Ο Κόιντος
Οράτιος Φλάκκος από τη Βενουσία είχε, όπως γράφει ο ίδιος, πατέρα απελεύθερο, ο
οποίος ήταν εισπράκτορας χρημάτων στις δημοπρασίες (επικρατεί όμως η γνώμη ότι
εμπορευόταν παστά, γι’ αυτό και κάποιος είχε χλευάσει τον Οράτιο σε μια
λογομαχία λέγοντάς του: «Πόσες φορές δεν έχω δει τον πατέρα σου να σκουπίζει τη
μύτη του με το μπράτσο!»). Στη μάχη των Φιλίππων ο Οράτιος υπηρέτησε ως
χιλίαρχος με τη παρότρυνση του στρατηγού Μάρκου Βρούτου...
Όταν η παράταξη
του Βρούτου ηττήθηκε, ο Οράτιος κατάφερε να συγχωρηθεί και να αποκτήσει μια
θέση ταμιακού γραμματέα. Ύστερα, κερδίζοντας την εύνοια του Μαικήνα αρχικά και
του Αυγούστου αργότερα, κατέκτησε σημαντική θέση στο φιλικό περιβάλλον και των
δύο. Το πόσο τον αγαπούσε ο Μαικήνας είναι πολύ φανερό από το γνωστό επίγραμμα:
Αν
δεν σ’ αγάπησα κι απ’ την ψυχή μου πιο πολύ,
τότε,
Οράτιε, τον φίλο σου να δεις
από
τον Νίννιο πιο αδύνατο.
Εξέφρασε
όμως τα αισθήματά του πολύ πιο έντονα στην τελευταία του διαθήκη, με την
παρακάτω φράση του προς τον Αύγουστο: «Να φροντίζεις τον Οράτιο Φλάκκο, όσο
φρόντιζες κι εμένα». Ο Αύγουστος, άλλωστε, του είχε προσφέρει τη θέση του
γραμματέα του, όπως φαίνεται από το ακόλουθο γράμμα του προς τον Μαικήνα: «Πριν
από αυτό, κατάφερνα να γράφω μόνος μου τα γράμματα προς τους φίλους μου, τώρα
όμως, που είμαι πολύ απασχολημένος και η υγεία μου έχει κλονιστεί, θα ήθελα να
πάρω από κοντά σου τον φίλο μας Οράτιο. Έτσι θα μεταφερθεί από το παρασιτικό
σου τραπέζι στο δικό μου, το ηγεμονικό, και θα με βοηθά στο γράψιμο των
επιστολών μου».
Ακόμα και
όταν ο Οράτιος αρνήθηκε, ο Αύγουστος δεν έδειξε να δυσαρεστείτε ούτε έπαψε να
επιζητεί τη φιλία του. Σώζονται επιστολές, από τις οποίες θα παραθέσω μερικά
αποσπάσματα, εν είδει αποδεικτικών στοιχείων: «Να παίρνεις ό,τι θέλεις από το
σπίτι μου, σαν να είσαι συγκάτοικός μου˙ αυτό θα ήταν και δίκαιο και σωστό για
σένα, αφού, αν η υγεία σου το επέτρεπε, τέτοια σχέση θα ήθελα να με συνδέει
μαζί σου». Επίσης: «Το πόσο σε σκέπτομαι θα μπορούσες να το πληροφορηθείς και
από το φίλο μας Σεπτίμιο, εφόσον έτυχε να κάνω μπροστά του μνεία του ονόματός
σου. Διότι, ακόμα και αν εσύ είσαι τόσο ακατάδεχτος, ώστε να περιφρονείς τη
φιλία μου, δεν πρόκειται εξαιτίας αυτού να σου ανταποδώσω την περιφρόνησή σου».
Επιπλέον,
μεταξύ άλλων αστεϊσμών, ο Αύγουστος συχνά τον αποκαλούσε «αγνότατο ακόλαστο»
και «χαριέστατο ανθρωπάκο», και με περισσότερες από μία γενναιόδωρες προσφορές
τον έκανε πλούσιο. Εκτιμούσε τόσο πολύ τα κείμενα του Ορατίου και ήταν
πεπεισμένος ότι θα έμεναν αθάνατα, ώστε όχι μόνο του ανέθεσε να συνθέσει τον Ύμνο της Εκατονταετίας, αλλά και να
υμνήσει τη νίκη των υιοθετημένων γιων του Τιβερίου και Δρούσου εναντίον των
Βινδελικών, υποχρεώνοντάς τον, με αυτόν τον τρόπο, να προσθέσει στα τρία βιβλία
των Ωδών του και ένα τέταρτο, ύστερα
από μακριά περίοδο σιωπής.
Όταν πάντως
διάβασε κάποιους από τους Λόγους του,
στους οποίους ουδεμία μνεία γινόταν για τον ίδιο, ο αυτοκράτορας παραπονέθηκε
λέγοντάς του: «Έχε υπόψη σου ότι είμαι θυμωμένος μαζί σου, γιατί στα πολυάριθμα
κείμενά σου αυτού του είδους δεν επιλέγεις να συζητήσεις μαζί μου˙ μήπως
φοβάσαι ότι η υστεροφημία σου θα πληγεί, επειδή θα αποδειχθεί ότι είσαι φίλος
μου;» Εξανάγκασε έτσι τον Οράτιο να γράψει το ποίημα που αρχίζει ως εξής:
Σήκωσες
στους ώμους σου πολλά και υψηλά καθήκοντα,
της
Ιταλίας τη γη προστάτεψες με όπλα,
τη
στόλισες με ήθη και τη στήριξες με νόμους, Καίσαρ˙
θα
πήγαινα ενάντια στο καλό της πατρίδας, αν με λόγια
σ’
έκανα το χρόνο σου να σπαταλήσεις.
Ως προς τη
σωματική του διάπλαση ήταν κοντός και παχύς, όπως ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό
του στις σάτιρές του, αλλά και όπως τον περιγράφει ο Αύγουστος στην ακόλουθη
επιστολή: «Ο Ονύσιος μου έφερε το τομίδιό σου, που το αποδέχομαι, όσο μικρό κι
αν είναι, ως απολογητική χειρονομία. Μου φαίνεται, πάντως, πως φοβάσαι μήπως τα
βιβλία σου γίνουν μεγαλύτερα από εσένα τον ίδιο˙ εκείνο όμως που σου λείπει
είναι μονάχα το ανάστημα, όχι η περιφέρεια. Καλό θα ήταν, λοιπόν, να γράφεις
πάνω σ’ ένα κυκλικό δοχείο, ώστε η περιφέρεια του τόμου σου να αποκτήσει όγκο
σαν την κοιλιά σου.»
Διαδίδεται
ότι ήταν ασυγκράτητος στην ερωτική του ζωή˙ συγκεκριμένα, λέγεται ότι είχε
εγκαταστήσει τις πόρνες του σε ένα δωμάτιο, του οποίου οι τοίχοι ήταν
καλυμμένοι με καθρέφτες, ώστε, όπου κι αν γύριζε το βλέμμα του, να βλέπει την
αντανάκλαση της ερωτικής πράξης. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του
αποτραβηγμένος στα κτήματά του, στην περιοχή των Σαβίνων ή στα Τίβουρα,
δείχνουν μάλιστα το σπίτι του κοντά στο αλσύλλιο των Τιβούρων.
Έχουν
περιέλθει στην κατοχή μου κάποιες ελεγείες που αποδίδονται σε αυτόν και μια
επιστολή του σε πεζό λόγο, όπου υποτίθεται ότι αυτοσυστήνεται στον Μαικήνα,
νομίζω όμως ότι και τα δύο αυτά κείμενα είναι νόθα˙ διότι οι ελεγείες είναι
κοινότοπες και η επιστολή σκοτεινή, ελάττωμα που καθόλου δεν τον διέκρινε.
Γεννήθηκε
την έκτη ημέρα πριν από τους Ειδούς του Δεκεμβρίου, όταν ήταν ύπατοι ο Λεύκιος
Κόττας και ο Λεύκιος Τορκουάτος, και πέθανε την πέμπτη ημέρα πριν από τις
Καλένδες του ίδιου μήνα, επί υπατείας Γναίου Μαρκίου Κενσωρίνου και Γαΐου
Ασινίου Γάλλου, πενήντα εννέα ημέρες μετά το θάνατο του Μαικήνα, στο πεντηκοστό
έβδομο της ζωής του. Όρισε προφορικά ως κληρονόμο του τον Αύγουστο, μια και δεν
μπορούσε να συντάξει και να υπογράψει διαθήκη, λόγω της αιφνίδιας επιδείνωσης
της αρρώστιας του. Τον κήδεψαν ενταφιάζοντάς τον στην άκρη του Εσκυλίνου λόφου,
κοντά στον τάφο του Μαικήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου