Για την Ιερά
Πορνεία στην Λυδία έχουμε έξι μαρτυρίες συγγραφικές και μία επιγραφική. Η πρώτη
μαρτυρία που έχουμε είναι του Ηροδότου που λέει ότι όλες ανεξαιρέτως οι κόρες
των Λυδών «πορνεύονται» μαζεύοντας μ’ αυτό τον τρόπο την προίκα τους και το
κάνουν αυτό ώσπου να παντρευτούν. Βρίσκουν δε τον άντρα μόνες τους[1]. Και σ’ άλλο σημείο (1.94) λέει ότι τα έθιμα των
Λυδών είναι παραπλήσια με των Ελλήνων, μόνο που πορνεύουν τα κορίτσια τους («Λυδοί δε νόμοισι μεν παραπλησίοισι χρέωνται
και Έλληνες, χωρίς ή ότι τα θήλεα τέκνα καταπορνεύουσι»)...
Σχολιάζοντας
αυτή την πληροφορία παρατηρούμε καταρχήν ότι η εκπόρνευση των θυγατέρων των
Λυδών είναι γενική και όχι μιας κατηγορίας κοριτσιών ή γυναικών και κατά
δεύτερο λόγο ότι αυτό αποτελεί στάδιο πριν απ’ το γάμο τους. Η πληροφορία του
Ηροδότου δεν μας λέει αν αυτό γίνεται σε ναό και επιπλέον γράφει ότι αυτό
γίνεται για να συγκεντρώσουν την προίκα τους, γεγονός που περιπλέκει τα
πράγματα αφού τα χρήματα ανήκαν στη θεά, δηλαδή στο ναό, όπως είδαμε στην
περίπτωση της Βαβυλώνας. Ακόμη θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η φράση για τις
θυγατέρες των «Λυδών δήμου» οδηγεί ορισμένους μεταφραστές να λένε ότι πρόκειται
για τις κόρες των λαϊκών τάξεων[2]. Σ’ αυτό
ενισχύονται και από τα προηγούμενα όπου ο Ηρόδοτος αναφέρεται στο μεγαλύτερο
αξιοθέατο της Λυδίας που είναι ο τύμβος του Αλυάττη, του πατέρα του Κροίσου,
που ο περίβολός του ήταν από μεγάλες πέτρες ενώ το υπόλοιπο από συσσωρευμένο
χώμα και ότι τον έφτιαξαν οι άνθρωποι της αγοράς, οι τεχνίτες και τα κορίτσια
που εμπορεύονται το κορμί τους («εξεργάσαντο
δε μιν οι αγοραίοι άνθρωποι και οι χειρώνακτες και αι ενεργαζόμεναι παιδίσκαι»).
Στη συνέχεια λέει ότι ως την εποχή του (μια ένδειξη ότι ο Ηρόδοτος επισκέφθηκε
τη Λυδία) υπήρχαν πέντε ορόσημα στημένα στην κορυφή του τύμβου και σ’ αυτά
υπήρχαν επιγραφές που ανέφεραν ποιο τμήμα είχε κατασκευάσει η κάθε ομάδα. Από
τη σύγκριση, γράφει στη συνέχεια ο Ηρόδοτος, φαινόταν ότι το τμήμα που
κατασκεύασαν τα κορίτσια (οι πόρνες) ήταν το μεγαλύτερο («και εφαίνετο μετρεόμενον το των παιδισκέων έργον εόν μέγιστον»).
Και για να εξηγήσει πως έγινε αυτό αναφέρει ότι όλες οι κόρες «του δήμου των
Λυδών» πορνεύονται για να συγκεντρώσουν την προίκα τους και να παντρευτούν. Γι’
αυτόν δηλαδή το λόγο, αφού ήταν όλες, άρα και περισσότερες από τους εμπόρους ή
τους τεχνίτες, έφτιαξαν και μεγαλύτερο τμήμα του έργου. Όμως ακριβώς αυτή η
εξήγηση δείχνει ότι δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι πήραν μέρος μονάχα οι κόρες
των λαϊκών τάξεων, αλλά το σύνολο των Λυδών γυναικών. Ενισχυτικό αυτής της
άποψης θα μπορούσε να θεωρηθεί η πληροφορία του Ηροδότου (1.7) που λέει ότι από
τον Λυδό, το γιο του Άτη, πήρε το όνομα όλος ο Λύδιος λαός που πρώτα λεγόταν
Μήιοι («απόγονοι Λυδού του Άτυος, απ’
ότευ ο δήμος Λύδιος εκλήθη ο πας ούτος»)[3].
Ο Στράβων,
μιλώντας για την περιοχή αυτή, γράφει ότι κοντά στην λίμνη Κολόη βρίσκονταν τα
«μνήματα» των βασιλέων, στις δε Σάρδεις «βρίσκεται
ο μεγάλος τύμβος πάνω σε μιαν υψηλήν κρηπίδα (βάση) που κατασκευάστηκε, όπως
λέει ο Ηρόδοτος, από τον απλό λαό της πόλης, το δε μεγαλύτερο μέρος του έργου
το εκτέλεσαν οι πόρνες («παιδίσκαι»).
Και λέει, αυτός ο συγγραφέας, ότι όλες οι
γυναίκες αυτής της χώρας πορνεύονταν και γι’ αυτό μερικοί τον τάφο του Αλυάττη
τον ονομάζουν “πόρνης μνήμα”»[4].
Κλείνοντας
τις παρατηρήσεις πάνω στην πληροφορία του Ηροδότου σημειώνω ότι γράφει πως
βρίσκουν μονάχες τον άντρα τους. Το επισημαίνει αυτό γιατί ήταν παράδοξο, αφού
στην Ελλάδα η γυναίκα δινόταν από τον πατέρα ή τ’ αδέλφια της σε γάμο και δεν
είχε δικαίωμα να κάνει μονάχη της επιλογή και να παντρευτεί όποιον εκείνη
θέλει. Αυτή η πρακτική αντανακλά μια κοινωνική οργάνωση διαφορετική από την
πατριαρχική των Ελλήνων όπου η γυναίκα διατηρεί ακόμη σημαντικά δικαιώματα και
αυτονομία.
Η δεύτερη
μαρτυρία για την Ιερά Πορνεία στη Λυδία είναι του Στράβωνα, ο οποίος όμως
φαίνεται βασίζεται στον Ηρόδοτο όπως προκύπτει από το απόσπασμα που παραθέσαμε
προηγούμενα (13.4.7). Είδαμε όμως ότι ο Ηρόδοτος (1.93) δεν μιλάει για ιερά
πορνεία, γιατί δεν αναφέρει καθόλου ναό και ενάσκησή της σ’ αυτόν τον ιερό
χώρο. Ο Στράβων (11.14.16) στο σημείο που μας παραδίδει πληροφορίες για την
Ιερά Πορνεία των Αρμενίων στο ναό της Αναΐτιδας λέει ότι κάτι ανάλογο με το
αρμενικό έθιμο έχουν και οι Λυδές που πορνεύονται όλες («νόμος εστί καταπορνευθείσας πολύν χρόνον παρά τη θεώ μετά ταύτα
δίδοσθαι προς γάμον … τοιούτον δε τι και Ηρόδοτος λέγει το περί τας Λυδάς,
πορνεύειν γαρ απάσας»). Επομένως από αυτό μπορούμε να υποθέσουμε με αρκετή
επιφύλαξη ότι και αυτές πορνεύονται σε ιερό και συνεπώς η προσωρινή εκπόρνευση
των κοριτσιών πριν από το γάμο τους είναι Ιερά Πορνεία.
Η τρίτη
μαρτυρία που έχουμε είναι του Αιλιανού, ο οποίος αντλεί από τον Ηρόδοτο και
λέει ότι το έθιμό τους είναι να εταιρίζονται οι γυναίκες προτού να παντρευτούν,
ενώ άπαξ και παντρευτούν τότε «σωφρονούν», δηλαδή δεν πορνεύονται[5].
Η τέταρτη
μαρτυρία προέρχεται από τον Κλέαρχο τον Σολέα, έναν πολυμαθή Κύπριο συγγραφέα
που έζησε γύρω στα 340 με 250 π.Χ. και έγραψε για παράδοξα ερωτικά, και μεταξύ
άλλων και ένα βιβλίο με τίτλο «Βίοι»,
δηλαδή «τρόποι ζωής». Στο τέταρτο βιβλίο των «Βίων» αναφέρει ότι όχι μόνον οι
γυναίκες των Λυδών επιτρέπεται να σμίγουν με όλους τους ξένους, αλλά και των
Επιζεφυρίων Λοκρών και των Κυπρίων και γενικά όλων εκείνων που αφιερώνουν τις
κόρες τους στην πορνεία κι αυτό γίνεται γιατί αποτελεί υπόμνηση κάποιου παλαιού
«αμαρτήματος» και τιμωρίας[6].
Η πέμπτη
μαρτυρία προέρχεται από ένα ανώνυμο κείμενο του τέλους του πέμπτου αιώνα π.Χ.
που ονομάστηκε «δισσοί λόγοι», δηλαδή διπλά επιχειρήματα, κι αποτελεί σημειώσεις
κάποιου από ένα σοφιστικό μάθημα. Είναι γραμμένο στη δωρική γλώσσα και το
χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι ότι για κάθε άποψη, ή για κάθε έθιμο,
αντιπαραθέτει ένα αντίθετο παράδειγμα, εξ’ ου και ο τίτλος «δισσοί λόγοι». Ευτυχώς μια αναφορά μέσα στο κείμενο στη νίκη των
Σπαρτιατών και το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου μας δίνει τη χρονολογία που
είναι γύρω στα 400 π.Χ., αφού αυτό το γεγονός το χαρακτηρίζει πολύ πρόσφατο (D – K, 90, 1.8 «εν τε τω πολέμω (και τα νεώτατα πρώτον ερώ)
α των Λακεδαιμονίων νίκα, αν ενίκων Αθηναίως και τως συμμάχως, Λακεδαιμονίοις
μεν αγαθόν, Αθηναίοις δε και τοις συμμάχοις κακόν». Η αναφορά σε
διαφορετικά έθιμα δείχνει τη γνώση της Ιωνικής εθνογραφίας. Για τους Λυδούς
λέει ότι «το να πορνευθούν οι κόρες τους και να μαζέψουν χρήματα για να
παντρευτούν θεωρείται σωστό, ενώ αντίθετα στους Έλληνες κανείς δεν θέλει να
παντρευτεί τέτοια γυναίκα» [7].
Η τελευταία
μαρτυρία που έχουμε προέρχεται από μιαν επιγραφή του δεύτερου μ.Χ. αιώνα που
βρέθηκε στις Τράλλεις της Λυδίας και αναφέρεται σε μια γυναίκα ευγενικής
καταγωγής, στην Αυρηλία Αιμιλία που άσκησε την ιεροδουλεία μετά από χρησμό,
δηλ. μετά από θεϊκή εντολή, όπως και η μητέρα της και άλλες προγόνισσές της.
Παραθέτω το κείμενο της επιγραφής όπως το δημοσίευσε ο Ramsay[8].
«[Αγ]αθή Τύχη
Λ. Αυρηλία Αι
[μ]ιλία εκ προ
γόνων παλλα
κίδων και ανι
πτοπόδων Θ[υ]
γάτηρ Λ. Αυρ. Σ[ε]
κούνδου Ση[ι]
ου παλλακεύσασα
και κατά χρη
σμόν Διί»
Από
την επιγραφή αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι η ιεροδουλεία ασκούνταν στην
Λυδία ακόμη και στα ρωμαϊκά χρόνια. Ο Ramsay
σχολιάζοντας το κείμενο λέει ότι «η Αυρηλία Αιμιλία ανήκε σε μια οικογένεια στην οποία το
αρχαίο έθιμο όριζε ότι οι γυναίκες θα έπρεπε κατά τη νεανική τους ηλικία να
γίνουν “εταίρες” στην υπηρεσία του ναού. Το έθιμο αυτό ήταν κοινό στις ντόπιες
θρησκείες της Μικράς Ασίας αλλά αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι το
βρίσκουμε να ασκείται από μια οικογένεια που φέρει ρωμαϊκά ονόματα ίσως τόσο
αργά όσο ο τρίτος μ.Χ. αιώνας».
Ο Frazer, σχολιάζοντας την πληροφορία του Ηροδότου, ότι δηλ.
οι Λυδές ήταν υποχρεωμένες να εκπορνευτούν για να συγκεντρώσουν την προίκα
τους, γράφει ότι μάλλον θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο πραγματικός σκοπός του
εθίμου ήταν η αφιέρωση παρά η οικονομία. Και για να υποστηρίξει αυτή τη θέση
επικαλείται την επιγραφή που δημοσίευσε ο Ramsay όπου
αναφέρεται ότι όχι μόνον η Αυρηλία Αιμιλία
υπηρέτησε το Θεό κατ’ εντολή του ως πόρνη, αλλά αυτό το έκανε και η μητέρα της
και άλλες προγόνισσές της, γεγονός που δείχνει ότι η δημοσιοποίηση αυτής
της εκπόρνευσης σε μια μαρμάρινη στήλη που υποστήριζε μιαν αφιερωτική προσφορά
δεν αποτελούσε ντροπή και σπίλωση για μια τέτοια ζωή και για μια τέτοια
συγγένεια[9]. Ο Cook
ερμηνεύοντας σημειώνει ότι πιθανόν η επιγραφή των Τράλλεων να υποδηλώνει
ότι οι γυναίκες πως αντιπροσωπεύουν μια Μητέρα – Θεά που συνήθιζε να σμίγει με
άνδρες, οι οποίοι πίστευαν ότι εκπροσωπούν έναν Πατέρα – Θεό, η δε ένωσή τους
εθεωρείτο ότι προήγαγε την ευφορία της γης και τη γονιμότητα των τελεστών. Σ’
αυτή την περίπτωση, προσθέτει ο Cook, οι «παλλακίδες»
μπορούν να συγκριθούν με τις Αιγύπτιες παλλακίδες του
Διός Θηβαέως. Όσο για τους «ανιπτόποδες»,
αυτοί θυμίζουν τους ιερείς του Διός στη Δωδώνη (Όμ. Ιλ. 16.234 κ. εξής: Ζευ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων,
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου˙ αμφί δε Σελλοί/ σοι ναίουσ’ υποφήται ανιπτόποδες,
χαμαιεύναι) οι οποίοι περπατούσαν ξυπόλητοι και ξάπλωναν καταγής για να
είναι σε διαρκή επαφή με τη Μητέρα Γη[10].
Όσον
αφορά τις Αιγύπτιες παλλακίδες του
Διός Θηβαέως θα το δούμε όταν μιλήσουμε για την Αίγυπτο. Εκείνο που θέλω να
σημειώσω εδώ είναι ότι ο όρος «παλλακεύσασα»
της επιγραφής δείχνει σαφέστατα ότι εκτέθηκαν στο ναό σε νεαρή ηλικία, δηλαδή
όταν ήταν παρθένες (άγαμες) όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από την ίδια λέξη. Ο
όρος «πάλληξ» ή «πάλλαξ», απ’ όπου προέρχεται και η λέξη παλλακίς, σημαίνει τον
νεαρό όπως πληροφορεί ο Ευστάθιος, από αυτή δε τη λέξη προέρχεται και η
νεοελληνική «παλληκάρι»[11]. Ο λεξικογράφος Ησύχιος
τη λέξη πάλληξ ερμηνεύει «βούπαις», ο
δε Φιλιστίδης στο έργο του «Συγγενικά (=
ονόματα)» λέει ότι κατά τους αρχαίους «πάλλαντες»
είναι οι νέοι[12].
Σημειώσεις
1. Ηροδ. Ι. 93
«του γαρ δη Λυδών δήμου αι θυγατέρες
πορνεύονται πάσαι, συλλέγουσαι σφίσι φερνάς εις ο αν συνοικήσωσι τούτο
ποιέουσαι»
2. Ο A.D. Golden, στην έκδοση της LOEB
ερμηνεύει (τ.1, σ. 123)“all
the
daughters
of
the
common
people” και οι W.W. How και J. Wells στα σχόλια (Commentary on Herodotus 1.102) γράφουν
ότι δεν υπάρχει επαρκής ένδειξη ότι η θρησκευτική πορνεία ήταν καθολική στη
Λυδία. Και σημειώνουν: «αναμφίβολα το έθιμο στη Λυδία αφορούσε κατά κύριο λόγο
τις κατώτερες τάξεις οι οποίες ίσως και να ανήκαν σε άλλη φυλή»
3. Την
παρατήρηση αυτή οφείλω σε υπόδειξη του γιου μου Βασίλη με τον οποίο συζήτησα το
θέμα
4. Στράβων
13.4.7: «προς δε ταις Σάρδεσίν εστί το του Αλυάττου επί κρηπίδος υψηλής χώμα
μέγα, εργασθέν, ως φησίν Ηρόδοτος, υπό του πλήθους της πόλεως, ου το πλείστον
έργον αι παιδίσκαι συνετέλεσαν˙ λέγει δ’ εκείνος και πορνεύεσθαι πάσας, τινές
δε και πόρνης μνήμα λέγουσι τον τάφον». Ο Κλέαρχος ο Σολεύς στο πρώτο βιβλίο
των «Ερωτικών» (ιστορικών) απ. 34, F.H.G. 2.314 (στον
Αθήναιο 13.573Α) γράφει ότι ο Γύγης, ο βασιλιάς της Λυδίας ερωτεύτηκε τόσο πολύ
την εταίρα του που της ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας κι όταν πέθανε
συγκέντρωσε όλους τους Λυδούς κι ανήγειρε ένα μνημείο που ως τις μέρες του
λεγόταν γι’ αυτό το λόγο «Εταίρας μνήμα» το οποίο ήταν ορατό σε όλη την πεδιάδα
της Λυδίας
5. Αιλιαν:
Ποικίλη Ιστορία 4.1 «Λυδοίς ήν έθος προ
του συνοικείν τας γυναίκας ανδράσιν εταιρείν, άπαξ δε καταζευχθείσας σωφρονείν»
6. Κλέαρχος
Σολεύς απ. 6, F.H.G. 2.305
(στον Αθήναιο 12.516αβ) «ου μόνον δε
Λυδών γυναίκες άφετοι ούσαι τοις εντυχούσιν, αλλά και Λοκρών των Επιζεφυρίων,
έτι δε των περί Κύπρον και πάντων απλώς των εταιρισμώ τας εαυτών κόρας
αφοσιούντων, παλαιάς τινος ύβρεως εοίκασιν είναι προς αλήθειαν υπόμνημα και
τιμωρίας»
7. Δισσοί
Λόγοι στον Diels
Kranz: Die Fragmente
Der
Vorsokratiker 90.2.16 (τ.
2, σ. 408) «Λυδοίς τοίνυν τας κόρας
πορνευθείσας και αργύριον ενεργάσασθαι και ούτως γάμασθαι καλόν δοκείν ήμεν, εν
δε τοις Έλλασιν ουδείς και θέλει γάμαι». Για Δισσούς Λόγους βλ. W.K. Guthrie: The
Sophists, Καίμπριτζ
1971, σ. 316 – 319, G.B. Kerferd: The Sophistic
movement, Καίμπριτζ
1971, σ. 84 – 85, 112, 131 – 132 και 159, Τσέλλερ – Νεστλέ: Ιστορία της
Ελληνικής φιλοσοφίας, μετάφρ. Χαρ. Θεοδωρίδη, Αθήνα 1942, σ. 115, Βασ. Κύρκος:
Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός και Σοφιστική, Ιωάννινα 1987, σ. 100, 179 και
σημ. 183, Albin
Lesky: Ιστορία
της αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφρ. Αγαπ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη,
1964, σ. 512
8. W.M. Ramsay:
Unedited Inscriptions of Asia Minor, Bulletin de Correspondence Hellenique, τ. 7 (1883) σ.
276. Όπως αναφέρει ο Ramsay η επιγραφή
αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Μουσείον» της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης (τ. Α,
αριθ. μθ) όχι όμως απόλυτα σωστά.
9. James Frazer: The Colden Bough,
3η έκδ. τ. 5 (Adonis, Attis,
Osiris, τ. Α), σ. 38
10. Arthur Bernard Cook: Zeus, a
study in ancient religion, τ. 2, μέρος Β, σ. 960. Τους στίχους της Ιλιάδας μεταφράζουν ως εξής οι
Καζαντζάκης – Κακριδής: «Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, πελασγικέ, που μένεις/μακριά,
την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα/χαμοκοιτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν
οι Σελλοί, οι δικοί σου/προφήτες»
11. Ευστάθιος
763.22: «νεωτάτη δοκεί είναι ή απλώς παλλακή. Μνηστέον γαρ ότι, καθά και
προδεδήλωται, ταυτόν πάλλακα ειπείν ηλικίας λόγω και βούπαιδα και αντίπαιδα και
μελλέφηβον, εξ ου δη πάλλακος η πάλλακίς. Ως δε και Παλλάς μετέχει της τοιαύτης
λέξεως … σαφέστερον δε ταύτα φράζει ο γράψας ότι παλλακαί καλούνται το μεν
ακριβές των παιδίσκων αι νέαι, καθά και των αρρένων πάλλακες». Πρβλ. και
1361.18 για τους Πέρσες, 1758.2.7 και 1742.35
12. Ευστάθιος
84.41
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΛΕΝΤΑΚΗ «ΙΕΡΑ ΠΟΡΝΕΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΡΙΚΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1990
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΤΑΚΗΣ
Ο Ανδρέας Λεντάκης (1935 - 20 Μαρτίου 1997)
ήταν Έλληνας πολιτικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αιθιοπία και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εντάχθηκε στην ΕΔΑ και φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια κατά την περίοδο της Χούντας των
Συνταγματαρχών. Κατά τη διάρκεια αυτής του αφαιρέθηκε η ελληνική
ιθαγένεια και υπέστη βασανιστήρια. Για την περιπέτεια του Λεντάκη ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε Τα τραγούδια του Αντρέα.
Το 1977 εξελέγη πρόεδρος της ΕΔΑ και τον
επόμενο χρόνο δήμαρχος Υμηττού.
Επανεξελέγη άλλες δύο φορές (1982, 1986).
Στις εκλογές του 1989 και 1990 εξελέγη βουλευτής με τον Συνασπισμό,
παραιτήθηκε όμως το 1993 για να εκλεγεί στις εκλογές του ίδιου
έτους με την Πολιτική Άνοιξη.
Απεβίωσε
στις 20 Μαρτίου 1997 από ανακοπή καρδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου