Το μέγα
πρόβλημα του συνειδητού ανθρώπου είναι να κατανικήσει την φθορά του, δηλαδή να
καθυποτάξει τον χρόνο και να πατήσει τον θάνατό του. Να γίνει αθάνατος.
Πρόκειται για επιθυμία υπέρβασης τής μοίρας του, αφού αθάνατος στον κόσμο αυτό
– άφθαρτος και αθάνατος, όπως ήρθε κι όπως είναι, δεν επιτρέπει ο αδέκαστος
νόμος τής ζωής να μείνει. Σε κάποια στιγμή τής ζωής του, ριγμένος έξω από την
υπομονή του μυστηρίου τής ύπαρξης, πράττει τον θάνατό του ο άνθρωπος, καθώς ο
άνεμος τής απελπισίας τον σέρνει προς το σπαραχτικό σύνορο όπου ο χρόνος
εκπνέει...
Όμως σε ώρες
νηφαλιότητας τής συνείδησης, όταν όλη ή ύπαρξη έχει συγκεντρώσει όλες τις
δυνάμεις σώματος και ψυχής εκεί, μέσα στο θεσπέσιο γεγονός τού υπάρχειν, τότε
ποθεί την αθανασία του. Ιδιαίτερα την ποθεί το πιο ευαίσθητο κι απελπισμένο, το
πιο ευάλωτο από την φθορά μέρος τού εαυτού του, το σώμα. Γιατί αυτό έχει να
παλέψει με τον χρόνο, την αρρώστεια, το γήρασμα, τον θάνατο.
Η ψυχή δεν
νιώθει τον θάνατο «υπαρκτικά». Μια μυστική βεβαιότητα συνορχηστρωμένη με την
χριστιανική διδασκαλία που άκουσε απ’ όταν άνοιξε τα μυστικά της αυτιά στον
κόσμο, την βεβαιώνει για την διάρκειά της. Τον νιώθει ηθικά. Δεν νιώθει μέσα
της την αρρώστεια και το γήρασμα που είναι του σώματος προθανάτωση. Και μόνο
όταν χτυπήσει στο φράγμα τής σιωπής του Θεού, τότε τρομαγμένη αισθάνεται να την
απειλεί με διάλυση ο θάνατος. Ν’ απειλεί και το έργο τού πολιτισμού που
αποτελεί μέτρο σωματικό κι απαύγασμα πνευματικό τού ανθρώπου.
Για να
εξορκίσει ο άνθρωπος τον θάνατο και να παρηγορηθεί από το γήρασμα και την
αρρώστεια, έχει βρει έναν τρόπο δημιουργικής αντίστασης: μεταμορφώνεται σε Άγιο ή σε Ποιητή. Κανένα πλάσμα στον κόσμο δεν έχει την ιδιότητα ν’
ανθίσταται στον θάνατο δημιουργικά. Όλα, αντίθετα, τον δέχονται παθητικά, σκύβοντας
την ύπαρξή τους – ζώα, δέντρα, φυτά, – και μέσα σ’ αυτό το συγκύπτον σύμπαν, ο
άνθρωπος ορθώνεται γιατί νιώθει την δύναμη της μεταμόρφωσης μέσα του.
Ο Άγιος και
ο Ποιητής είναι μοναδικές φυσιογνωμίες που ζουν και πολιτεύονται εναντίον τού
θανάτου. Νιώθοντας βαθιά την αρρώστεια του χρόνου που δέρνει την πλάση
υπαρκτικά, κάμνουν τον εαυτό και την ζωή τους όλη έναν τραγικό εξορκισμό του
χρόνου, δηλαδή τού θανάτου. Είναι οι μόνοι άνθρωποι που δημιουργικά αρνούνται
να πεθάνουν.
(Νόησε ως Ποιητή τον υψηλό καλλιτέχνη
που μορφώνει την ουσία τής ζωής και της εμφυσά νόημα ανεξάντλητο).
Ο Άγιος και
ο Ποιητής έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: την παιδικότητα και την εμμονή στην
αθανασία.
Αφού ζουν
εναντίον τού χρόνου – που όσο βιώνεται πυκνώνει στην συνείδηση την πείρα, –
είναι φυσικό να ζουν σε κατάσταση παιδικότητας, στα περιθώρια του ανθρωποβόρου
χρόνου, εκεί που με φαντασία κι αθωότητα, δηλαδή με πίστη, αγγίζουν τ’ αθάνατα
στοιχεία τού σύμπαντος. Τον κόσμο τον αντικρύζουν ανυποψίαστα, εντεύθεν της
ζωής, εκείθεν της ανθρώπινης κοινωνίας, για τούτο και τους ερεθίζει την ύπαρξη
δημιουργικά.
Χαίρονται
που υπάρχουν, σαν παιδιά, ακηλίδωτα από την υποψία πως πεθαίνουν. Ο θάνατος δεν
γεννήθηκε γι’ αυτούς. Δεν ήρθε στον κόσμο. Δεν λειτουργεί για τον άνθρωπο. Μέσα
τους άλλος ρυθμός δουλεύει αντίστοιχα: ο ρυθμός μιας πίστης όπου έχουν σαν
παιδιά παραδοθεί. Η πίστη αυτή – στην Αγιότητα ή στην Ποίηση – έχει
μεταμορφώσει τον εαυτό τους, έχει αναδομήσει τον βίο τους για να τον καταστήσει
αλεξίχρονο.
Αυτή η
αντοχή κι αντίθεσή τους στον χρόνο είναι σύστοιχες με την βούλησή τους γι’
αθανασία. Ο θάνατος για τον Άγιο είναι μετάβαση. Για τον Ποιητή, ελευθερία, –
αν κι όχι χωρίς οδύνη.
Οι δυο αυτοί
ερωτευμένοι της αθανασίας νιώθουν, ωστόσο, κάπου οι δρόμοι τους να χωρίζουν:
Ο Άγιος
υπερβαίνει τον θάνατό του και τον θάνατο τού κόσμου με την μεταφυσική του
πίστη. Ο Ποιητής, μ’ αίσθημα προσωπικής αθανασίας, προσπαθεί να μεταπλάσει τον
κόσμο και τον εαυτό του, να τον αθανατίσει, να τον καθαρίσει από τον μολυσμό
τού θανάτου και να τον προσφέρει στους ανθρώπους ως μορφή αθανασίας, μορφή που
βρίσκεται πέρα και πάνω από τον θάνατο.
Ο Άγιος
πιστεύει στην αθανασία τού εαυτού του, του προσώπου του που θεωρεί ομοίωμα τού
Θεού, απαύγασμα του Άκτιστου Φωτός. Ο Ποιητής, μέσα από την πίκρα τού συνειδητοποιημένου
προσωπικού του θανάτου, ανεβάζει το έργο του που πιστεύει αθάνατο. Μέσα σ’ αυτό
φιλοδοξεί να επιβιώσει και να διαιωνιστεί, καταθέτοντας την ουσία τού εαυτού
του. Ο σπαραγμός του για την φθορά τού σώματός του και για τον θάνατο, η
δημιουργική του ικανότητα μπροστά στον χρόνο, βρίσκουν την πλήρη τους έκφραση
μέσα στο καλλιτεχνικό έργο που είναι υψηλό. Το έργο αυτό χαρίζει στους
ανθρώπους την επώδυνη χαρά μιας βαθειάς συνειδητότητας και τους παρηγορεί, όταν
μαζί του κοινωνούν, για τον ατομικό τους θάνατο.
Ο Άγιος,
βέβαια, καθησυχάζει τον άνθρωπο, αποδραματοποιώντας τον θάνατό του. Δεν είναι
τέλος, είναι μετάβαση, – και μάλιστα, «από τού θανάτου εις την ζωήν». Είναι το
τέλος τής ελευθερίας και η αρχή τής απερινόητης «δουλείας» τής αθανασίας, τότε
που τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, τίποτε ν’ αλλοιωθεί, τότε που ο χρόνος έχει
εξαντληθεί και η δυνατότητα τού ανθρώπου να πράξει έχει αρθεί. Αντίθετα, ο
Ποιητής δραματοποιεί τον θάνατο και συνδυάζοντάς τον με το γεγονός τής
ελευθερίας τού ανθρώπου, αποκαλύπτει τον τραγικό χαρακτήρα τού υπάρχειν.
Η
τραγικότητα αυτή μέσα στο υψηλό έργο Τέχνης εντείνεται γιατί η Τέχνη
απευθύνεται στην συνείδηση και την φωτίζει με το παλμώδες της φως. Το έργο
Τέχνης γεννιέται από την τραγική έκπληξη τού θανάτου, από την δημιουργική του
άρνηση που συνταιριάζεται παράδοξα με την μέθη τής αθανασίας. Γιατί όσο
παράδοξη είναι η χριστιανική πίστη, άλλο τόσο «παράδοξη» – έξω από τους κανόνες
τής λογικής, δηλαδή – είναι και η καλλιτεχνική δημιουργία.
Ο κίνδυνος
τού θανάτου, η άρρητη χαρά τού αθάνατου έργου Τέχνης, η ψευδαίσθηση τής
διαιώνισης διά μέσου του έργου αυτού, όλα τούτα είναι στοιχεία που συγκροτούν
την τραγική φυσιογνωμία τού Ποιητή. Ο Άγιος δεν είναι τραγικός παρά μόνο όταν
μπαίνει σε κίνδυνο η πίστη του, – όταν δηλαδή, μπροστά στην ακαταμάχητη δύναμη
θανάτου που έχει ο κόσμος αυτός, υποχωρεί, τρικλίζει η βεβαιότητα τής αθανασίας
του. Αλλιώτικα, ο χαρακτήρας τού Αγίου είναι δραματικός σε σχέση με τους άλλους
κι ερωτικός σε σχέση με το Θεό. Ο ευτυχισμένος έρωτας δεν γεννά τραγωδία. Ο
απελπισμένος όμως, – ο έρωτας τού Ποιητή με την ασύλληπτη αθανασία, –
δημιουργεί και κορυφώνει την τραγωδία.
Και οι δυο, Άγιος
και Ποιητής, βρίσκονται αντιμέτωποι του χρόνου. Αλλά σε διαφορετική θέση. Ο
Άγιος υπερβαίνει τον θάνατο. Ο Ποιητής τον μεταμορφώνει σ’ έργο Τέχνης. Για να
τον αψηφήσει, να τον προκαλέσει, να τον κατανικήσει.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΥ «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος (1930) γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε νομική
(Θεσσαλονίκη) και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη. Ιδρυτής και
διευθυντής της ετήσιας έκδοσης "Χριστιανικό Συμπόσιο" (1966-1971) και
του περιοδικού "Ευθύνη" (1961-1966, και από το 1972 ως σήμερα).
Συνεργάστηκε επί χρόνια με την ΕΡΤ και την "Καθημερινή" (1962-1967),
Γενικός Γραμματέας της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων (1974-1976), Γενικός
Γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου (1975-1980), Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου
Κινηματογράφου. Έχει τιμηθεί με το βραβείο Φέξη των Δώδεκα (1964), Κρατικό
Βραβείο Δοκιμίου (1966), Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1979), Βραβείο
Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1986), Βραβείο της Εταιρείας Χριστιανικών
Γραμμάτων (1989) Α Βραβείο της Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας (1990), Μεγάλο
Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2007), και έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του
Πανεπιστημίου της Γρανάδας (2004). Το ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό του
έργο εκτείνεται σε δεκάδες τόμους. Έχει επίσης μεταφράσει από τα ισπανικά, τα
καταλανικά και τα γαλλικά βιβλία και κείμενα των Ορτέγα υ Γκασσέτ, Αντόνιο
Ματσάδο, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Καμίλο Χοσέ Θέλα, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ,
Σαλβαδόρ Εσπρίου, Χοσέ Μπεργαμίν, Ντρυόν, Ζενεβουά, Αρανγκούρεν κ.ά. Βιβλία και
κείμενά του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου