΄
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ «Η ΓΙΑΓΙΑ
ΜΟΥ Η ΑΘΗΝΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΜΗΣ, ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 1980
Δεν ξέρω
πότε ακριβώς έγινε το πήδημα απ’ την οιονεί παρανομία στη κοινωνική καθιέρωση. Ξέρω
μόνο ότι μια εποχή το να τραγουδάς ρεμπέτικα έκανε πολλά φρύδια να ορθώνονται,
το χωροφύλακα να σε βλέπει με μισό μάτι, διόλου περίεργο αφού και συ ο ίδιος
ένιωθες λιγάκι «εκτός Νόμου». Η στρατιωτική περίπολος περνούσε από τα
μπουζουκτσίδικα και μάζευε ναύτες και φαντάρους που χόρευαν ζεϊμπέκικο ή
τσιφτετέλι.
Ένα βράδι,
ανθυπολοχαγός κι εγώ τότε, ζήτησα το λόγο απ’ τον επικεφαλής αξιωματικό. Όχι,
είπε, δεν απαγορευόταν ο χορός για τους φαντάρους, αλλά χάθηκαν οι ελληνικοί
χοροί να χορέψουν – τα τανγκό και τα βαλς;...
Οι μεγάλες
επιτυχίες μερικών λαϊκών συνθετών – του Τσιτσάνη, του Βαμαβακάρη, του
Παπαϊωάννου – παρ’ όλο που τις τραγούδησε όλο το Πανελλήνιο, δε μπόρεσαν ν’
αλλάξουν ουσιαστικά την εχθρική στάση του βλαχομικροαστικού κατεστημένου με το
μακρύ νυχάκι στο δάχτυλο και το μυαλό. Το 1960, ταξιδεύοντας απ’ το Σύντνεϋ
στον Πειραιά με το υπερωκεάνιο «Πατρίς», ζήτησα απ’ την ορχήστρα να παίξει και
κανένα ρεμπέτικο, μα το απαγόρευσε ο καπετάνιος.
Και ξαφνικά,
το ίδιο καλοκαίρι, φτάνοντας ένα απομεσήμερο στην Τουλώνα, κατέλυσα σ’ ένα
ξενοδοχείο κάτω στο παλιό λιμάνι, μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ: εννιά φορές
στις δέκα το τζιούκ – μποξ του μπαρ στο ισόγειο έπαιζε ως αργά μετά τα
μεσάνυχτα τα «Παιδιά του Πειραιά» του Χατζιδάκι. Οι ελαφρολαϊκοί συνθέτες,
θαμπωμένοι απ’ την επιτυχία, δεν άργησαν να μιμηθούν το παράδειγμά του, κι
άρχισαν να γράφουν τα τραγελαφικά αρχοντορεμπέτικα.
Οι αστοί
κατάλαβαν ότι κάθε περαιτέρω αντίσταση ήταν μάταιη. Με τη γνωστή λοιπόν τακτική
της εξουδετέρωσης δια της περιέξεως, τα υιοθέτησαν, τα ’καναν δικά τους:
είναι ο καλύτερος τρόπος ευνουχισμού μιας «επανάστασης» – φτηνός, ασφαλής κι αναίμακτος. Άρχισαν λοιπόν
να κάνουν νυχτερινές πορείες προς τις διάφορες μπουζουκοταβέρνες, οι τιμές στα
μενού ανέβηκαν, οι καταστηματάρχες νοίκιασαν μεγαλύτερα μαγαζιά σε κεντρικά
σημεία της Αθήνας και του Πειραιά, οι μπουζουκτσήδες φόρεσαν ακόμη και σμόκιν,
στην ορχήστρα προστέθηκε τώρα και πιάνο, οι θαμώνες άρχισαν να τα σπάνε για την
τραγουδίστρια με το χρυσό δόντι, οι τιμές ξανανέβηκαν, ο λαός τρόμαξε,
αποσύρθηκε σ’ άγνωστες ταβέρνες, οι εκκεντρικοί πρώτα, οι νεόπλουτοι ύστερα τις
ανακάλυψαν κι αυτές, έπιασαν κι εκεί τραπέζια, ώσπου ο λαός, μη βρίσκοντας πια
θέση να καθήσει, αναγκάστηκε να μαζεύεται απέξω[1]
και να χαζεύει τις ορχήστρες, να χαζεύει τους νεόπλουτους
και τους κάθε λογής ξένους – που τους πήγαιναν τώρα εκεί ομαδικά τα ταξιδιωτικά
γραφεία για ν’ απολαύσουν λίγο κουλέρ – λοκάλ – και ν’ ακούει τα τραγούδια που
είχαν βγει μέσ’ απ’ αυτόν, μα που ήταν πολύ ακριβά για την τσέπη του.
Επικράτησε
λοιπόν η παρανοϊκή κατάσταση του τουρίστα που πήγαινε να δει το λαό, και το λαό
που πήγαινε να δει τον τουρίστα. Ο τουρίστας, θαυμάζοντας τα πνευματικά
προϊόντα δεκαετιών ολόκληρων οικονομικής αθλιότητας και κοινωνικής αδικίας –
ένα κομμάτι του «καημού της Ρωμιοσύνης» – κολάκευε το λαό, και με τη σειρά του
γινόταν αντικείμενο χαζέματος απ’ το λαό, και πρότυπο προς μίμηση. Στον
ορίζοντα διαγραφόταν τώρα καθαρά η κοινωνία της αφθονίας, και μαζί μ’ αυτήν ο
εκχυδαϊσμός κι η εκπόρνευση των πάντων.
Σημειώσεις
1. Το 1964 οι
οδηγοί τρικύκλων κι οι οικοδόμοι δεν κέρδιζαν ακόμα αρκετά για να πηγαίνουν στα
μπουζούκια να τα «σπάνε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου