Η πρώτη
φορά ήρθε αναπάντεχα. Διστάζαμε κι οι δυο μας. Με πείραζε. «Να μεγαλώσεις
λίγο». Εγώ ήθελα, μα φοβόμουνα κιόλας. Η πρώτη φορά! Σε κάποιο υπόγειο, που το
είχαμε για παράνομο τυπογραφείο. «Δεν ήταν σωστό», είπε εκείνος ύστερα. «Είναι χώρος δουλειάς». Πάγωνα.
Δεν ζεστάθηκα καθόλου. Ούτε κείνη τη στιγμή. Όταν δουλεύαμε, έριχνα πάνω μου
ένα αντρικό σακάκι που κάποιος το ’χε ξεχάσει. Σαν ξύλιαζαν τα χέρια μου, τα
έτριβα πάνω στο σαμαροσκούτι του και μετά ακουμπούσα ολόκληρη πάνω στην πλάτη
του όπως καθότανε σκυφτός. Καλύτερα να φορούσε το σαμαροσκούτι του και κείνη τη
στιγμή. Με το σαμαροσκούτι είναι δικός μου...
Είναι
ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ. «Θα διώξουμε τους
καταχτητές». «Η λευτεριά θέλει θυσίες». «Αφέντης ο λαός». Όταν μιλάει,
φέγγουνε τα σκούρα μπλε μάτια του. Τα φρύδια τα ανοιχτοκάστανα σχηματίζουν
κορνίζα από πάνω. «Το είπε ο Αχιλλέας». Δεν ήμουνα μόνο εγώ. Όλα τα παιδιά της
οργάνωσης, αγόρια και κορίτσια, προφέρανε αυτή τη φράση. «Το είπε ο Αχιλλέας»!
Και τρέχαμε όπου μας έστελνε, σαν ν’ απλώναμε φτερά. Τα κορίτσια θα νομίζουν
πως αυτό έχει γίνει πολλές φορές …
Αλλιώς
τη φανταζόμουνα τη πρώτη φορά. Άλλες φαντασίες και άλλα όνειρα, όνειρα για
κοριτσάκια, που, πριν τους φωνάξει κάποιος στο πλυσταριό για να βγουν να γράψουν
συνθήματα στους τοίχους, πηγαίνανε στο «Ρεξ», άμα το έργο ήταν κατάλληλο, τις
Κυριακές το πρωί. Αλλιώς το φανταζόμουνα. Μπορεί και να ’φταιγε το
ξεχαρβαλωμένο ντιβανάκι. Πετούσε μια σούστα και μου έπεφτε πάνω στη
ραχοκοκαλιά. Αυτός ο πόνος είναι ο πιο δυνατός. Μυρίζει κλεισούρα και
τυπογραφικό μελάνι. Ο Αχιλλέας φεύγει σχεδόν αμέσως μετά. Εκεί που πάει δεν
σηκώνει ν’ αργήσει ούτε δευτερόλεπτο. Μπορεί να ’ναι και θάνατος. «Είσαι καλά;»
Ίσως αυτό είπε πριν κλείσει την πόρτα, ίσως κάτι άλλο. Μου άγγιξε το μέτωπο,
λες κι ήθελε να δει αν έχω πυρετό και μου έδωσε το αντρικό σακάκι να σκεπαστώ.
Ζαρώνω και τυλίγομαι, έτσι ολόγυμνη που είμαι. Άχαρο, αγορίσιο κορμί. Δεν θέλω
να το βλέπω. Πονάω παντού. Δεν μπορώ να κουνήσω. Πρέπει όμως να ντυθώ, γιατί
όπου να ’ναι θα έρθουν τα παιδιά να πάρουν το υλικό. Που να ξέρουν τα κορίτσια
πως είναι η πρώτη φορά! Αν δεν ντρεπόμουνα, θα ρωτούσα τη Νίνα, το κορίτσι του
Πάνου, αν ήτανε έτσι και με κείνη. Τρέμω ολόκληρη. Ας είχα ένα τσάι του βουνού,
έστω και με χαρουπόμελο. Θέλω να πάω σπίτι. Η Λίζα μου βάζει κάθε βράδυ στο
παγωμένο μου κρεβάτι ένα μπουκάλι με ζεστό νερό. Η πρώτη φορά! Ανάμνηση: Μια
σούστα στη ραχοκοκαλιά.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ «Η
ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ, 1987
Η Άλκη Ζέη είναι
Ελληνίδα συγγραφέας και πεζογράφος. Έχει βραβευθεί για το έργο της από την
Ακαδημία Αθηνών, ενώ βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου