Του Ταξιάρχη (Μάκη) Δημητρίου
Το ότι
πλησίαζε το Πάσχα το καταλάβαινα από τις ανάμεικτες μυρωδιές από ασβέστη,
κουλουράκια και τσουρέκια – επιμελώς τυλιγμένα σε τριζάτο χρωματιστό σελοφάν,
δεμένο με κορδέλα – μετρημένα και απρόσιτα .
Δίπλα τους,
από τη Μεγάλη Πέμπτη καμάρωναν τα κόκκινα αυγά γυαλισμένα με λάδι και
χαλκομανίες με την εικόνα του Χριστού και άλλα Πασχαλινά θέματα. Αυτά ήταν
τοποθετημένα στην άχρηστη όλο το χρόνο ειδική πλαστική θήκη με το ποδαράκι, που
υφίσταται μέχρι και σήμερα...
Η
παιδική μου αντίληψη για τη νηστεία σήμαινε όχι γλυκά, αφού τα περισσότερα
κρύβουν γάλα, αυγά, βούτυρο και λοιπά απαγορευμένα. Για το κύριο φαγητό ούτε
που με ένοιαξε ποτέ. Αλλά τα γλυκά όπως σας έχω εξομολογηθεί ήταν και είναι η
αδυναμία μου. Η μάνα μου θεματοφύλακας των όσιων και των ιερών εξόρκιζε τις
σκανδαλιστικές μου σκέψεις και τη ροπή μου προς την «αμαρτία» με βρεγμένο ψωμί
και ζάχαρη. Δεν υπάρχει πιο άχαρο πράγμα από το να μυρίζεις τα λαμπριάτικα
κουλουράκια και να τρως ψωμί με ζάχαρη.
Ανοίγω
μια μικρή παρένθεση γιατί σήμερα τα
πράγματα έχουν αλλάξει και η νηστεία έχει γίνει μια γαστριμαργική και
ιδιαίτερα κερδοφόρα περίοδος.
Μια
έρευνα στο διαδίκτυο θα σας κατατοπίσει με χιλιάδες συνταγές «νηστίσιμων» πιάτων και γλυκών που μόνο σε
στέρηση και λιτή διατροφή δεν παραπέμπουν. Η τηλεόραση θα σας δείξει άλλες
τόσες. Οι εταιρείες πλέον παράγουν
νηστίσιμα γάλατα, τυριά, και όλα τα καλά του Θεού. Πως γίνεται να είναι
νηστίσιμο το τυρί; Νήστευε και … μη ερεύνα!
Τα
εστιατόρια και οι ταβέρνες
προσαρμόζονται και εντάσσουν στο μενού τους πιάτα υπερπαραγωγές, ενώ τα ουζερί
και τα τσιπουράδικα έχουν την τιμητική τους, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται και τα
ντελίβερι, που πηγαινοέρχονται ασταμάτητα με μπέργκερ και κεμπάπ
λαχανικών.
Πριν από
λίγα χρόνια βρέθηκα με κάποιους φίλους σε μια ταβέρνα, Μεγάλη Παρασκευή, μετά
την «κατανυκτική» περιφορά του επιταφίου, την οποία παρά τις αντιρρήσεις μου
αφήσαμε σχεδόν στη μέση και τρέχαμε πανικόβλητοι για να προλάβουμε τραπέζι. Δεν
το είχα ξανακάνει και μου φάνηκε παράλογη η βιασύνη τους. Όμως όπως αποδείχθηκε
οι φίλοι μου είχαν δίκιο γιατί όλα σχεδόν τα τραπέζια απανταχού της πόλης ήταν
ήδη πιασμένα, από ένα δύο άτομα που περίμεναν τις παρέες τους να έρθουν από τον
επιτάφιο ή από τους πιο οργανωμένους ρεζερβέ. Το τι καταναλώσαμε οι «πιστοί»
απίστευτο. Αφού κοντεύαμε να σκάσουμε από τη «νηστεία» ένας από τη παρέα μάς
παρέσυρε και για «νηστίσιμο» γλυκό. Η τιμωρία για την λαιμαργία μου ήταν βαρύ στομάχι για το επόμενο εικοσιτετράωρο .
Κλείνει
η παρένθεση και επανέρχομαι στη δεκαετία του ’60.
Το
Μεγάλο Σάββατο από το πρωί επικρατούσε από μικρός έως μεγάλος πανικός, ευθέως
ανάλογος με τον αριθμό των φιλοξενούμενων, που πολλές φορές μας αιφνιδίαζαν, καθώς
μας θυμόντουσαν «κατά σύμπτωση» …το Πάσχα, για να επαληθεύσουν το γνωστό «Χριστούγεννα στην πόλη και Πάσχα στο χωριό».
Πιθανολογώ όμως, ότι η πραγματική αιτία της παρουσίας τους ήταν, πως μάλλον
περνούσαν καλά και μας προτιμούσαν! Ήταν δε και τόσο «διακριτικοί» που πολλές
φορές έφερναν και άλλους, γι’ αυτό και δεν
ήταν σπάνιο το φαινόμενο, να κάνουμε Πάσχα και με μερικούς άγνωστους επιπλέον στο
σπίτι! Βλέπετε τότε δεν υπήρχε ακόμα η μόδα του «εξοχικού» σπιτιού και ο
καθένας βολευόταν ή στο πατρικό του ή σε συγγενείς και φίλους στην επαρχία.
Το
βράδυ με το «Χριστός Ανέστη» η μάνα μου κατάκοπη αυγόκοβε τη μαγειρίτσα, έβαζε
τραπέζι και έφευγε για την εκκλησία να ακούσει την Αναστάσιμη λειτουργία μέχρι
το τέλος και με την ευκαιρία να ξεκουραστεί και λίγο. Το περίεργο είναι ότι
ακόμα και σήμερα νοσταλγεί εκείνες τις ημέρες
που το σπίτι θύμιζε καταυλισμό προσφύγων και εκείνη ήταν όλη μέρα στον
νεροχύτη και είχε να εξυπηρετήσει καμιά εικοσαριά ενήλικες και τα παιδάκια
τους.
Την
Κυριακή του Πάσχα ο πατέρας μου σηκωνόταν χαράματα να ετοιμάσει τη φωτιά. Τότε
δεν είχα αντίληψη του πόσο κουρασμένος πρέπει να ήταν μετά από τόσες ώρες
δουλειάς στο φούρνο και τώρα αναρωτιέμαι που έβρισκε τόση ενέργεια. Ήθελε να
ευχαριστηθούν όλοι, να φάνε, να πιούνε και να γλεντήσουν. Ο ίδιος ίσα που
δοκίμαζε το αρνί όταν ψηνόταν και ύστερα πήγαινε για ύπνο ήσυχος ότι είχε κάνει
το καθήκον του σαν οικογενειάρχης και οικοδεσπότης.
Το
κοκορέτσι και το αρνί ήταν έτοιμα από το προηγούμενο απόγευμα στις σούβλες τους
και έπαιρναν τη θέση τους πάνω από τα «χωνεμένα» κάρβουνα.
Εγώ
στην ευτυχισμένη εκείνη περίοδο της ζωής μου, που κανείς δεν περίμενε κάτι από
μένα εκτός του να είμαι σχετικά φρόνιμος, ξυπνούσα χαρούμενος που ήταν Πάσχα.
Αν και οι έννοιες του θανάτου και της Ανάστασης μου δημιουργούσαν συναισθήματα
θλίψης και χαράς αντίστοιχα, δεν μπορούσαν να χωρέσουν στο μικρό μου παιδικό
μυαλό .
Ωστόσο
η χαρά μου δεν ήταν ακαθόριστη. Πρώτον η νηστεία είχε τελειώσει και η πρόσβαση
στα κουλουράκια και τα κόκκινα αυγά ήταν ελεύθερη. Δεύτερον το ψυγείο για τα
παγωτά του κοντινού παντοπωλείου ήταν γεμάτο. Ο πατέρας μου τηρώντας το
οικογενειακό «έθιμο» μας μάζευε τα πιτσιρίκια και μας έδινε το απαιτούμενο ποσό
και τρέχαμε σφαίρα να πάρουμε παγωτά για όλους.
«Το παγωτό του Πάσχα» ήταν και το πρώτο παγωτό της χρονιάς και παραμένει η
πιο ζωηρή ανάμνηση από τα Πάσχα των παιδικών μου χρόνων.
Τα
χρόνια πέρασαν. Μεγάλωσα, έκανα δική μου οικογένεια και το Πάσχα ερχόμουν στο
πατρικό μου, όπου ο πατέρας μου συνέχιζε να κάνει το καθήκον του και να μας
ετοιμάζει το αρνί και το κοκορέτσι. Δυστυχώς ποτέ δεν το πήρα ζεστά να παρακολουθήσω τη διαδικασία
της προετοιμασίας και του ψησίματος.
Με το
που εγκαταστάθηκα εκ νέου στη Λαμία ξύπνησε ο Ρουμελιώτης μέσα μου. Να ψήνουν οι άλλοι και εγώ να μην ξέρω; Πήρα συμβουλές από το διαδίκτυο, από γνωστούς
και φίλους – πολλές αντικρουόμενες μεταξύ τους – και το αποτόλμησα. Και κοκορέτσι τύλιξα και αρνί σούβλισα και φωτιά
άναψα, μια χαρά τα κατάφερα, αν λάβετε υπόψη ότι μέχρι τότε δεν είχα ψήσει ούτε
παϊδάκια. Μάλλον είναι θέμα γονιδίων.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.
ΈΡΕΥΝΑ –
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Άντε και του Χρόνου! εξαιρετική περιγραφή, μας ταξίδεψε και στο χώρο και στο χρόνο!!
ΑπάντησηΔιαγραφή