Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

22 Φεβ 2022

ΛΑΜΙΑ: Το στοιχειό του Κάστρου (Α΄ ΜΕΡΟΣ 1957 – 1972)

 ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΩΝΑ

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ & ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 


Η εικόνα είναι από το βιβλίο “ΚΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΗΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ”

Το πρώτο που βλέπεις προσεγγίζοντας τη Λαμία είναι ο καταπράσινος λόφος με το κάστρο και τον Οθωνικό στρατώνα, που ανακαινίστηκε και έγινε ένα άκρως λειτουργικό και χρήσιμο κτίριο που κάλυψε την ανάγκη για ένα σύγχρονο Αρχαιολογικό μουσείο στην περιοχή.

Κανείς πλέον δεν μπορεί να φανταστεί το κάστρο χωρίς το στρατώνα. Κι όμως υπήρξαν εποχές που το κτίριο αυτό κινδύνεψε με κατεδάφιση, η οποία ευτυχώς απεφεύχθη ...

Δεν θα αναλωθούμε στην ιστορία του κάστρου και του στρατώνα (έτσι κι αλλιώς υπάρχουν ήδη πάρα πολλά στοιχεία έντυπα και ηλεκτρονικά), αλλά θα εστιάσουμε στα όσα συνέβησαν από το 1957 έως και το 1974, που κατέληξαν στη διάσωση του Οθωνικού στρατώνα.

Τα όσα γράφουμε στηρίζονται σε δημοσιεύματα της εποχής, ενσωματωμένα στο κείμενο για διευκόλυνση του αναγνώστη, αποφεύγοντας τις παραπομπές.

Επίσης παραθέτουμε έγγραφα από τη Δ/νση Ιστορίας Στρατού, που μας χορηγήθηκαν στα πλαίσια της έρευνάς μας καθώς και αρχειακά στοιχεία από τα Γ.Α.Κ. Φθιώτιδας.

Την εποχή που αφορά την έρευνά μας το κάστρο ανήκε στο Ταμείο Εθνικής Άμυνας (ΤΕΘΑ).

Η κατάσταση του κτιρίου το 1957

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής το κτίριο αλλά και τα τείχη του κάστρου ήταν σε άσχημη κατάσταση. Τα τείχη καταρρέουν υπό το βάρος των αιώνων και ο στρατώνας βομβαρδισμένος, εγκαταλειμμένος και αφύλακτος από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε γίνει για ένα διάστημα δότης υλικών στους κατοίκους της περιοχής που προσπαθούσαν μέσα στη φτώχεια τους να επισκευάσουν ή και να χτίσουν το σπίτι τους.

Το τοπίο είναι άγριο. Ο ρακένδυτος ακρίτας, ο φύλακας των πρώτων συνόρων της Νεότερης Ελλάδας στέκει ερειπωμένος και στοιχειώνει το κάστρο και τη πόλη της Λαμίας.

Δεν υπήρχε καμιά γραφικότητα στην ερήμωση και την εγκατάλειψη αυτή.

Την όλη εικόνα συμπληρώνει η εγκατάσταση σταθμού του ΟΤΕ προς εξυπηρέτηση αναγκών του ΝΑΤΟ σύμφωνα με τη δημοσίευση του ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ (4/4/1957) που έγινε αιτία να κατεδαφιστεί η Βόρεια είσοδος.

Ακολουθούν δημοσιεύματα για τη κατάσταση του κάστρου.

Το πρώτο, μέλους της συντακτικής ομάδας του ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ 16/2/1958, το δεύτερο του Δημ. Γαρδίκη επίσης στον ΕΘΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ στις 19/10/1958.


 

 


Γεώργιος Πλατής: Οι τρεις εμμονές

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα όσα συνέβησαν θα πρέπει να σταθούμε στη προσωπικότητα του ανθρώπου που προσπάθησε (ευτυχώς επί ματαίω) για την κατεδάφιση του στρατώνα και άθελά του έγινε ταυτόχρονα η αφορμή για τη διάσωσή του.

Ο Γεώργιος Πλατής διετέλεσε Δήμαρχος της Λαμίας (1929 – 1934) και μετέπειτα Βουλευτής Φθιώτιδας (1935 – 1963)· υπήρξε μάλιστα και ένας άξιος Αντιπρόεδρος της Βουλής. Ύστερα αφοσιώθηκε στη συγγραφή με πιο εμβληματικό το έργο του «ΛΑΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ».

Η πρώτη εμμονή του (στα όρια της εμπάθειας) ήταν οι κάτοικοι της ενορίας των Αγίων Θεοδώρων. Μη καταφέρνοντας να επανεκλεγεί Δήμαρχος απέναντι στο Σπύρο Πετρόπουλο το 1934 μάλλον ρίχνει το φταίξιμο σε αυτούς, θεωρώντας ότι τον εξαπάτησαν και ψήφισαν τον αντίπαλό του. Βέβαια ήταν κοινό μυστικό, ότι και οι δύο υποψήφιοι (όπως και οι προηγούμενοι) στις φτωχικές συνοικίες εξαγόραζαν ψήφους και ο Πετρόπουλος καθότι πλουσιότερος πλήρωσε απλά καλύτερα. Έκτοτε και στο βιβλίο του (30 και πλέον χρόνια αργότερα) αλλά και στην όποια αρθρογραφία του ή όποιας ευκαιρίας δοθείσης καταφέρεται εναντίον τους. «Γύφτους» τους ανεβάζει, έγχρωμους τους κατεβάζει και τους υποβαθμίζει με σκληρούς χαρακτηρισμούς. Επιπλέον τους χρεώνει την αποξήλωση του στρατώνα.                                                                                     

Η δεύτερη εμμονή του ήταν το άγαλμα του τσολιά, που δεν κατόρθωσε να γίνει όσο ήταν ο ίδιος Δήμαρχος, αλλά συνετέλεσε με δικές του ενέργειες να δρομολογηθεί (1957) όπως τονίζει ο ίδιος σε άρθρο του. Φανταζόμαστε την αντίδρασή του, αν διαπίστωνε ότι οι σημερινοί Δήμαρχοι έχουν προσπαθήσει να το απομακρύνουν από τη κεντρική πλατεία της πόλης σε άλλη θέση .

Και η τρίτη διαπιστωμένη εμμονή του ήταν το κτίριο του στρατώνα που ούτε λίγο, ούτε πολύ το θεωρούσε κάτι σαν μόσχευμα (με την ιατρική έννοια του όρου), ένα ξένο σώμα που έπρεπε να απορριφθεί από το κάστρο. Με κάθε ευκαιρία, με αρθρογραφία, με οχλήσεις προς το Στρατηγείο Κεντρικής Ελλάδος (ΣΚΕ), προσπαθούσε να αποφασιστεί η κατεδάφισή του.

Το 1957 ήταν σίγουρος πως τα είχε καταφέρει. Με την ευκαιρία της έγκρισης για τη δημιουργία του αγάλματος του Τσολιά, ως πρώην Δήμαρχος και τότε Βουλευτής απέκτησε περισσότερη πρόσβαση στο ΣΚΕ και με ενέργειές του, όπως γράφει ο ίδιος σε μεταγενέστερα άρθρα του και ανοιχτές επιστολές, εξεδόθη υπ’ αριθμ. Φ.2505/11/14445 στις 14/6/57 απόφαση κατεδάφισης που κοινοποιήθηκε στη Νομαρχία και το Δήμο Λαμιέων.

Αν και θεωρούσε τον Δήμο σύμμαχό του, εκείνος του επιφυλάσσει μια δυσάρεστη έκπληξη. Ζητά με επιστολή από το ΣΚΕ τη μη κατεδάφιση του κτιρίου γιατί είναι συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης. Ομοίως πράττει και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού επικαλούμενο ιστορικούς και καλλιτεχνικούς λόγους. Οι επιστολές δεν έχουν φθάσει στα χέρια μας και αναμένουμε την απάντηση της ΔΙΣ .

Ακολουθεί δημοσίευμά του στο περιοδικό ΦΘΙΩΤΙΣ στο τεύχος Ιουλίου –Σεπτεμβρίου 1959, όπου περιγράφει τα όσα σας διηγηθήκαμε και εκτός των άλλων βρίσκει την ευκαιρία να καταφερθεί και κατά των εγχρώμων συμπολιτών του.

Όπως είναι φανερό οι τρεις εμμονές λειτουργούν παράλληλα και η κάθε μια είναι ευκαιρία για την ικανοποίηση των άλλων.



 

Το 1962 ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στο άρθρο του ΛΑΜΙΑΚΑ: Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ, υπέρ της κατεδάφισης του στρατώνα ή ακόμα χειρότερα τη μετατροπή του σε Ξενοδοχείο. Την πληροφορία μάς μεταφέρει ο Ζήσης Πρωτοπαπάς στα ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τ. 1981 στο άρθρο ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΛΑΜΙΑΣ, όπου πολύ σωστά επισημαίνει ότι η μεν κατεδάφιση θα ήταν μια μη αναστρέψιμη ενέργεια, όσο δε για την ιδέα του Ξενοδοχείου τη βρίσκει απαράδεκτη.


 


Δυστυχώς έχουμε το παράδειγμα του πανομοιότυπου στρατώνα του Ναυπλίου, ο οποίος κατεδαφίστηκε (1969 – 1971),προκειμένου να χτιστεί στη θέση του το ερειπωμένο σήμερα Ξενοδοχείο «ΞΕΝΙΑ». Βέβαια το Ναύπλιο ήταν και είναι μια άκρως τουριστική και πυκνοδομημένη περιοχή, οπότε υπήρχε τουλάχιστον κάποια λογική, αντίθετα από τη Λαμία όπου, ακόμα και σήμερα, οι ετήσιοι ξένοι τουρίστες μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού και  ο εσωτερικός τουρισμός περιορίζεται σε ολιγόωρη παραμονή για φαγητό και καφέ. Επιπλέον ο στρατώνας δεν βρισκόταν μέσα στο Παλαμήδι, το οποίο αποτελεί προστατευμένο βιότοπο.

Για την ιστορία πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (στο κόμμα του οποίου ήταν βουλευτής ο Γ. Πλατής) κατά την επίσκεψή του το 1963 στη Λαμία λίγο πριν την τότε Κυβερνητική κρίση, όχι μόνο είχε εκφράσει θετική άποψη για τη δημιουργία Ξενοδοχείου εντός του Κάστρου ή αλλαχού, αλλά είχε ανοιχτεί και σχετική πίστωση για χρηματοδότηση.

Την είδηση τη βρήκαμε στην εφημερίδα ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ του 1966 με σχόλια της συντακτικής ομάδας για την αδιαφορία των αρμοδίων φορέων.


 

Βέβαια υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ ενός ξενοδοχείου εντός του Φρουρίου και ενός ξενοδοχείου αλλαχού (όπως αναφέρει το δημοσίευμα).

Την ίδια εποχή (1957 – 1958) η αρχαιολογική υπηρεσία με επιβλέποντα τον επιμελητή Π. Λαζαρίδη προέβη σε αυτοψία του κάστρου και του στρατώνα και στις πλέον απαραίτητες εργασίες για τη συντήρηση των υπό κατάρρευση τειχών του. Παραθέτουμε το σχετικό αρχαιολογικό δελτίο ΑΔ 16(1960), όπου είναι φανερό ότι καμιά συντήρηση δεν χρειάστηκε να γίνει στην τοιχοποιία του στρατώνα.

ΦΘΙΩΤΙΣ - ΦΩΚΙΣ 161

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ

ΚΑΙ ΦΩΚΙΔΟΣ

ΦΘΙΩΤΙΣ

α' ΛΑΜΙΑ

1. Φρούριον

Τό φρούριον τής Λαμίας, σωζόμενον σήμερον καθ ’ όλην αύτοϋ τήν έκτασιν, είναι τό σημαντικώτερον μνημεϊον τής περιοχής (βλ. Σχεδιογρ.). Διατηρεί είσέτι μεγάλα τμήματα τής αρχαίας Άκρολαμίας τοΰ 5ου αίώνος π.Χ., έπί των όποιων κατά τήν πάροδον των αίώνων ήγέρθησαν, ύπό των έκάστοτε κυρίων τοΰ άχυρού, ετερα τείχη συμφώνως πρός τόν τρόπον δομήσεως καί τάς συνθήκας άμύνης έκάστης εποχής. Οϋτω, πλήν τών τμημάτων τής Άκρολαμίας κατά τό πολυγωνικόν καί το ίσόδομον σύστημα, των σωζομένων είς ικανήν έκτασιν κατά τήν δυτικήν κυρίως πλευράν τοΰ άχυρού, δύνανται νά καθορισθοϋν αϊ κατά τό τέλος τής παλαιοχριστιανικής περιόδου γενόμεναι έπισκευαί, αί συμπληρώσεις τής Βυζαντινής περιόδου, αί των έκ τής Δύσεως — των Καταλανών κυρίως — κατακτητών του μεσαίωνος, τής Τουρκοκρατίας, ώς καί αί κατά τόν προηγούμενον αιώνα έσπευσμέναι καί πρόχειροι τοιαΰται.

Ή τοιχοποιία έχει πλάτος 1,35 μ., ή κορυφή δε τοΰ τείχους καταλήγει είς όδοντωτάς έπάλξεις μετά περίδρομου πλάτους 0,90 μ. Φέρει δύο πύλας: μίαν πρός Άνατολάς, ήτις ήτο ή κυρία είσοδος καί έτέραν πρός Βορράν, ήτις κατεστράφη εσχάτως, κατά τήν κατασκευήν έντός τού φρουρίου σταθμού τού Ο.Τ.Ε. Ένεκα τής έγκαταλείψεώς του κατά τάς τελευταίας δεκαετίας καί της διαρπαγής τού οικοδομικού ύλικοΰ του, ΰπέστη σοβαρωτάτας ζημίας περιελθόν είς έπικίνδυνον κατάστασιν, άπό άπόψεως στατικής.

Όθεν, αί κατά τό έτος 1958 γενόμεναι ύπό τοΰ Έπιμελητοΰ, δαπάναις τής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, έργασίαι άπέβλεψαν κυρίως είς τήν έπισκευήν καί άσφάλισιν έτοιμορρόπων τμημάτων τής άνατολικής πλευράς τοΰ τείχους, τά όποια λόγω τής θέσεώς των άπετέλουν κίνδυνον διά τάς οίκίας καί τούς περίοικους. Άπεκατεστάθη είς τήν αρχικήν της μορφήν ή ανατολική πύλη, ύψους 2,95 μ. καί μήκους 2,09 μ. (έσωτερικαί διαστάσεις), ήτις ύπέρ τό χαμηλόν τοξωτόν έκ πωρολίθων ΰπέρθυρον φέρει άνακουφιστικόν τόξον έξ οπτών πλίνθων καί έντός του τυμπάνου τετράγωνον άβαθή κόγχην, ένθα ύπήρχεν ή κτητορική έπιγραφή (Πίν. 145 β, γ, 146 γ).

ΕΙς τήν είσοδον έτοποθετήθη βαρεία ξυλίνη θύρα, ύψους 3,40 μ., μήκους 2,35 μ. καί πάχους 0,13 μ., άσφαλισθεΐσα διά σιδηρών συρτών, έλήφθη δέ πρόνοια διά τήν έκροήν τών έκ του φρουρίου υδάτων, δι’ άφαιρέσεως τής έπιχώσεως, ήτις άνήρχετο είς ύψος 1,00 μ.

Έν συνεχεία καθηρέθησαν πολλά έτοιμόρροπα μέρη τής τοιχοποιίας είς τήν ανατολικήν πλευράν τοϋ τείχους, τά όποια καί έπανεκτίσθησαν κατά τόν αύτόν τρόπον δομής αλλά δι’ Ισχυρού μείγματος.

 Αί γενόμεναι στερεωτικοί έργασίαι είς τήν πλευράν ταύτην καταλαμβάνουν εκτασιν 61,00 μ2, με μέσον βάθος 1,00 μ. περίπου.

Αί έργασίαι συνεχίσθησαν καί κατά τό έπόμενον έτος 1959. Αΰται άπέβλεψαν είς τήν έπισκευήν καί στερέωσιν έτοιμορρόπων τμημάτων τού τείχους κατά τήν νοτίαν καί δυτικήν αύτοΰ πλευράν.

Κυρίως τής νοτίας πλευράς αί ζημίαι ήσαν αί σοβαρώτεραι, πρός άρσιν τών όποιων άνεστηλώθη έκτασις 194,00 μ 2 μέσου πάχους 0,90 – 1,00 μ. ( Πίν. 146 δ, ε). Λόγω δέ τής παρατηρουμένης διαφοράς είς τόν τρόπον δομής τής πλευράς ταύτης, αί γενόμεναι έπισκευαί προσηρμόσθησαν πρός τον τρόπον δομής έκάστου τμήματος.

Επειδή δέ ή αύτή νοτία πλευρά είναι όρατή καθ’ όλον της τό μήκος άπό τής πόλεως, έγένοντο άνάλογοι συμπληρώσεις τοιχοποιίας, ώστε ή κορυφή τοϋ τείχους νά λάβη εύθύγραμμον έμφάνισιν.

Είς τήν δυτικήν πλευράν ένθα, ώς έλέχθη, σώζεται τό άρχαϊον τείχος, άνεστηλώθησαν δύο κατεστραμμένα μεγάλα τμήματα, συνολικών διαστάσεων 30,00 μ2.

 

Κάτι που δε σκέφτηκε κανείς 

Ταυτόχρονα αναζητείτο εναγωνίως χώρος για Αρχαιολογικό Μουσείο στη Λαμία ώστε να συγκεντρωθούν όλα τα ευρήματα της περιοχής που βρίσκονταν στις αποθήκες του μουσείου στην Αθήνα και ως τέτοιος προκρίθηκε αρχικά μια αίθουσα στη βιβλιοθήκη. Κανείς ωστόσο δεν βρέθηκε να σκεφθεί την πραγματική αξιοποίηση του Οθωνικού στρατώνα για αυτό το σκοπό.

Παραθέτουμε σχετικό άρθρο του 1957 του εφόρου αρχαιοτήτων Λαμίας καθηγητή Χ. Καραθανάση που δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη στις 28/2 και 01/3 του 1957 στο ΛΑΜΙΑΚΟ ΤΥΠΟ.


 


Το 1963 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μετά τη σύγκρουσή του με το Παλάτι παραιτήθηκε από τη Πρωθυπουργία και έφυγε στο Παρίσι και ο Γεώργιος Πλατής τελείωσε τη πολιτική του σταδιοδρομία. Συνταξιοδοτήθηκε και επί δεκαετία αφιερώθηκε στο συγγραφικό του έργο.

Παράλληλα από καιρού εις καιρόν συνεχίζει να δημοσιεύει την ίδια μονότονη πλέον επιστολή (χωρίς να αλλάξει ιώτα εν), με το ίδιο ακριβώς αίτημα (την κατεδάφιση του στρατώνα) .

Ενδεικτικά παραθέτουμε μία στο ΛΑΜΙΑΚΟ ΤΥΠΟ στις 31/10/1968


 

Στο βιβλίο του «ΛΑΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ», που αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα σπουδή για τη πόλη της Λαμίας, δεν παραλείπει να επαναλάβει τα ίδια ακριβώς που έγγραφε στα άρθρα του, για τους κατοίκους των Αγίων Θεοδώρων που τους «στολίζει» κανονικά  αναφέροντάς τους ως «γύφτους», ανεπρόκοπους, μειωμένης πνευματικής αντίληψης κ.λ.π (σελ. 83 – 84), για το άγαλμα του τσολιά τονίζοντας για μια ακόμα φορά ότι ήταν δική του ιδέα και ότι συνέβαλε τα μέγιστα στην υλοποίησή της (σελ. 181 – 183) και  φυσικά στην επιβεβλημένη αναφορά του στο κάστρο, επαναλαμβάνει τα ίδια ακριβώς που έγραψε το 1959 (σελ. 188) επιμένοντας (έξω από κάθε λογική) να θεωρεί ότι είναι ένα κτίριο, που δεν συνδέεται με την ιστορία της Λαμίας.

Αν και το ύφος των παραπάνω αποτελούν παραφωνία στο όλο βιβλίο, έχουν ωστόσο πολλά να πούνε για το χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης του Γ. Πλατή (που δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο μετά την πάροδο τόσων χρόνων).

Μόλις το βιβλίο του πήρε το δρόμο για το τυπογραφείο (εξεδόθη το 1973 με δαπάνη του Δήμου Λαμιέων), επανήλθε δριμύτερος στο θέμα του στρατώνα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ …

 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Ευχαριστούμε την κ. Σοφία Βακιρτζηδέλη, Προϊσταμένη Τμήματος Γ.Α.Κ. Φθιώτιδας, της οποίας την υπομονή πολλάκις δοκιμάσαμε, για την βοήθεια που μας πρόσφερε στην έρευνά μας.

Επίσης ευχαριστούμε όλο το προσωπικό της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού για την προθυμία τους να μας εξυπηρετήσουν και για το πολύ χρήσιμο υλικό που μας χορήγησαν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου