Κάποτε ένας
συγγραφέας αναρωτήθηκε πως θα ήταν ο κόσμος εάν δεν υπήρχε ο θάνατος. Η
απάντησή του: οι ιστορίες δεν θα είχαν τέλος. Χωρίς αυτόν που πεθαίνει δεν θα
συλλαμβάναμε την ιδέα του τέλους. Έτσι θα υπήρχαν μόνο ατέλειωτες και εξαιρετικά
βαρετές ιστορίες. Άρα, δεν θα υπήρχαν ιστορίες... Θα πρόσθετα – και το λέω αυτό
γιατί μ’ ενδιαφέρει προσωπικά – ότι εάν δεν υπήρχε ο θάνατος, αυτοί που γράφουν
θρίλερ θα ήταν άνεργοι.
Όμως γιατί
γράφουμε και διαβάζουμε ιστορίες όπου πεθαίνουν άνθρωποι; Δεν θα έπρεπε να
αποφεύγουμε κι αυτήν ακόμα την ιδέα του θανάτου; Ή, τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε
να τον φοβόμαστε; Ίσως μας ενδιαφέρει εκείνος των άλλων για να ξεχάσουμε τον
δικό μας. Όμως η απορία παραμένει. Κατά βάθος αιωρείται η κρίσιμη ερώτηση της
ύπαρξης: τι υπάρχει πίσω από τη γκρίζα αυλαία;
Έλυσα το
μεγάλο μυστήριο όταν ήμουν πέντε ετών. Κι αυτό χάρις στον κύριο Λέανδρο. Αλλά
ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά …
Στις 27
Μαΐου 1978, μια καθημερινή, η μέρα δεν άρχισε σαν οποιαδήποτε άλλη. Παραδόξως,
η μητέρα μου με έβαλε να φάω πρωϊνό ενώ έβλεπα κινούμενα σχέδια. Κάτι που
συνέβαινε μόνον το πρωϊνό της Κυριακής, όταν η μαμά και ο μπαμπάς κακολογούσαν
τη γιαγιά. Παρατήρησα αμέσως ότι η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή, και,
περίεργος, κοίταξα από το κεφαλόσκαλο.
Το κτίριο
είχε ζωντανέψει εξαιτίας ενός παράξενου πυρετού. Οι ένοικοι μετακινούνταν από
τον ένα στον άλλο όροφο σαν μυρμήγκια, κουβαλώντας καρέκλες και δίσκους
γεμάτους πιατικά. Αναγνώρισα τον σερβιτόρο του μπαρ ο οποίος πηγαινοερχόταν
μεταφέροντας καφέδες και κρουασάν. Το άρωμά τους κυκλοφορούσε σε όλο το
κλιμακοστάσιο.
Η πόρτα της εισόδου ήταν ορθάνοιχτη, ο
θυρωρός είχε τοποθετήσει ένα μεγάλο βιβλίο σε ένα τραπεζάκι, με ένα ωραίο χρυσό
στιλό πάνω του και, όπως στις επίσημες περιστάσεις, είχε απλώσει το κόκκινο
χαλί στη είσοδο. Πριν προλάβω να ανακαλύψω οτιδήποτε άλλο, ο πατέρας μου μ’
έπιασε απ’ την πυτζάμα και με τράβηξε μέσα στο σπίτι. Όταν τον ρώτησα τι
συνέβαινε, απάντησε αόριστα.
Η υπόθεση
γινόταν όλο και πιο ύποπτη.
Λίγο
αργότερα με εφοδίασαν με καλάθι και κολατσιό και με έστειλαν στο νηπιαγωγείο.
Όλο το πρωϊνό σκεπτόμουν αυτή την παράξενη συνωμοσία των μεγάλων. Κατέληξα ότι,
κατά τα φαινόμενα, ετοίμαζαν κάποια μυστική γιορτή. Και το – χειρότερο – εν
αγνοία μου. Επιστρέφοντας θα απαιτούσα
εξηγήσεις.
Αντίθετα, με
εξόρισαν αμέσως σε ένα δωμάτιο παιχνιδιών, μεταμορφωμένο σε φυλακή για την
περίσταση, μαζί με τα άλλα παιδιά της πολυκατοικίας. Όλα είχαν την ίδια απορία.
Τι
συνέβαινε;
Τα ελάχιστα
στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας οδηγούσαν στον κύριο Λέανδρο, τον
ογδοντάχρονο ένοικο του έκτου ορόφου. Τα νέα – προς το παρόν απλή φήμη – ήταν
κρίσιμα: ο γεράκος, που μου προσέφερε πάντα καραμέλες και μύριζε ναφθαλίνη,
είχε πεθάνει.
Είχα ακούσει να μιλάνε για το θάνατο
ακροθιγώς. Ήταν απαγορευμένο θέμα. Το φαινόμενο δεν μου φαινόταν αρκετά σαφές.
Πέρα απ’ το ότι αφορούσε κάτι κακό και ότι όλοι θα πεθάνουμε, δεν γνώριζα
τίποτε άλλο. Αποφάσισα να εμβαθύνω στο θέμα.
Υπήρχε
καλύτερη ευκαιρία;
Κατόρθωσα να
ξεφύγω από την επιτήρηση των μεγάλων, γλίστρησα έξω από την φυλακή και έφτασα
στον έκτο όροφο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και τα παράθυρα κλειστά. Το
μισοσκόταδο διευκόλυνε την επιχείρηση. Περνώντας μπροστά από ένα δωμάτιο γεμάτο
ανθρώπους που περίμεναν, συγκράτησα ένα διάλογο ανάμεσα στις κόρες του κυρίου
Λέανδρου και τη μητέρα μου. Η μια της έλεγε ότι ντρεπόταν διότι λόγω ενός
απροσδόκητου εμποδίου που είχε παρουσιαστεί την ώρα του θανάτου, δεν μπορούσαν
να δείξουν τη σορό στον κόσμο … Δεν θυμάμαι εάν τα λόγια ήταν ακριβώς αυτά,
αλλά νομίζω ότι κατάλαβα πως ο κ. Λέανδρος είχε κάνει κάποια αταξία
πεθαίνοντας. Η περιέργεια μου ικανοποιήθηκε από την απρόσμενη έκβαση.
Επεσήμανα το
δωμάτιο όπου φυλαγόταν αμήχανα το μυστικό. Μπήκα προσεκτικά, κλείνοντας την
πόρτα πίσω μου. Μόλις άρχισα να συνηθίζω στο φως των κεριών είδα τον κύριο
Λέανδρο ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Πλησιάζοντας πρόσεξα τα χέρια του σταυρωμένα στο
στήθος, το κομψό κουστούμι και ένα μαντήλι δεμένο γύρω από το πρόσωπο, που τον
έκανε να μοιάζει με ήρωα των κόμικς όταν πηγαίνει στον οδοντογιατρό. Τα μάτια
του ήταν κλειστά και έμοιαζε να κοιμάται.
Έμοιαζε …
Στο πρόσωπο του είχε σχηματιστεί ένα ωραίο χαμόγελο. Δεν ήταν αναιδής,
κοροϊδευτική γκριμάτσα. Ούτε συνηθισμένο ή καθωσπρέπει γέλιο όπως στις
αναμνηστικές φωτογραφίες. Αντίθετα, ήταν ένα χαμόγελο σαν εκείνα μετά από το
άριστα στον έλεγχο, μετά το πρώτο βραβείο ή το 13άρι στο Προπό. Χαμόγελο σταρ!
Αυτός ήταν ο
λόγος που δεν τον έδειχναν στους φίλους και συγγενείς, αλλά θα το καταλάβαινα
αργότερα: οι νεκροί δεν γελάνε.
Ο γιατρός
είπε ότι ήταν μια κεραυνοβόλα πάρεση. Όμως εγώ, ακόμα, δεν έπαψα να το
σκέφτομαι. Τι να είδε άραγε ο κ. Λέανδρος πεθαίνοντας; Αναρωτιέμαι ποιο υπέροχο
θέαμα εμφανίστηκε μπροστά του και δεν μπόρεσε να κρατήσει το γέλιο του.
Όταν θα
έρθει η σειρά μου, θα ’θελα κάτι ανάλογο.
Στα πέντε μου,
εξαιτίας εκείνου του χαμογελαστού νεκρού, είχα σκεφτεί ότι ο θάνατος, εν τέλει,
μάλλον δεν ήταν τόσο δυσάρεστο μυστήριο. Ανταπέδωσα αυτή τη χαρά χαμογελώντας,
γιατί πίστευα – δικαίως – ότι το χαμόγελο του κυρίου Λέανδρου απευθυνόταν σε
μένα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΝΤΟΝΑΤΟ
ΚΑΡΙΖΙ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ», ΤΕΥΧΟΣ 195 – 196
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου