Προσδιορίζοντας
τη θέση του θανάτου, αλλά και τη δική μας ως προς αυτόν, τρία είναι τα σημεία
που πρέπει να έχουμε συνεχώς υπ’ όψη μας:
Ο θάνατος
είναι τόσο κοντά μας, περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε.
Ο θάνατος
είναι εντελώς αφύσικος, αντίθετος στο θεϊκό σχέδιο, και παρόλα αυτά είναι δώρο
του Θεού.
Ο θάνατος
είναι πολύ περισσότερο κοντά μας απ’ όσο φανταζόμαστε, δεν είναι απλώς ένα
απόμακρο γεγονός στο τέρμα της επίγειας ύπαρξής μας, αλλά μια παρούσα
πραγματικότητα που επεκτείνεται συνεχώς γύρω και μέσα μας. «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω» μας λέει ο απ. Παύλος (Α΄ Κορ. 15,31) και με τα λόγια του Τ.Σ. Έλιοτ «ο χρόνος του θανάτου
βρίσκεται σε κάθε στιγμή». Η ζωή είναι ένα είδος θανάτου: πεθαίνουμε κάθε
στιγμή. Σ’ αυτή την καθημερινή όμως εμπειρία του θανάτου, τον κάθε θάνατο
ακολουθεί μια νέα γέννα: κάθε θάνατος είναι επίσης ένα είδος ζωής. Η ζωή και ο
θάνατος δεν είναι αντίθετες καταστάσεις, που αλληλοαποκλείονται, αλλά είναι
συνυφασμένες. Ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένα μίγμα θνητότητας και
ανάστασης: «ως αποθνήσκοντες, και ιδού
ζώμεν» (Β΄ Κορ. 6,9). Το επίγειο
ταξίδι μας είναι μια αδιάκοπη διάβαση, ένα συνεχές πέρασμα από τον θάνατο σε
καινούργια ζωή. Μεταξύ της αρχικής μας γέννησης και του τελικού μας θανάτου,
ολόκληρη η πορεία της ύπαρξής μας αποτελείται από μια σειρά από μικρότερους
θανάτους και γεννήσεις.
Κάθε φορά
που κοιμόμαστε το βράδυ, είναι σαν να προγευόμαστε τον θάνατο. Κάθε φορά που
ξυπνάμε το επόμενο πρωί, είναι σαν να έχουμε αναστηθεί από τους νεκρούς.
Υπάρχει μια εβραϊκή ευχή που λέει, «Ευλογημένος
εί Σύ, Κύριε ο Θεός, Βασιλεύς του σύμπαντος, που δημιουργείς εκ νέου τον κόσμο
σου κάθε πρωί.» Το ίδιο συμβαίνει και με μας: κάθε πρωί, καθώς ξυπνάμε,
είναι σαν να έχουμε δημιουργηθεί εξ υπαρχής. Ίσως ο τελικός μας θάνατος να
είναι κατά τον ίδιο τρόπο μια ανα – δημιουργία, μια κοίμηση που θα την
ακολουθήσει μία έγερση. Δεν φοβόμαστε να πάμε για ύπνο κάθε βράδυ, επειδή
αναμένουμε να ξυπνήσουμε για μια άλλη φορά το επόμενο πρωί. Δεν πρέπει λοιπόν
να αισθανόμαστε το ίδιο είδος εμπιστοσύνης ως για την τελική μας κοίμηση, με
τον θάνατο; Δεν πρέπει να αναμένουμε να εγερθούμε ξαναδημιουργημένοι στην
αιωνιότητα;
Το σχήμα ζωή
– θάνατος είναι επίσης εμφανές, κατά ένα διαφορετικό τρόπο στην διαδικασία της
ανάπτυξης. Πρέπει συνεχώς μέσα μας κάτι να πεθαίνει για να μπορούμε έτσι να
περνάμε στο επόμενο στάδιο της ζωής. Η μετάβαση από την κατάσταση του βρέφους
σ’ αυτή του παιδιού, από του παιδιού στου εφήβου, από του εφήβου στου ώριμου ανθρώπου,
περιλαμβάνει σε κάθε σταυροδρόμι έναν εσωτερικό θάνατο, για να μπορεί έτσι να
γεννιέται κάτι το καινούργιο. Αυτές δε οι μεταβάσεις, ιδιαίτερα στην περίπτωση
του παιδιού που γίνεται έφηβος, ακολουθούνται συχνά από κάποια κρίση που είναι
ιδιαίτερα οδυνηρή. Αν όμως αρνούμαστε να δεχθούμε την ανάγκη να πεθάνουμε, τότε
δεν θα μπορέσουμε να αναπτυχθούμε σε πραγματικά πρόσωπα. Όπως μας λέει ο George MacDonald
στο φανταστικό μυθιστόρημα Lilith, «θα είσαι
πεθαμένος όσο εξακολουθείς να αρνείσαι να πεθάνεις». Ακριβώς ο θάνατος του
παλιού καθιστά δυνατή την ανάδυση της καινούργιας ανάπτυξης μέσα μας, και χωρίς
τον θάνατο δεν θα υπήρχε καινούργια ζωή.
Αν η
ανάπτυξη είναι μια μορφή θανάτου, το ίδιο είναι και η αναχώρηση, ο χωρισμός από
ένα μέρος ή ένα πρόσωπο που έχουμε αγαπήσει. Τέτοιοι όμως αποχωρισμοί είναι ένα
αναγκαίο στοιχείο στη συνεχή μας ανάπτυξη προς την ωριμότητα. Ποτέ δεν θα
μπορέσουμε να πραγματώσουμε τις ουσιαστικές μας δυνατότητες, αν δεν διαθέτουμε
μερικές φορές το θάρρος να αφήσουμε τα γνωστά μας περιβάλλοντα, να χωριστούμε
από τους φίλους μας και να σφυρηλατήσουμε νέους δεσμούς. Αν αγκιστρωθούμε στο
παλιό, είναι σαν να αρνούμαστε την πρόσκληση να ανακαλύψουμε το νέο. Σύμφωνα με
τον Cecil
Day
Lewis: «Η
εγωπάθεια αρχίζει με την απομάκρυνση, και η αγάπη αποδεικνύεται με την προσφορά
της ελευθερίας στον άλλο».
Ένα άλλο
είδος θανάτου που όλοι πρέπει να αντιμετωπίσουμε κάποια στιγμή είναι η εμπειρία
της απόρριψης: απόρριψη ίσως όταν κάνουμε αίτηση για δουλειά – πόσο συχνά κάθε
απόφοιτος γυμνασίου ή πανεπιστημίου δεν ζει αυτή τη συγκεκριμένη μορφή θανάτου
– ή απόρριψη στην αγάπη. Κάτι όντως πεθαίνει μέσα μας όταν ανακαλύπτουμε πως η
αγάπη μας δεν θα επιστρέψει, πως κάποιος άλλος προτιμήθηκε στη θέση μας. Ακόμη
όμως και αυτός ο θάνατος μπορεί να γίνει μια πηγή καινούργιας ζωής. Για πολλούς
νέους ανθρώπους μια τέτοια απόρριψη της αγάπης είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή
που αρχίζουν πραγματικά να μεγαλώνουν, είναι η στιγμή της μύησής τους στη ζωή
των ενηλίκων. Η αποστέρηση, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, συνεπάγεται
επίσης και έναν θάνατο στην καρδιά αυτού που παραμένει στη ζωή. Αισθανόμαστε
πως δεν υπάρχει ένα μέρος του εαυτού μας, πως κάποιο μέλος του σώματός μας έχει
ακρωτηριαστεί. Αν όμως αντιμετωπίσουμε και αποδεχθούμε εσωτερικά την στέρηση,
τότε η ζωή μας γίνεται περισσότερο αυθεντική απ’ ότι προηγουμένως.
Για πολλούς
πιστούς ο θάνατος της πίστης – η απώλεια της βασικής μας σιγουριάς (ή
φαινομενικής σιγουριάς) για τον Θεό και το νόημα της ύπαρξης – μπορεί να
αποτελεί μια τραυματική εμπειρία σχεδόν όσο και ο θάνατος ενός φίλου. Αποτελεί
κι αυτή μια εμπειρία του διπόλου ζωή – θάνατος, μέσα από την οποία πρέπει να
περάσουμε, αν θέλουμε να γίνει η πίστη μας πιο ώριμη. Ο Θεός είναι ασύγκριτα
μεγαλύτερος από όλες μας τις αντιλήψεις σχετικά μ’ Αυτόν· οι νοητικές μας
συλλήψεις είναι είδωλα που πρέπει να συντριβούν. Για να ζήσουμε λοιπόν με
πληρότητα, θα πρέπει η πίστη μας συνεχώς να πεθαίνει.
Σ’ όλες αυτές
λοιπόν τις περιπτώσεις αποδεικνύεται πως ο θάνατος δεν είναι καταστροφικός αλλά
δημιουργικός. Από τον θάνατο βγαίνει η ανάσταση. Κάτι πεθαίνει, που σημαίνει
πως κάτι έρχεται στη ζωή. Μήπως και ο θάνατος που έρχεται στο τέλος της
επίγειας ζωής δεν χωράει μέσα στο ίδιο σχήμα; Πρέπει να τον θεωρήσουμε ως τον
τελικό και μεγαλύτερο από μια μακρά σειρά θανάτων και αναστάσεων που βιώσαμε
από την μέρα κιόλας που γεννηθήκαμε. Δεν είναι κάτι το εντελώς άσχετο με όλα
όσα μας έχουν συμβεί κατά την διάρκεια της ζωής μας, αλλά είναι μια μεγαλύτερη
και βαθύτερη έκφραση όλων όσα υποστήκαμε στη διάρκεια αυτού του χρόνου. Αν
υπερβήκαμε τον κάθε μικρό θάνατο, από τον οποίο έπρεπε να περάσουμε, και
περνώντας πέρα από απ’ αυτόν βγήκαμε στην ανάσταση, δεν μπορεί αυτό να αληθεύει
και για τη μεγάλη στιγμή του θανάτου, που την περιμένουμε, όταν τελικά έρθει η
ώρα να αναχωρήσουμε από τον κόσμο αυτό;
Επιπλέον,
για μας τους χριστιανούς, το συνεχώς επαναλαμβανόμενο σχήμα θανάτου και
αναστάσεως μέσα στη ζωή, δέχεται το πλήρες νόημα του στη ζωή, τον θάνατο και
την ανάσταση του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Την ιστορία μας πρέπει να
κατανοήσουμε στο φως της δικής Του ιστορίας – μια ιστορία που την γιορτάζουμε
κάθε χρόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα, και επίσης κάθε Κυριακή στη Λειτουργία. Οι
μικροί μας θάνατοι και αναστάσεις συνδέονται μέσα στην ιστορία, με τον δικό Του
οριστικό θάνατο και ανάσταση, τα μικρά μας περάσματα (πάσχα) αναλαμβάνονται και
παίρνουν αξία από τη δική Του μεγάλη διάβαση (Πάσχα). Ο θάνατος του Χριστού,
σύμφωνα με την Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου είναι ένας «ζωαρχικός θάνατος».
Έχοντας ως βεβαιότητα το δικό του παράδειγμα, πιστεύουμε πως και ο δικός μας
θάνατος μπορεί επίσης να γίνει «ζωαρχικός». Αυτός είναι ο πρόδρομος και οι
απαρχές. Εμείς οι Ορθόδοξοι διακηρύσσουμε στην Πασχαλινή μεταμεσονύκτια
Ακολουθία, με τα λόγια που αποδίδονται στον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, πως:
Μηδείς φοβείσθω θάνατον·
ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος.
Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην.
Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται.
Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου