Όταν ήμουν
νεώτερος, διηγείτο στους αδελφούς ο Αββάς Μακάριος, έπεσα κάποτε σε ακηδία.
Βγήκα λοιπόν από την καλύβα μου και περιπλανώμουν άσκοπα στην έρημο, για να
διασκεδάσω τη θλίψι μου. Επιθυμούσα να βρω κάποιον άνθρωπο να μου ειπή δύο
λόγια ωφέλιμα. Ξαφνικά είδα μπροστά μου ένα μικρό τσοπανόπουλο, που έβοσκε πιο
κάτω τις αγελάδες του. Μου ήλθε τότε στο λογισμό να το ρωτήσω:
– Τι να κάνω, παιδί μου, που πεινώ;
– Και δε τρως; μου αποκρίθηκε,
σηκώνοντας μ’ αδιαφορία τους ώμους του.
– Έφαγα, γυιέ μου, μα ξαναπείνασα.
– Φάγε πάλι, μου είπε.
– Έφαγα και ξανάφαγα ο δόλιος, μα πάλι
πεινώ.
– Μα βόιδι είσαι, Αββά, που θες διαρκώς
να μασουλίζης, μου είπε, ξεσπώντας σ’ ένα περιπαιχτικό γέλιο.
– Καλά σου λέει το παιδί, είπα στο
λογισμό μου, και γύρισα διδαγμένος στο κελλί μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου