Με τον όρο
«Ιερά Πορνεία» εννοούμε την πορνεία που ασκούνταν στους ναούς της Μεγάλης
Μητέρας Θεάς της Γονιμότητας και του Έρωτα στην αρχαιότητα στην Εγγύς Ανατολή
και σε μέρη της λεκάνης της Μεσογείου. Την Ιερά Πορνεία θα πρέπει να την
ξεχωρίσουμε σε δύο βασικές μορφές που διακρίνονται η μία από την άλλη αφ’ ενός
από τα πρόσωπα που την ασκούσαν και αφ’ ετέρου από τη χρονική διάρκεια που
παρέμεναν ως «ιερόδουλες» ή «ιερόδουλοι» στο ναό...
Στο σημείο
αυτό θα πρέπει να σημειώσω ότι ο όρος «ιερόδουλοι» είναι σχετικά
μεταγενέστερος. Συναντιέται σε παπύρους του 3ου π.Χ. αιώνα για πρώτη
φορά και υποδηλώνει ορισμένους θεράποντες ναών οι οποίοι, όπως γράφει ο D.G. Hogarth, «ήταν κάτω
από το βαθμό του ιερέα και συνήθως, αν όχι πάντα, ήταν δούλοι. Όμως είναι
αμφίβολο αν θα πρέπει να τον αποδίδουμε σε όλους τους δούλους του ναού ή ακόμη
και σε ορισμένα ελεύθερα άτομα που προσέφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους».
Και καταλήγει λέγοντας ότι είναι προτιμότερο «να τους θεωρούμε σαν μια ειδική τάξη θεραπόντων δούλων (servile ministrants) που δεν είναι ίδιοι με τους συνηθισμένους δούλους
των ναών στην Ελλάδα ή την Ιταλία. Τόσο η θέση τους όσο και η ονομασία τους
φαίνεται πως ήταν ξένη προς τα ελληνικά πράγματα και θα πρέπει να συμπεράνουμε
ότι η φύση της δουλείας τους, τόσο ως καλλιεργητών όσο και ως πορνών/πόρνων,
ήταν πιο κοντά προς την Ανατολή παρά προς τη Δύση».[1]
Και ο George A. Barton, στο εμπεριστατωμένο άρθρο του στην ίδια
Εγκυκλοπαίδεια (σ. 672), γράφει ότι ο όρος αυτός, που απλά σημαίνει «ιεροί
δούλοι», χρησιμοποιείται από τους μελετητές για να υποδηλώσει θρησκευτικούς
λειτουργούς που στα καθήκοντά τους περιλαμβάνονταν και σεξουαλικές τελετές. Οι
λειτουργοί αυτοί ήταν τόσο άντρες όσο και γυναίκες, «αν και, όπως είναι φυσικό, οι μαρτυρίες που έχουμε για την ύπαρξη
γυναικών ιεροδούλων είναι πολύ περισσότερες από εκείνες για άνδρες
ιερόδουλους».
Τέλος ο Francis Redding
Wanton
σημειώνει ότι οι ιερόδουλοι έχουν κατώτερα καθήκοντα ή εκτελούν
χειρωνακτικά έργα «βαναύσων», π.χ., στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο παίρνουν μέρος σε
θρησκευτικές τελετές αλλά ο ρόλος τους είναι μικρός, όπως το να φροντίζουν τις
ιερές γάτες ή να εισπράττουν τις προσόδους του ναού, ενώ στη Μικρά Ασία
ουσιαστικά είναι δουλοπάροικοι που καλλιεργούν τα κτήματα του ναού. Όμως, πολύ
σωστά, επισημαίνει ότι επειδή οι θρησκευτικές πόρνες στα Κόμανα του Πόντου και
στην Κόρινθο λέγονταν ιερόδουλοι, ο όρος αυτός λαθεμένα αποδόθηκε ή αποδίδεται σε όλες τις μορφές της Ιεράς
Πορνείας. [2] Αξίζει απ’ αυτή την άποψη να
σημειώσω ότι σ’ ένα σημείο της Παλαιάς Διαθήκης (Έσδρας Α΄ 1.3) οι Λευίτες, το
ιερατικό γένος των Εβραίων, αποκαλούνται ιερόδουλοι του Ισραήλ, γεγονός που
δείχνει ότι ο όρος αυτός δεν αναφέρεται ούτε και υπονοεί πάντοτε τις ή τους
πόρνους του ναού.
Με βάση αυτή
τη θεμελιακή παρατήρηση, ότι δηλ. οι ιερόδουλες δεν είναι πάντα και κατ’
ανάγκην πόρνες, αρχίζω τη διαπραγμάτευση με τη διάκριση των δύο ειδών της Ιεράς
Πορνείας. Στην πρώτη μορφή έχουμε εκπόρνευση όλων ανεξαιρέτως των γυναικών ενός
κράτους ή μιας πόλης κατά την ενήβωσή τους στο ναό της Μεγάλης Μητέρας Θεάς της
Γονιμότητας με έναν ξένο για μία μόνο φορά, ή για πολύ περιορισμένο χρονικό
διάστημα, με σκοπό τη διακόρευσή τους. Μετά από αυτό εγκαταλείπουν το ναό και
επιστρέφουν στο σπίτι τους για να παντρευτούν, η δε «πορνική» διαπαρθένευσή
τους δεν θεωρείται πορνεία και δεν αποτελεί στίγμα, γι’ αυτό, όπως θα εκθέσω
πιο κάτω, δεν θα πρέπει να ταυτίζουμε αυτή τη μορφή «Ιεράς Πορνείας» με τη
δεύτερη μορφή όπου γυναίκες, κατά κανόνα δούλες ή αιχμάλωτες πολέμου, είτε
αφιερωμένες στη θεά από συγγενείς, ξένους, ή ακόμη και από τις ίδιες, ασκούν
την Ιερά Πορνεία εφ’ όρου ζωής. Σ’ αυτή την κατηγορία γυναικών υπάγονται και τα
έκθετα τα οποία τα έφερναν στο ναό όπου και μεγάλωναν.
Σε καμιά
περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί Ιερά Πορνεία η τελετουργική διακόρευση των
νέων κοριτσιών κατά την ενήβωσή τους σε ναό με τεχνητό φαλλό ή από τον ιερέα
που προσωποποιεί και στις δυο περιπτώσεις το θεό της γονιμότητας, ούτε και τη
διακόρευση της γυναίκας του δουλοπάροικου από τον αφέντη – φεουδάρχη κατά την
πρώτη νύχτα του γάμου, που η πρακτική αυτή κατά τον Μεσαίωνα είναι γνωστή
«δίκαιο της πρώτης νύχτας» (jus
primae
noctis).
Για την
πρώτη μορφή Ιεράς Πορνείας τις περισσότερες μαρτυρίες έχουμε για την Βαβυλώνα
και την Αρμενία, γι’ αυτό θα αρχίσω από αυτές, και στη συνέχεια θα εκθέσω και
τις πληροφορίες που έχουμε για το είδος αυτό για τη Λυδία, την Κύπρο, τη Συρία,
τη Φοινίκη, την Καρχηδόνα, τον Έρυκα της Σικελίας, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο,
την Καππαδοκία, τους Άραβες, τους Επιζεφυρίους Λοκρούς και την Κόρινθο.
Σημειώσεις
1. D.G. Hogarth άρθρο Hierodouloi στον Hastings, Encyclopaedia of Religion and Ethics, τ. 6, σ. 671 – 672.
2. Francis Redding Wanton, άρθρο Hierodouloi στο
“The Oxford
Classical Dictionary”, 2η έκδοση, επανέκδοση 1979, σ. 514.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου