Είναι κρίμα
που τόσο πολλοί από εμάς θεωρούμε τη θρησκεία σαν την επικριτική φωνή που μας
κάνει να αισθανόμαστε ένοχοι. Μακάρι να μαθαίναμε να βλέπαμε τη θρησκεία σαν
πηγή ανακούφισης και θεραπείας των τύψεών μας, γιατί ένα πολύ μεγάλο μέρος των
ενοχών μας είναι παράλογες και η θρησκεία λειτουργεί στο επίπεδο του μη
λογικού. (Δεν υπάρχει λόγος να νιώθουμε ένοχοι. Νιώθουμε, όμως. Και δεν μπορεί
κανείς να μας πείσει με λόγια ότι δεν πρέπει να αισθανόμαστε έτσι).
Πριν από
πολλά χρόνια, ήρθε να με δει μια ηλικιωμένη κυρία. Μου είπε: «Ραβίνε, νιώθω
απαίσια. Έκανα κάτι πολύ κακό την προηγούμενη εβδομάδα». Περίμενα και εγώ να
ακούσω την τρομερή αμαρτία που θα μπορούσε να είχε διαπράξει αυτή η γυναίκα.
«Την περασμένη Πέμπτη πήγα στο νεκροταφείο και επισκέφτηκα τον τάφο του συζύγου
μου»...
«Ναι, και τι έγινε εκεί;».
«Την Πέμπτη ήταν εβραϊκή αργία, και
ξέρω ότι δεν επιτρέπεται να πηγαίνουμε στο νεκροταφείο τις αργίες. Αλλά τον
σκεφτόμουν και ένιωθα μεγάλη μοναξιά, γι’ αυτό πήγα, παρόλο που ήξερα ότι ήταν
λάθος. Και τώρα νιώθω απαίσια γι’ αυτό που έκανα».
Τότε ήμουν
νέος και άπειρος, και έκανα το λάθος να προσπαθήσω να τη μεταπείσω για τις
ενοχές της. Της είπα ότι καταλάβαινα, γιατί ήθελε να επισκεφτεί τον του άντρα
της, ότι καλά έκανε και πήγε και ότι ο κανόνας που παραβίασε δεν ήταν και τόσο
σημαντικός. Όσο μιλούσα, όμως, τόσο πιο άσχημα ένιωθε. Ένιωθε ένοχη γι’ αυτό
που είχε κάνει (μπορεί η επίσκεψη να είχε ξυπνήσει μέσα της κάποια θαμμένα
συναισθήματα ενοχής που δεν είχαν σχέση με την παραβίαση της αργίας) και εγώ
δεν τη βοηθούσα με αυτά που της έλεγα. Ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα. Οι παράλογες ενοχές
απαιτούν και παράλογη θεραπεία, όχι μια σειρά από λογικά επιχειρήματα. Της
είπα:
«Πόσο είχε ο μήνας την περασμένη
Πέμπτη;»
«Δεκαεφτά».
«Δώστε δεκαεφτά δολάρια σε ένα
φιλανθρωπικό ίδρυμα για τη μνήμη του συζύγου σας και θα εξιλεωθείτε».
Το πρόσωπο
της γυναίκας φωτίστηκε. «Ευχαριστώ, Ραβίνε. Ήδη νιώθω καλύτερα».
Ένα από τα
πράγματα που κάνει καλύτερα η θρησκεία είναι ότι μας διδάσκει να
αντιμετωπίζουμε τη φυσιολογική ενοχή που ακολουθεί έναν θάνατο και την
αρμόζουσα ενοχή που νιώθουμε μετά από κάποιο παράπτωμα μας. Αν η ενοχή
οφείλεται σε κάτι που κάναμε, η θεραπεία είναι να κάνουμε κάτι άλλο, καλύτερο,
πράξεις ευεργεσίας, να δώσουμε ελεημοσύνη, να βοηθήσουμε έναν γείτονα. Από
λογική άποψη, η φιλανθρωπία δεν ανατρέπει το αποτέλεσμα της εγωιστικής ή
ασυλλόγιστης πράξης που κάναμε και που γέννησε σε πρώτη φάση την ενοχή. Αλλά
στη σφαίρα του παραλόγου, όπου κινείται η ψυχή μας, η φιλανθρωπία μας δείχνει
έναν καλύτερο, ευγενέστερο εαυτό μας. Η μία πράξη αντισταθμίζει την άλλη. Η
φωνή της υγιούς υπερηφάνειας αντικρούει την επικριτική, αποδοκιμαστική φωνή της
ένοχης συνείδησης.
Πριν από
μερικά χρόνια, ένα γνωστό νοσοκομείο της Βοστόνης αντιμετώπισε ένα δίλημμα.
Ένας διαβόητος μεγιστάνας, που είχε βγάλει τα λεφτά του, νοικιάζοντας άθλια
σπίτια σε φτωχούς στο γκέτο της πόλης, θέλησε να δωρίσει ένα σημαντικότατο
χρηματικό ποσό, για να δώσουν σε ένα κτίριο το όνομα των νεκρών γονιών του.
Κάποιοι που γνώριζαν τη φήμη του και την προέλευση των χρημάτων του,
συμβούλευσαν το νοσοκομείο να μη στιγματιστεί με μια τέτοια δωρεά.
Άλλοι, που
είχαν επίγνωση της επισφαλούς οικονομικής θέσης του ιδρύματος, συμβούλευσαν το
αντίθετο. (Ίσως θυμήθηκαν τη σκηνή στο έργο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω «Ταγματάρχης Μπάρμπαρα», στο οποίο η
επικεφαλής του Στρατού Σωτηρίας κατηγορείται ότι είναι διατεθειμένη να δεχτεί
χρήματα από τον διάβολο. Εκείνη απαντά: «Ναι, θα τα δεχτώ και θα χαρώ που θα
φύγουν από τα χέρια του και θα ’ρθουν στα δικά μου».) Εγώ ήμουν ανάμεσα σε
αυτούς που τάχθηκαν υπέρ της αποδοχής, όχι τόσο για τα οικονομικά του
νοσοκομείου όσο για τον δωρητή. Αν ένιωθε ένοχος για τον τρόπο με τον οποίο
είχε πλουτίσει, θεώρησα ότι ήταν σωστό να απαλύνει τις ενοχές του, δίνοντας ένα
σημαντικό μέρος του πλούτου του για έναν κοινωφελή σκοπό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου