Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

27 Φεβ 2022

ΛΑΜΙΑ: Το στοιχειό του Κάστρου (Β΄ ΜΕΡΟΣ 1973 – 1994)

 ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΩΝΑ

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ & ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


Το (κυριολεκτικά) Σωτήριον έτος (για το στρατώνα, αλλά και για το κάστρο) 1973 ο Γεώργιος Πλατής επανέρχεται στο θέμα της κατεδάφισης...

 


Δημοσιεύει επιστολή στην εφημερίδα ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ την 1/3/1973, στην οποία ψέγει τόσο το ΣΚΕ όσο και το Δήμο για τη 15ετή καθυστέρηση. Ο συντάκτης του ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ υπερθερματίζει στην άποψη του Γεωργίου Πλατή.

Αυτή τη φορά, η αντίδραση εκ μέρους της Στρατιωτικής Διοίκησης Κεντρικής Ελλάδος (ΣΔΙΚΕ) είναι ακαριαία.

Αποστέλλει το όλο θέμα στο Ταμείο Εθνικής Αμύνης στις 6/3/1973


 

Σε αυτό το έγγραφο βλέπουμε ότι είχε ήδη γίνει αυτοψία στο χώρο και στο κτίριο του στρατώνα από τον ίδιο το Στρατηγό Διοικητή Ιωάννη Πρωτοπαπά, ο οποίος διαπίστωσε ότι το κτίσμα αν και απογυμνωμένο είναι σε αρίστη κατάσταση .

Αναφέρεται επίσης στις επιστολές του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και του Δήμου Λαμιέων του 1957, για τη διατήρηση του στρατώνα καθώς και στο τότε αίτημα του Δήμου για επισκευή του εκ μέρους της Στρατιωτικής Υπηρεσίας, στο οποίο η απάντηση ήταν αρνητική για οικονομικούς λόγους.


 

Στις 26/3/1973 στο έγγραφο του ΤΕΘΑ με θέμα ΤΙΤΛΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (Φρούριον Λαμίας) αναφέρεται ξεκάθαρα ότι χρήση του χώρου από οποιαδήποτε στρατιωτική υπηρεσία δεν υφίσταται από το 1940 – 41.

Αναφέρει την παραχώρηση έκτασης 612 μ2 στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων το 1956 άνευ αποζημιώσεως για την ανέγερση τηλεπικοινωνιακών εγκαταστάσεων του ΝΑΤΟ.

Επίσης στέκεται στο Βασιλικό Διάταγμα της 25/2/1922 βάσει του οποίου το κάστρο με ότι εμπεριέχει είναι προεξέχον Βυζαντινό μνημείο και σημειώνει ότι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής καθώς και ότι εν γένει τα φρούρια θεωρούνται κτήμα όλων των Ελλήνων.

Επισημαίνει ότι θα μπορούσε ήδη να έχει παραχωρηθεί (αν είχε ζητηθεί) στον αρμόδιο φορέα.

Για τη διευθέτηση του θέματος αποφασίζει την παράδοση του κτιρίου στην Οικονομική Εφορία Λαμίας για να εγγραφεί ως Δημόσιο κτήμα, προς αξιοποίησή του.

Επίσης δίνει εντολή να σταλεί απάντηση με την απόφαση αυτή στην εφημερίδα ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, προς δημοσίευση.

Η επιστολή είναι η ακόλουθη και δημοσιεύεται στον ΕΘΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ στις 22/4/1973.

Σίγουρα δεν είναι αυτή που επιθυμούσε ο Γεώργιος Πλατής


 

Παραθέτουμε τη δημοσιευμένη πια απάντηση από το φύλλο της εφημερίδας με το σχόλιο του συντάκτη της, που φαίνεται να διαχωρίζει (για πρώτη φορά) τη θέση του από εκείνη του Πλατή και εκφράζει τον ενθουσιασμό του για τη λύση που δόθηκε.



 

Υπάρχει όμως μια ακόμα επιστολή με την επισήμανση «ακριβές αντίγραφο», ίδια ως ένα σημείο με τη δημοσιευθείσα αλλά με την προσθήκη ότι το κτίριο δεν πρέπει να κατεδαφιστεί αλλά μπορεί να αξιοποιηθεί για τουριστικούς λόγους.

Στην αρχή πιστέψαμε ότι ήταν μια διόρθωση προς αναδημοσίευση πλην όμως δεν την βρήκαμε δημοσιευμένη στον ΕΘΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ.

Σας την παραθέτουμε με το επισήμως αναπάντητο ερώτημα για τον αποδέκτη της.



                                                         
                            

Πιθανολογούμε ότι ίσως αφορούσε κοινοποίηση προς τον Δήμο ή το Αρμόδιο Υπουργείο ή στον ίδιο το Γεώργιο Πλατή (ωστόσο δεν βρήκαμε κάτι στο αρχείο του).

Με το πρακτικό Ν.30 στις 6/7/1973 η Διοικητική Επιτροπή ΤΕΘΑ παρουσία μάλιστα του Γεωργίου Παπαδοπούλου παίρνει την παρακάτω τελεσίδικη απόφαση.


 

Συγχρόνως, ακόμα αναζητείται λύση για τη στέγαση Μουσείου.

Στο φύλλο της 7/6/1973 στον ΕΘΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ δημοσιεύεται σχετικό άρθρο.

 


 

Ούτε τώρα φαίνεται κανείς να σκέφτεται το χώρο του στρατώνα σαν μια πολύ καλή και οριστική λύση για τη δημιουργία Μουσείου μέσα στον Αρχαιολογικό χώρο του κάστρου, που και θα το αξιοποιούσε πολιτιστικά και τουριστικά.

Στις 22/2/1974 υπογράφεται το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής του κάστρου στον Έφορο Κλασσικών Αρχαιοτήτων Λαμίας Γεώργιο Χουρμουζιάδη.

 



Πριν περάσουμε στη διαδικασία της επισκευής και της αξιοποίησης παραθέτουμε το Βασιλικό διάταγμα της 25ης Φεβρουαρίου του 1922 με το οποίο το Κάστρο της Λαμίας, μεταξύ άλλων φρουρίων, κηρύχθηκε προεξέχον Βυζαντινό μνημείο.


 

Χρειάστηκαν 10 ακριβώς χρόνια για να δρομολογηθεί η απόφαση για την επισκευή του στρατώνα και τη μετατροπή του σε Αρχαιολογικό Μουσείου και στέγη της ΙΔ΄ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ.

Όπως αναφέρει η Αθηνά Κραβαρίτη στη διπλωματική της μελέτη  για τα περιφερειακά μουσεία:

Το 1984 παραχωρήθηκε η χρήση του Κάστρου στο Δήμο Λαμιέων, ο οποίος μετά από σχετική μελέτη εγκεκριμένη από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, άρχισε την ανάπλαση του χώρου και τις εργασίες επισκευής του στρατώνα (1985 – 1991) στο πλαίσιο αναβάθμισης της πόλης. Το 1991 μεταφέρθηκαν στο νεοεπισκευασθέν κτίριο τα γραφεία της ΙΔ΄ ΕΠΚΑ και στις 25 Σεπτεμβρίου 1994 πραγματοποιούνται τα εγκαίνια του Αρχαιολογικού Μουσείου που καταλαμβάνει τμήμα του ισογείου και του 1ου ορόφου. Στο βόρειο τμήμα του ισογείου, δημιουργήθηκε ειδικά διαμορφωμένη αμφιθεατρική αίθουσα πολλαπλών εκδηλώσεων που έχει φιλοξενήσει κατά καιρούς συνέδρια, ημερίδες και άλλες εκδηλώσεις πολιτιστικού περιεχομένου.

Η παραχώρηση της χρήσης του Κάστρου αφορά μια ισόγεια αίθουσα πολλαπλών εκδηλώσεων στο κτίριο του ΑΜΛ, ενός λυόμενου θεάτρου εντός του χώρου του Κάστρου και ενός αναψυκτηρίου σε επισκευασθέντα χώρο παλιάς πυριτιδαποθήκης στην εσωτερική ακρόπολη του Κάστρου, όπως προκύπτει από την κοινή απόφαση Υπουργών Εσωτερικών & Πολιτισμού (έγγραφο αρ. πρωτ. 670/11-4-91) 

Η επισκευή του στρατώνα ήταν ένα απαιτητικό εγχείρημα που αποτέλεσε παράδειγμα στην αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων και περιγράφεται  στη μελέτη του Γιώργου Ντέλλα (αρχιτέκτονα μηχανικού του  Υπουργείου Πολιτισμού) για την ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΜΕΓΑΛΩΝ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΩΝΩΝ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΛΑΜΙΑΣ (1992).

Όπως γράφει ο ίδιος βασίστηκε στη διπλωματική εργασία των Γ. Ντέλλα και Λ. Σπηλιωτοπούλου, που έγινε στην έδρα της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής (καθηγητής Χ. Μπούρας) του ΕΜΠ το 1980.

Το μεγάλο στοίχημα κατά τη πορεία των επισκευών του στρατώνα και της ανάπλασης του χώρου, ήταν ο σεβασμός του ιστορικού περιβάλλοντος και συνεπώς η ελάχιστη αλλοίωση των στοιχείων και η ανάδειξή τους. Στην πορεία των εργασιών υπήρχε διαρκής συνεργασία με την Εφορία Κλασικών Αρχαιοτήτων Λαμίας και τις Δημοτικές αρχές στα πλαίσια της προσαρμογής των απαραίτητων λειτουργιών στους διαθέσιμους χώρους.

Η επιλογή των σύγχρονων εξελιγμένων υλικών έγινε με γνώμονα την δυνατότητα ένταξής τους σε μνημείο, την προσαρμογή τους σε παραδοσιακά υλικά και τα αισθητικά τους πλεονεκτήματα.

Η πέτρα και το ξύλο παντρεύτηκαν αρμονικά δίνοντας ένα δυναμικό και ταυτόχρονα φιλόξενο αποτέλεσμα.

 

Ιδιαίτερα για την ανάπλαση του χώρου αναφέρεται ότι:

Για τις προτάσεις διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου του στρατώνα και του κάστρου χρησιμοποιήθηκε η αποτύπω­ση του τυπογραφικού του κάστρου που είχε γίνει από τους αρχιτέκτονες Π. Μητρόπουλο, Σ. Δελλή και Β. Παπασωτηρίου για διπλωματική εργασία στην έδρα της Μορφολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Πολυτε­χνική Σχολή, καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος) το 1973.


 

Πέρα όμως από  τις τεχνικές λεπτομέρειες η μελέτη περιλαμβάνει και χρήσιμα ιστορικά στοιχεία όπως και σχόλια.

Ένα σημαντικό στοιχείο είναι η αναφορά στο Χάρτη της Βενετίας. Γράφει ο Γιώργος Ντέλλας:

Αφού σώθηκε το κτί­ριο από την κατεδάφιση, κατεβλήθη μια μακρόχρονη προσπάθεια για την ανάδειξη και αξιοποίηση του κάστρου της Λαμίας, που σήμερα βρίσκεται στο στάδιο εφαρμογής. Δια­φορετική άποψη έχει εκφράσει ο Τρ. Παπαναγιώτου, ό.π., σ. 90 – 92, ο οποίος αναφέρει ότι «είναι αναγκαία η απαλλαγή του φρουρίου από αυτόν (= το στρατώνα)».

Ο Τρ. Παπαναγιώτου στο «Ιστορία και Μνημεία της Φθιώτιδος» (1971) χρησιμοποιεί τα στοιχεία από τα δημοσιεύματα του Πλατή όπως γράφει στις σημειώσεις του. Το περίεργο είναι ότι οι αρνητικές γνώμες και των τριών περιηγητών (Philippson 1883, Stalhlin 1912 και Beguignon 1937), που επικαλείται ο Γ.Πλατής και όσοι τον αντέγραψαν κατά καιρούς, εκφράστηκαν σε χρόνο που ο στρατώνας όχι μόνο δεν ήταν ερείπιο αλλά χρησιμοποιείτο από το στρατό για τις ανάγκες του.

Ο Γ. Ντέλλας επισημαίνει ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στις αρχές του «Χάρτη της Βενετίας», καθότι αποτελεί τεκμήριο για την ιστορία του κάστρου και της περιοχής γενι­κά.

Ο Χάρτης της Βενετίας για την αποκατάσταση και συντήρηση μνημείων και μνημειακών συνόλων καταρτίστηκε στη Βενετία (1964) και αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένα διαχρονικό πλαίσιο κατευθυντήριο αρχών για την αποκατάσταση και συντήρηση κάθε είδους μνημείων.

Τελικά η αποκατάσταση τόσο του στρατώνα όσο και του περιβάλλοντος χώρου δικαίωσε τη μακρόχρονη προσπάθεια.


Το κάστρο αποδόθηκε στη πόλη της Λαμίας για να θυμίζει σε όλους την ιστορία της.

Αν και η εποχή της βασιλείας του Όθωνα δεν έχει αφήσει τις καλύτερες αναμνήσεις στη περιοχή, δεν παύει να αποτελεί μια ιστορική περίοδο που δεν είναι σκόπιμο ούτε δυνατό να διαγραφεί απλά και μόνο κατεδαφίζοντας ένα ιστορικό κτίριο.

Και πιστεύουμε ότι κάποια από τα στοιχεία που άφησαν πίσω τους οι κατακτητές και οι δυνάστες (κτίρια, τζαμιά, έργα τέχνης) θα έπρεπε να έχουν διατηρηθεί και ενσωματωθεί όχι μόνο για λόγους πολιτιστικούς αλλά για να μας υπενθυμίζουν την ιστορία μας.

Εν κατακλείδι, ένα πολύ χρήσιμο κτίριο που χρησιμοποιήθηκε για τη φύλαξη των συνόρων της Νεότερης Ελλάδας και για  διάφορες στρατιωτικές ανάγκες, που στάθηκε όρθιο το 1871 μετά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης (που υπήρχε εντός του κάστρου), μετά τους βομβαρδισμούς από τους Γερμανούς και μετά την εγκατάλειψη του από κάθε αρμόδιο φορέα για πολλά χρόνια, συνεχίζει να υπάρχει και να υπηρετεί την πόλη, της οποίας αποτελεί πλέον το πιο εμβληματικό σημείο.

 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Ευχαριστούμε την κ. Σοφία Βακιρτζηδέλη, Προϊσταμένη Τμήματος Γ.Α.Κ. Φθιώτιδας, της οποίας την υπομονή πολλάκις δοκιμάσαμε, για την βοήθεια που μας πρόσφερε στην έρευνά μας.

Επίσης ευχαριστούμε όλο το προσωπικό της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού για την προθυμία τους να μας εξυπηρετήσουν και για το πολύ χρήσιμο υλικό που μας χορήγησαν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου