεωτικός γάμος της γυναίκας για να πετύχει
τη συνεύρεση με το Θεό. Η ιερή πορνεία είναι μια μορφή του Ιερού Γάμου, που η
επίσημη ιερουργική του μορφή είναι η ένωση της ιέρειας, που ενσαρκώνει τη
Μεγάλη Θεά, με το βασιλιά ή ιέρεια που ενσαρκώνει το θεϊκό σύντροφό της» («Μεγάλη
Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος 14, σελ. 239).
Επισημαίνει
ο ίδιος λίγο πιο κάτω ότι οι «ιερόδουλες ασκούν το έργο τους εξ ονόματος όλων
των γυναικών και για τη γονιμότητα της φυλής». Αργότερα, όπως τονίζει ο Λεντάκης,
«η ιεροδουλία σπάζει και εξελίσσεται στην πορνεία».
Οι
πόρνες, ωστόσο, στην αρχαία Ιουδαία είχαν κάνει «στέκι» τους και το Ναό του
Σολομώντα επί Μακκαβαίων. Ο αρχηγός των Μωαβιτών Βαλάκ, για να παραπλανήσει
τους Εβραίους που του είχαν κηρύξει τον πόλεμο, πέταξε στους εχθρούς του όλες
τις παρθένες κόρες της χώρας του, εξιστορεί η Βίβλος. Οι Ισραηλινοί πολεμιστές,
που είχε «μαυρίσει» το μάτι τους για γυναίκα, παράτησαν τη μάχη και τα όπλα και
ρίχτηκαν με σεξουαλική βουλιμία στις παρθένες κοπέλες. Η … «μάχη» που
επακολούθησε ήταν ερωτική. Και φυσικά, ο Βαλάκ δεν έχασε τον πόλεμο και κανένας
από τους ανθρώπους του δεν σκοτώθηκε από την εβραϊκή ρομφαία. Μακάριζε τον
Βαλαάμ, ένα γόη που παρίστανε τον Προφήτη, γιατί αυτός του είχε υποδείξει αυτό
το κόλπο για να σωνόταν από το λεπίδι των Ισραηλινών. Η συμβουλή αυτή στην Αγία
Γραφή, έχει αποκληθεί «διαφθορά κατά τη διδασκαλία Βαλαάμ». Η ιερή και η
δημόσια πορνεία στον «περιούσιο λαό» του Γιαχβέ γέμιζε με ικανοποίηση τον
Ασμοναίο, το δαίμονα της φιληδονίας του εβραϊκού πάνθεου των διαβόλων.
Στην
Ινδία, η ιερή πορνεία αποθεωνόταν στους ναούς των Βραχμάνων, την οποία ο Βούδας
αποστρεφόταν κι απόρριπτε. Νεαρές παρθένες από πλούσιες οικογένειες
αφιερώνονταν στους ναούς και εκεί εκπορνεύονταν. Τις ονόμαζαν «ντεβαντάζι»,
ήταν ιερόδουλες και τις εισπράξεις τις άφηναν στους Βραχμάνους ιερείς.
Ευδοκιμούσε τότε και η δημόσια πορνεία, πράγμα που στεναχωρούσε ιδιαίτερα το
Βούδα. Οι μαθητές του κάποια φορά του παραπονέθηκαν, όταν ο «Φωτισμένος» αποδέχθηκε
κι έφαγαν στο σπίτι μιας πλούσιας πόρνης. Ο Βούδας τους κατσάδιασε και
υπεραμύνθηκε για το τραπέζωμα της αμαρτωλής.
Ο
Κομφούκιος θλιβόταν για την εξάπλωση της ιερής και κοινής πορνείας στην πατρίδα
του. Με τα διάφορα υπουργικά αξιώματα που είχε λάβει, προσπάθησε να περιορίσει
την εκπόρνευση των κοριτσιών, αλλά η ροπή προς την πορνεία ήταν πιο ισχυρή απ’
αυτόν. Ένας Κινέζος πρωθυπουργός, ο Κουάνγκ Τσουνγκ (683 – 640 π.Χ.), είχε
ιδρύσει το πρώτο μοντέρνο πορνείο, στο οποίο ξεζουμίζονταν οι ξένοι. Εκεί οι
Κινέζοι μαστροποί και πόρνες μάδαγαν στην κυριολεξία τους ξένους επισκέπτες,
που είχαν φτάσει στην Κίνα για εμπόριο και συμμετοχή τους στην εκτέλεση έργων.
Ο
Ιησούς καταφέρθηκε έντονα εναντίον της πορνείας στην Ιουδαία. Ήταν, όμως, ο
ίδιος που δέχθηκε με αληθινή αγαλλίαση κι ευγνωμοσύνη την πόρνη να τον λούζει
από την κορφή μέχρι τα νύχια με το πανάκριβο μύρο της. Κι όταν τον παρατήρησαν
οι μαθητές του ότι γινόταν άσκοπη σπατάλη, ο Ραββί τους επέπληξε για τη
μικροψυχία τους. Ο Ιησούς πήρε υπό την προστασία του μια άλλη πόρνη, η οποία
είχε κουρνιάσει σα φοβισμένο ελάφι στα πόδια του, κυνηγημένη από εξαγριωμένους
Εβραίους, οι οποίοι ήθελαν να την σκοτώσουν διά λιθοβολισμού. Την προστάτεψε
και την έσωσε. Και τις δυο αμαρτωλές ο Μεγάλος Μύστης τις συγχώρεσε. Ο Παύλος
χτύπησε αλύπητα την πορνεία. Στις Επιστολές του συνιστούσε στους Χριστιανούς
Εβραίους της διασποράς (Κόρινθο, Ρώμη, Έφεσο κ.λ.π.) να μην πέφτουν θύματα
πορνείας και τους υπενθύμιζε τις σκληρές συνέπειες. Ανάλογη στάση κράτησαν και
οι άλλοι μαθητές κι Απόστολοι του Ιησού κατά της πορνείας.
«Αργότερα με τον
Χριστιανισμό, η πορνεία θεωρήθηκε αναγκαίο κακό, αλλά υποβλήθηκε σε μεγάλους
περιορισμούς. Με τη διδασκαλία του Χριστού δόθηκε άφεση αμαρτιών στη μετανοούσα
πόρνη» («Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος 28, σελ. 394).
Ο
Μωάμεθ στα θυελλώδη κηρύγματά του και στο Κοράνιο κατακεραύνωνε τους πόρνους
και τις πόρνες, απέρριπτε με αηδία την πορνεία. Ο Ισλαμισμός αρχικά τιμωρούσε
την πορνεία με θάνατο. Αργότερα όμως, η τιμωρία αυτή περιορίσθηκε σε τριάντα
μαστιγώσεις.
Η
ιερή και η δημόσια πορνεία, φυσικά, δεν ήταν «προνόμιο» στην αρχαιότητα των
χωρών όπου έζησαν και έδρασαν οι εφτά Μεγάλοι Μύστες. Κάθε άλλο. Οι γειτονικοί
τους λαοί είχαν υιοθετήσει κι αυτοί όλα τα είδη εκπόρνευσης. Ο Ηρόδοτος έχει
γράψει ότι όλες οι γυναίκες της Βαβυλώνας έπρεπε να μείνουν στο ιερό της
Αφροδίτης και να έσμιγαν μ’ έναν ξένο άντρα. Οι πλούσιες ιερόδουλες πήγαιναν
στο ναό με σκεπασμένα αμάξια και με ακολουθία. Οι άλλες, δηλαδή οι φτωχές,
κάθονταν στο τέμενος (ιερός χώρος) μ’ ένα σχοινένιο στεφάνι στο κεφάλι, που
συμβόλιζε τον παρθενικό υμένα (παρθενοφθορά). Δεν έφευγε καμιά από το «στέκι»
της αν προηγούμενα δεν είχε σεξουαλική επαφή με ξένο άντρα. Τα λεφτά οι
ιερόδουλες τα άφηναν στο ναό, γιατί τα θεωρούσαν «ιερά». Επέστρεφαν στο σπίτι
τους και, αφού είχαν εκπληρώσει τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις σαν
ιερόδουλες, μπορούσαν στη συνέχεια να καλοπαντρευτούν. Δίπλα στους ναούς ήταν
ειδικά χτίσματα για τις «ιέρειες – πόρνες», που ονομάζονταν «σπίτια της Νύφης».
Το βαβυλωνιακό έπος Γιλγαμές χωρίζει σε τρεις κατηγορίες τις ιερόδουλες: στις
«κλεισμένες» ή «αφιερωμένες», στις «κόρες της χαράς» και στις πόρνες.
«Εις τους ναούς – Βαβυλωνίας
και Ασσυρίας – συνεκεντρώθη πλήθος ιερέων διαφόρων βαθμών, ειδικών δε διά
διαφόρους λειτουργίας, ιέρειαι, ευνούχοι, θύται, μάντεις, μάγοι, εξορκισταί,
μουσικοί, αοιδοί, ιερόδουλοι, πόρναι, παιδερασταί και κίναιδοι, προφήται και
προφήτιδες. Δέον βεβαίως διά την πορνείαν να παρατηρηθή, ότι είχεν ιερόν
χαρακτήρα. Οι ιερείς έφερον κατά κανόνα ειδικήν στολήν, παρίσταντο δε κατά τας
θρησκευτικάς τελετάς με εξυρισμένην την κεφαλήν. Εκτός των θρησκευτικών τελετών
έφερον περούκαν και πρόσθετον γένειον, εις την αρχαιοτέραν δε εποχήν ήσαν
τελείως γυμνοί· διά να μη λειτουργούντες γίνωνται και αι τρίχες των και τα
ενδύματα, τα οποία έφερον, ιερά. Αυτά είχον μολυνθή, είχον γίνει ρυπαρά από τας
αμαρτίας. Δεν επετρέπετο δε και να φέρουν οι ιερείς ιερουργούντες προ της
Θεότητος ενδύματα κατασκευασμένα από υλικά, μαλλί ή λινόν, το οποίον θα
απήρεσκεν εις τον Θεόν» («Αι Θρησκείαι», του Αλ. Παρασκευόπουλου, σελίδες 105 –
106).
Στη
Βαβυλώνα η Ιστάρ ήταν η Θεά του Έρωτα και των Ιεροδούλων, της «Μητέρας του
Πολέμου», κ.λ.π. Οι Βαβυλώνιοι συνήθιζαν να την αποκαλούν «Συμπαθή Εταίρα». Οι
πιστοί απευθύνονταν σ’ αυτή με τις λέξεις «Παρθένος» ή «Ιερά Παρθένος», ή
«Μητέρα Παρθένος». Οι φτωχοί γονείς στη Βαβυλώνα έσπρωχναν οι ίδιοι τις κόρες
τους στην πορνεία για τα λεφτά. Για την ιερή πορνεία στη αρχαία Βαβυλώνα ο
Γερμανός φιλόσοφος Γ. Χέγκελ γράφει:
«Τα κορίτσια που φτάνανε σε
ηλικία γάμου τα βγάζανε σε δημοπρασία και το μεγάλο τίμημα, που προσφερόταν για
τα ωραία, προοριζόταν για την προίκα της άσχημης. Πράγμα που δεν εμπόδιζε κάθε
γυναίκα μια φορά στη ζωή της να εκπορνεύεται στο ναό της Μύλιττας (Σημ: Έτσι
ονόμαζαν οι Ασσύριοι την Αφροδίτη). Είναι δύσκολο να ξεμπλέξει κανείς πως
μπορούσε αυτό (η ιερή πορνεία) να συνδέεται με τις θρησκευτικές ιδέες» («Φιλοσοφία
της Ιστορίας, σελίδες 109 – 110).
Η ιερόδουλη
παρθένα, κόρη από εύπορη οικογένεια, περίμενε ξαπλωμένη σ’ ένα πουπουλένιο
κρεβάτι του ναού των Θηβών της αρχαίας Αιγύπτου, το Θεό Άμμωνα Άπι (ή Αμένωφι),
με τον οποίο θα είχε σεξουαλική συνομιλία. Οι αρχαίοι Έλληνες, τις ιερόδουλες
τις ονόμαζαν «παλλάδες» οι οποίες «παλλακεύονταν», δηλαδή εκπορνεύονταν. Ο
Διόδωρος τις αποκαλούσε παλλακίδες του Δία. Ο Στράβων έχει γράψει ότι η
εκπόρνευση αυτών των παρθένων κοριτσιών γινόταν μέχρι την πρώτη εμμηνοροή
(«περίοδο»). Μετά έφευγαν από το ναό και παντρεύονταν. Τη θέση τους στο κρεβάτι
του Θεού Άμμωνα Άπι έπαιρναν άλλες παρθένες κοπέλες, οι οποίες επιθυμούσαν να
γίνουν ιερόδουλες. Μία πόρνη στην Αίγυπτο με τις «οικονομίες» της κατασκεύασε
μια πυραμίδα στην εποχή των Πτολεμαίων.
Η
ιεροδουλία δεν υστερούσε στην Ασσυρία, στη Φοινίκη και στη Νουμιδία. Πλούσιοι
γονείς παραχωρούσαν τις παρθένες κόρες τους στο ναό της θεάς Τανίτ (Αστάρτης)
της Καρχηδόνας για να έσμιγαν εκεί με ξένους άντρες. Οι αριστοκράτες της
αρχαίας Αρμενίας, όπως διηγείται ο Στράβων, αφιέρωναν τις παρθένες θυγατέρες
τους στο ναό της Αναΐτιδας για να εκπορνευτούν. Οι νεαρές ιερόδουλες αντάλλαζαν
δώρα με τους εφήμερους εραστές τους, κατά το έθιμο. Στη Λυδία οι παρθένες
κοπέλες εκπορνεύονταν στους ναούς και με τις «εισπράξεις» έφτιαχναν την προίκα
τους για να παντρευτούν, έχει γράψει ο Ηρόδοτος. Στην Καππαδοκία, όταν έβγαινε
στην πόλη κάθε εξάμηνο η θεά Μα, οι άντρες πήγαιναν στο ναό της, όπου υπήρχαν
ιερόδουλες και ερωτεύονταν. Στα Ζήλα, στο λόφο της Σεμίραμης, υπήρχε ιερό της
θεάς Αναΐτιδας με πολλές ιερόδουλες. Στην Άβυδο (Τρωάδα) υπήρχε ιερό της «Αφροδίτης
Πόρνης» με ιερόδουλες, ενώ η ιερή πορνεία ευδοκιμούσε και στην Έφεσο την εποχή
εκείνη.
Σε
συνδυασμό με τη λατρεία της Θεάς Αφροδίτης στα λιμάνια της Κορίνθου, της Κύπρου
και πόλεων της Μικράς Ασίας, οι παρθένες κοπέλες πρόσφεραν στους ξένους την
παρθενιά τους και τα λεφτά της ιερής πορνείας τα κατέθεταν στα ταμεία των ναών.
Έτσι γίνονταν «υπηρέτριες» της Θεάς δηλαδή πόρνες. Αποκτούσαν «θρησκευτική
αγνότητα» με την κάθαρση και την τήρηση των κανονισμών του ιερού. Το φημισμένο
ιερό της Αφροδίτης Ερυκίνης ήταν γεμάτο πόρνες, έχει γράψει ο Στράβων. Ο ίδιος
έχει αναφέρει ακόμη ότι το ιερό της Αφροδίτης στην Κόρινθο είχε πάνω από χίλιες
πόρνες, ενώ υπήρχε ειδική γιορτή που λεγόταν «Αφροδίσια». Η Πάνδημη Αφροδίτη
του σαρκικού έρωτα και του εταιρικού, λατρευόταν στην αρχαία Αθήνα. Ο Πλάτων έλεγε
ότι η Ουράνια Αφροδίτη ήταν η Θεά του Ψυχικού έρωτα. Στην πολιορκία της Τροίας
από τους Έλληνες ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνων είχε κοντά του για ερωτική σύντροφο
την εταίρα Χρυσηίδα και ο Αχιλλέας τη Βρισηίδα.
Ο
Σόλων είχε ιδρύσει στην αρχαία Αθήνα το πρώτο πορνείο, γιατί ήθελε να καθαρίσει
τους δρόμους από τις πόρνες. Ο Νίκανδρος ο Κολοφώνιος έχει γράψει ότι ο Σόλων
έφτιαξε ιερό με τα λεφτά των εταίρων, που εκπορνεύονταν στα χαμαιτυπεία. Οι
«ελεύθερες» γυναίκες ονομάζονταν λαϊκάτριες, πόρνες, παλλακίδες, αυλητρίδες,
ορχηστρίδες, κιθαρίστριες, εταίρες, οι οποίες εκπορνεύονταν. Πολλοί αποδίδουν
στον Αθηναίο ρήτορα Δημοσθένη την άποψη ότι: «τις εταίρες τις έχουμε για το
θέλγητρο και την ηδονή, τις παλλακίδες για τις καθημερινές μας σεξουαλικές
ανάγκες και τις νόμιμες συζύγους μας για να γεννούν γνήσια παιδιά και να είναι
φύλακες πιστοί του νοικοκυριού μας». Ο αρχηγός των αρχαίων Αθηνών Θεμιστοκλής,
ήταν γιος της Αβροτόνου, η οποία είχε ασκήσει το επάγγελμα της πόρνης.
«Μελίσσι» ήταν οι άντρες που σύχναζαν στα σπίτια –
ανάκτορα των εταίρων στην αρχαία Αθήνα ή και σ’ άλλες ελληνικές πόλεις της
εποχής εκείνης. Η Ασπασία της Μιλήτου, που τη σπίτωσε ο Περικλής, ο κορυφαίος
πολιτικός και στρατηγός των Αθηναίων, ο οποίος ήταν παντρεμένος και είχε δυο
παιδιά, δεχόταν καθημερινά την αφρόκρεμα της διανόησης και του πλούτου της
πόλης. Σύχναζαν στα σαλόνια της οι: Περικλής, Σωκράτης, Ικτίνος, Φειδίας,
Καλλικράτης, Αναξαγόρας, Πρωταγόρας, Ζήνων, Ευριπίδης, Σοφοκλής, Πλάτων,
Ξενοφών, Μνησικλής κ.ά. Η Ασπασία διακρινόταν για την ευγλωττία της, την ευφυΐα
της και την ευρυμάθειά της. Δίδαξε στον Περικλή τη ρητορική τέχνη και του
ενέπνευσε τον Επιτάφιο, όπως λένε οι ιστορικοί. Στο Σωκράτη η Ασπασία δίδαξε τη
θεωρία «περί έρωτα». Στη δίκη της, που την είχαν κατηγορήσει για ασέβεια προς
τους Θεούς, ο Περικλής την υπερασπίσθηκε με δάκρυα στα μάτια και πέτυχε να την
αθωώσει.
Ονομαστές
ήταν οι τρεις Λαΐδες, η Φρύνη και η Θεοδότη, την οποία προτιμούσε ο Σωκράτης
κ.ά. Η μία Λαΐδα ήταν από την αρχαία Κόρινθο, την έλεγαν Αξίνη, είχε σχέσεις με
τους φιλοσόφους Διογένη, Κυρηναίο και Αρίστιππο και ήθελε να παντρευτεί τον
Ευβώτα, δρομέα – Ολυμπιονίκη το 408 – 407 π.Χ. Αυτή η Λαΐδα πέθανε από ασφυξία,
όταν σκάλωσε στο λαρύγγι της ένα κουκούτσι ελιάς. Η Λαΐδα καταγόταν από τα
Ύκκαρα και ονομαζόταν «Δασαμάνδρα» γιατί μάδαγε τους άνδρες. Ακολούθησε τον
εραστή της Ιππόλογο ή Ιππόστρατο στην πατρίδα του τη Θεσσαλία. Οι Θεσσαλές
όμως, φοβήθηκαν μην ξελογιαστούν μαζί της οι άνδρες τους και σαν παρανοϊκές
χίμηξαν να την κατασπαράξουν. Την σκότωσαν με τα σκαμνιά τους μέσα στο ιερό της
Αφροδίτης, κοντά στον Πηνειό ποταμό. Για την τρίτη Λαΐδα λέγεται ότι ήταν
γνώριμη του επιφανούς ρήτορα της Αθήνας Δημοσθένη. Η Φρύνη, που λεγόταν
Μνησαρέτη, από τις Θεσπιές της Βοιωτίας, είχε δεσμό με τον Πραξιτέλη και τον
Απελλή. Ο Πραξιτέλης με μοντέλο τη Φρύνη σμίλεψε δυο αγάλματα. Ένα από
πεντελίσιο μάρμαρο, που το έστησαν στις Θεσπιές κι ένα άλλο από χρυσό, που το
τοποθέτησαν στους Δελφούς. Ο Πραξιτέλης έφτιαξε την Αφροδίτη της Κω και της
Κνίδου. Ο Απελλής ζωγράφισε τη Φρύνη γυμνή, καθώς έβγαινε από τη θάλασσα της
Ελευσίνας. Τον πίνακά του τον ονόμασε «Αναδυομένη Αφροδίτη». Επειδή κάποια φορά
η Φρύνη αρνήθηκε τον έρωτα του ρήτορα Ευθία, αυτός την κατηγόρησε για ασέβεια
προς τα θεία. Στο δικαστήριο την ωραία εταίρα υπερασπίσθηκε ο δεινός ρήτορας
Υπερείδης, ο οποίος συντηρούσε τις εταίρες του Αρισταγόρα, Φίλα και Μυρρίνα.
Βλέποντας ο Υπερείδης ότι κάπου χανόταν η δίκη, ξέσχισε ξαφνικά τα φορέματα της
εταίρας και την ξεγύμνωσε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των πεντακοσίων δικαστών
Ηλιαστών. Η πλαστικότητα του θεσπέσιου κορμιού της τους θάμπωσε και την
αθώωσαν.
Τα
δημόσια πορνεία στην αρχαία Αθήνα τα επόπτευαν αστυνόμοι – αγρονόμοι, οι οποίοι
καθόριζαν και το «πορνικό τέλος». Δηλαδή τα λεφτά που έπρεπε να πληρώνει κάθε
πόρνη για κάθε πελάτη της. Στα δημόσια πορνεία οι αμαρτωλές ήταν ελαφρά
ντυμένες ή γυμνόστηθες. Στα ιδιωτικά οι πόρνες φορούσαν διάφανα φορέματα. Οι
γυναίκες αυτών των πορνείων βρίσκονταν σε κατάσταση δουλείας και μπορούσε
όποιος ήθελε να τις αγοράσει. Πολλοί Αθηναίοι στην αρχαιότητα συνήθιζαν να
έχουν και μόνιμες πόρνες για τους έρωτές τους.
Στην
αρχαία Ρώμη πολλές γυναίκες γίνονταν αμαρτωλές με την συναίνεση των αντρών
τους. Φορούσαν χαρακτηριστικά ρούχα, δηλαδή ένα κοντό χιτώνα και μανδύα
βαθύχρωμο. Τότε η Ρώμη είχε σαράντα πέντε δημόσια πορνεία, κοντά στον Ιππόδρομο
τα περισσότερα, στα αμφιθέατρα, στις θέρμες, σε δρόμους, σε πανδοχεία, σε
οινοπωλεία, σε σπίτια. Στην Πομπηία υπήρχαν εφτά δημόσια πορνεία, στα οποία οι
πελάτες προπλήρωναν τη βίζιτα της αμαρτωλής. Η φημισμένη στην αρχαιότητα πόρνη,
Φλώρα, άφησε τεράστια περιουσία στο δημόσιο ταμείο με την αξίωση κάθε άνοιξη να
τελούνται αγώνες πάλης γυμνών αγοριών και κοριτσιών. Η Σύγκλητος της Ρώμης
αποδέχθηκε με ικανοποίηση την απαίτηση της πόρνης. Να σημειωθεί, πάντως, ότι οι
Συγκλητικοί απαγορευόταν να παντρευτούν πόρνες. Στη Σικελία, όπως έχει γράψει ο
Στράβων, υπήρχε ναός της Αφροδίτης στο λόφο Έρυκα (βουνό Σαν Τζουλιάνο), ο
οποίος ήταν γεμάτος με ιερόδουλες. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καλιγούλας, θέσπισε
οι πόρνες να πληρώνουν «πορνικό τέλος» το οποίο καταργήθηκε τον πέμπτο μ.Χ.
αιώνα. Ο Ιουστινιανός τιμωρούσε τις πόρνες με τριακόσιους ραβδισμούς ή με
εξορία. Ο Ιουλιανός προστάτευε τις πόρνες, αλλά καταδίκαζε σε θάνατο τους
μαστροπούς.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΛΙΒΕΛΑΚΗ «ΕΡΩΤΕΣ ΑΓΙΩΝ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, Β΄
ΕΚΔΟΣΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΙΒΕΛΑΚΗΣ
Ο Δημήτρης Χολιβελάκης είναι δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Είναι μέλος
της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ), της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας
Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ) και της International Federation of Journalists.
Διετέλεσε και μέλος του προεδρείου της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.Δημοσιογραφεί απ' το 1956. Εργάστηκε για χρόνια στις αθηναϊκές εφημερίδες "Ακρόπολις", "Απογευματινή", "Η Βραδυνή", "Εξόρμηση", "Η Αυγή", "Ριζοσπάστης" κ.ά. Εργάστηκε στην "Τηλεόραση 902", στον "902 Αριστερά στα FM" και στο τηλεοπτικό "Κανάλι 54-Τηλεφώς". Διετέλεσε καθηγητής δημοσιογραφίας και σύμβουλος σε θέματα Τύπου σε Υπουργεία και ΔΕΚΟ. Διετέλεσε μέλος διοικητικών οργάνων της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου και της ΕΣΗΕΑ.
Από το 1973 άρχισε να δημοσιεύει διηγήματά του και νουβέλες σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 1986 από τις εκδόσεις "Ιδεολογία" κυκλοφόρησε το βιβλίο του "Έρωτες Αγίων-Η σεξουαλική ζωή των Αβραάμ, Μωυσή, Ιησού, Παύλου, Μωάμεθ, Βούδα, Κομφούκιου κ.ά." σε δύο εκδόσεις, το 2003 κυκλοφόρησε σε 3η έκδοση κατάλληλα εμπλουτισμένη και επίκειται 4η έκδοση. Το 1987 κυκλοφόρησε το βιβλίο του "Άγγελοι και Διάβολοι, με το ψευδώνυμο Δανιήλ Βαρνάβας" (εκδόσεις 'Ίω. Φλώρου"). Το 1992 εκδόθηκε το βιβλίο του "Η Εξομολόγηση ενός δημοσιογράφου" (από τον Μορφωτικό Πνευματικό Σύλλογο των Εργαζομένων στα Ελληνικά Ταχυδρομεία). Τον Οκτώβρη του 1999 κυκλοφόρησε το βιβλίο του "Αιρέσεις και δόγματα" σε λεξικογραφημένη μορφή, με 6.000 λήμματα και 4.000 τίτλους ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας (εκδ. "Ιω. Φλώρου").
Διετέλεσε διευθυντής σύνταξης κι αρθρογράφος στο περιοδικό "Επικοινωνία Λογοτεχνών", δημοσιογραφικό όργανο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Από τον Ιούλη του 2002 έως και σήμερα είναι επιφυλλιδογράφος στην αθηναϊκή ημερησία απογευματινή εφημερίδα, στο ανά Σάββατο ένθετο "Φιλολογική Βραδυνή" με τίτλο "Πνευματικές Τομές".
Για το λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό του έργο ο Δημήτρης Χαλιβελάκης τιμήθηκε και βραβεύθηκε:
Στις 12-12-2000 στο ξενοδοχείο "Χίλτον", το "Κοινωφελές Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασ. Μπότση", τον βράβευσε, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλου, "για το πολύχρονο δημοσιογραφικό του έργο και τη συμβολή του στη δημοσιογραφική εκπαίδευση".
Στις 29 Νοέμβρη 2001 το διήγημά του "Τα περάσματα..." απέσπασε το 1ο Βραβείο του 1ου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αντιστασιακών οργανώσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου