Έθιμα παρθενοφθορίας
έχουμε τόσο στους αρχαίους λαούς όσο και σε σύγχρονους. Στη Ρώμη λατρευόταν
ένας θεός με το όνομα Mutunus
ή Tutunus, που όπως
παραδίδει ο Αυγουστίνος αντιστοιχούσε με τον Πρίαπο των Ελλήνων, έναν φαλλικό
θεό της γονιμότητας. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι πάνω στον πελώριο και
απαίσιο φαλλό του οι νεόνυμφες υποχρεώνονταν να καθήσουν, σύμφωνα με ένα πολύ
σεβαστό και θρησκευτικό έθιμο των ώριμων γυναικών...
Την
πληροφορία αυτή επιβεβαιώνουν ο Λακτάντιος και ο Αρνόβιος. Ο πρώτος γράφει ότι
στο γεννητικό του όργανο κάθονταν αυτές που παντρεύονται για να φανεί ότι ο
θεός είναι εκείνος που πρώτος γεύτηκε την ντροπή τους. Κι ο δεύτερος
κατακεραυνώνοντας τους εθνικούς για τη θρησκεία και τα λατρευτικά έθιμά τους
τούς ρωτάει επιτιμητικά: «Δεν είστε εσείς
που θεωρείτε αίσιες και το εύχεστε κιόλας, οι γυναίκες σας να καβαλήσουν
(ιππεύσουν) το πελώριο και φρικτό όργανο του Τούτουνου;» Οι πληροφορίες που
έχουμε δεν μας δείχνουν ότι έχουμε παρθενοφθορία, αλλά μια φαλλοβασία που είναι
μια εικονική παρθενοφθορία, προφανώς για λόγους γονιμικούς, και φυσικά δεν
πρόκειται για Ιερά Πορνεία.
Φαίνεται ότι
έθιμο παρθενοφθορίας ασκήθηκε και στο Ισραήλ όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από
τον Ιεζεκιήλ (16.17) που λέει: «και
έλαβες τα σκεύη της καυχήσεώς σου εκ του χρυσίου μου και του αργυρίου μου, εξ
ων έδωκά σοι και εποίησας σεαυτή εικόνας αρσενικάς και εξεπόρνευσας εν αυταίς»,
κατασκεύασες δηλαδή χρυσούς και αργυρούς φαλλούς και εκπορνεύτηκες μ’ αυτούς.
Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε ένα υποκατάστατο της παρθενοφθορίας με εκπόρνευση
σε ναό όπως γινόταν στη Βαβυλώνα ή την Αρμενία, αλλά αντί να γίνει αυτό με έναν
ξένο, γίνεται με το φαλλό ενός θεϊκού αγάλματος, σε ναό προφανώς, που δείχνει
το σκοπό που είναι η εξασφάλιση της γονιμότητας.
Στην αρχαία
Ελλάδα έχουμε δύο περιπτώσεις φαλλοβασίας. Η πρώτη αφορά ένα έθιμο που είχαν
στη Φαιστό της Κρήτης όπου κατά τη γιορτή που την ονόμαζαν «Εκδύσια» πλάγιαζαν
τις νύφες πριν από τη νύχτα του γάμου δίπλα στο άγαλμα του Λευκίππου. Σύμφωνα
με τον αιτιολογικό μύθο η Γαλάτεια, η κόρη του Ευρύτιου, παντρεύτηκε στη Φαιστό
τον Λάμπρο το γιο του Πανδίωνα, που καταγόταν από καλή οικογένεια αλλά ήταν
φτωχός. Όταν η Γαλάτεια έμεινε έγκυος ο Πανδίων ευχήθηκε το παιδί να είναι
αγόρι κι έφυγε για τη βοσκή αφήνοντας παραγγελία στη γυναίκα του αν τύχει και
γεννήσει κορίτσι να το αφανίσει. Τελικά η Γαλάτεια γέννησε κόρη. Η λύπη της
ήταν μεγάλη όσο σκεφτόταν «την ερημίαν
του οίκου». Επειδή όμως τα όνειρα που έβλεπε αλλά και οι μάντεις της έλεγαν
να μεγαλώσει το παιδί σαν αγόρι, είπε ψέματα στον άντρα της πως τάχα γέννησε
αγόρι και το μεγάλωνε αγορίστικα ονομάζοντάς το Λεύκιππο. Το κορίτσι μεγάλωσε κι
είχε μιαν άφατη ομορφιά, γεγονός που κατατρόμαξε τη Γαλάτεια γιατί έβλεπε ότι
τώρα πια δεν θα μπορούσε να ξεγελάσει τον Λάμπρο. Προσέφυγε στο ναό της Λητώς
και θερμοπαρακάλεσε τη θεά να κάνει το κορίτσι της αγόρι όπως και η Καινίς με
τη θέληση του Ποσειδώνα έγινε ο Λαπίθης Καινεύς, ή όπως ο Τειρεσίας έγινε
γυναίκα γιατί σ’ ένα τρίσταρατο είδε φίδια να ζευγαρώνουν και τα σκότωσε. Η
Λητώ λυπήθηκε τη Γαλάτεια «και μετέβαλε
την φύσιν της παιδός εις κόρον». Οι κάτοικοι της Φαιστού αυτή την αλλαγή
φύλλου τη θυμούνται και προσφέρουν θυσία στην Άρτεμη Φυτία που έκανε να
φυτρώσουν ανδρικά όργανα στην κόρη («ήτις
έφυσεν μήδεα τη κόρη») και τη γιορτή την ονόμασαν Εκδύσια γιατί η παρθένα
έβγαλε τον πέπλο («επεί τον πέπλον η παις
εξέδυ»). Κι αμέσως στη συνέχεια ο μυθογράφος μας πληροφορεί ότι «νόμιμον δ’
εστίν εν τοις γάμοις πρότερον παρακλίνεσθαι παρά το άγαλμα του Λευκίππου».
Ο Willetts σημειώνει
ότι τόσο η γιορτή όσο και ο μύθος συνδυάζουν στοιχεία γονιμότητας, μύησης και
τελετουργίας γάμου. Η Φυτία Λητώ και η γιορτή της Φαιστού έχουν εμφανείς ρίζες
σ’ ένα αρχαιότερο υπέδαφος της Κρητικής θρησκείας. Αν η γιορτή ήταν κάποτε
μονάχα για κορίτσια που μυούνταν, ο μεταγενέστερος αποκλεισμός τους μπορεί να
ήταν μέρος της διαδικασίας κατά την οποία ο ιερός γάμος αντικατέστησε την
πρωτόγονη ομαδική ένωση και όπου η στέψη έγινε μια ειδικευμένη μορφή μύησης που
ακολουθούσε μια προγαμιαία δοκιμασία.
Ο Λεκατσάς
ερμηνεύοντας γράφει ότι: «η πράξη πέφτει
στο γενικότερο έθιμο να συνευρίσκεται η γυναίκα πριν απ’ το γάμο της με το θεό,
εξασφαλίζοντας τη γονιμότητα των σπλάχνων της (και το επίφοβο για τον άντρα
ξεπαρθένεμά της). Τη θέση του θεού την έχει ο φαλλός ή το φαλλικό του είδωλο
του, ο αρχηγός ή βασιλιάς, ο ιερέας, ο ξένος». Παραθέτει εθνολογικά
παράλληλα αναφέροντας ότι στην Ινδία οι στείρες γυναίκες «αγγίζουν ορισμένο μέρος του κορμιού τους στην κορφή του ιερού φαλλού
τους (lingam).
Η ίδια πράξη συναντήθηκε στην Κίνα, όπου η λατρεία του φαλλικού θεού ήταν μ’
όλη την υπερανεπτυγμένη σεμνότητα των Κινεζισσών, γυναικεία λατρεία». Και
καταλήγει γράφοντας ότι στη μεσαιωνική και νεότερη Ευρώπη υπήρχαν φαλλικοί
Άγιοι, που με ανάλογους τρόπους ή με τα ξύσματα των φαλλών που τα πίναν οι
λάτρισσες γιάτρευαν τη στειρότητα.
Η δεύτερη
περίπτωση φαλλοβασίας στην αρχαία Ελλάδα είναι τα μυστήρια της Λέρνης της
Αργολίδας όπου ο «ιερός λόγος» της λατρείας είναι ο ακόλουθος. Όταν η μητέρα
του Διόνυσου Σεμέλη πέθανε, ο γιος της θέλησε να κατεβεί στον Άδη για να τη
φέρει πίσω, αλλά δεν ήξερε το δρόμο. Τότε προσφέρθηκε ένας νεαρός, ο Πρόσυμνος,
που άλλοι τον λένε Πολύυμνο ή Πόλυμνο, να τον οδηγήσει και σ’ αντάλλαγμα
εκείνος του δοθεί σεξουαλικά. Ο Διόνυσος δέχτηκε και του το υποσχέθηκε, πήρε το
δρόμο που του έδειξε κι έφερε πίσω στη γη τη Σεμέλη που μετονομάστηκε σε Θεώνη.
Εν των μεταξύ ο Πρόσυμνος είχε πεθάνει κι όταν τον αναζήτησε ο θεός δεν τον
βρήκε. Για να τηρήσει όμως το λόγο του και το τάξιμο που του είχε κάνει με
όρκο, κατασκεύασε ένα ξύλινο φαλλό από δέντρο συκιάς, τον τοποθέτησε πάνω στον
τάφο του Πρόσυμνου και κάθησε πάνω σ’ αυτόν εκπληρώνοντας την υπόσχεση, όπως
μας λένε ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, που είναι η βασική μας πηγή, και ο σχολιαστής
του Τζέτζη.
Ο Ησύχιος
στη λέξη «Ενόρχης» μας πληροφορεί ότι λατρευόταν μ’ αυτό το επίθετο ο Διόνυσος
στη Σάμο, στη δε λέξη «Θυωνίδας» (που προέρχεται από τη Θυώνη, τη μητέρα του
Διόνυσου Σεμέλη που πήρε το νέο όνομα μετά την άνοδο της από τον Άδη) εξηγεί
ότι έτσι ονομάζεται ο Διόνυσος στη Ρόδο και προσθέτει ότι Θυωνίδας έλεγαν και
τους «συκίνους φάλητας» δηλ. τους
φαλλούς που ήταν κατασκευασμένοι από ξύλο συκιάς.
Ο Λεκατσάς
ερμηνεύοντας γράφει ότι ο Διόνυσος «που
κάθεται πάνου στο φαλλό του Ενόρχη Διόνυσου, δεν είναι άλλος από τον μύστη του,
που ταυτίζεται μέσα από τη μυστηριακή πράξη με το θεό του. Ο ακόλαστος,
πραγματικά, μύθος των Μυστηρίων της Λέρνης έχει ιερουργική την καταγωγή του.
Μια πράξη των μυστηρίων αυτών είναι να κάθεται ο μυούμενος πάνω στο φαλλό του
θεού του. Το ίδιο μαρτυρά η πληροφορία της πραγματείας “Περί Συρίης Θεού”, που
με έμμεση αναφορά στο μύθο του Πολύυμνου, παραβάλει τη φαλλοβασία του ιρού της
Ιεραπόλεως με το συνήθειο των Ελλήνων να καθίζουν πάνω στους διονυσιακούς
φαλλούς ξύλινα ανθρωπάκια. Είναι η γνώριμη πράξη της μυστηριακής θεομιξίας, που
με λογής τύπους τελείται: Αλλού με πραγματική συνεύρεση του μύστη με τους
αντιπροσώπους του θεού κι αλλού συμβολικά με χειρισμούς του φαλλού ή του
φαλλικού εμβλήματος του θεού του».
Ο Λεκατσάς
επισημαίνει ότι ένα παράξενο επίθετο του Διόνυσου «Χοιροψάλας» θεωρεί ότι μαρτυρεί μια θεομιξία των γυναικών με το
φαλλό του θεού για να γονιμευτούν. «Χοιροψάλας
θα πει ο χειρόθλιψ» γράφει, «από το
χοίρος, παρανόμι του γυναικείου μορίου, που το πολυμεταχειρίζονται οι κωμικοί
και που η χρήση του αποδίνεται σε κορινθιακή συνήθεια. Ποιος είναι εκείνος που
μπορεί να “θλίβει” τα μόρια όλων των γυναικών, παρά ο φαλλός του θεού που
χρωστά, σε μιαν ιερουργική επαφή, να τους γονιμεύει τα σπλάχνα;». Ένα
σχόλιο στον Αισχύλο (Πέρσαι 1063 Dahuhardt
σ. 273) γράφει: «και Χοιροψάλας
Διόνυσος ο τίλλων τα μόρια των γυναικών».
Η
παρθενοφθορία με τεχνητό φαλλό έχει ξεμείνει μέχρι σήμερα στην Ινδία. Σε πολλά
μέρη της Ινδίας στον αιώνα μας οι κόρες ξεπαρθενεύονται μ’ ένα πέτρινο ή
μεταλλικό ή φιλντισένιο φαλλό που θεωρείται ότι είναι ο ίδιος ο θεός Σίβα. Ο
Μπριφφώ γράφει ότι στη δεκαετία του 20 η τεχνητή παρθενοφθορία ασκούνταν από
όλους τους Μογγολικούς λαούς και πολλούς Μουσουλμάνους.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΤΑΚΗΣ
Ο Ανδρέας Λεντάκης (1935 - 20 Μαρτίου 1997) ήταν Έλληνας πολιτικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αιθιοπία και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εντάχθηκε στην ΕΔΑ και φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια κατά την περίοδο της Χούντας των
Συνταγματαρχών. Κατά τη διάρκεια αυτής του αφαιρέθηκε η ελληνική
ιθαγένεια και υπέστη βασανιστήρια. Για την περιπέτεια του Λεντάκη ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε Τα τραγούδια του Αντρέα.
Το 1977 εξελέγη πρόεδρος της ΕΔΑ και τον
επόμενο χρόνο δήμαρχος Υμηττού.
Επανεξελέγη άλλες δύο φορές (1982, 1986).
Στις εκλογές του 1989 και 1990 εξελέγη βουλευτής με τον Συνασπισμό,
παραιτήθηκε όμως το 1993 για να εκλεγεί στις εκλογές του ίδιου
έτους με την Πολιτική Άνοιξη.
Απεβίωσε
στις 20 Μαρτίου 1997 από ανακοπή καρδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου