Είχα πριν
από λίγες μέρες γνωρίσει τη Γεωργιανή Βαρβάρα Νικολάεβνα, κι απόψε με είχε
καλέσει στο κλειστό τούτο περβόλι, γιατί με είδε βαριά στεναχωρημένο και με
λυπήθηκε. Ποτέ μου δε συναπάντησα πιο όμορφη γυναίκα˙ όχι όμορφη, κάτι άλλο που
δε χωράει σε λόγια – μάτια πράσινα μαυλιστικά κι επικίντυνα σα φιδιού, φωνή
ανάλαφρα βραχνή, όλο υπόσχεση, άρνηση και γλύκα. Την κοίταζα, και το μυαλό μου
θόλωνε, μουγκρητά προανθρώπινα ανέβαιναν από τα νεφρά μου, βαθιές μαύρες
σπηλιές ανοίγουνταν μέσα μου κι έβγαιναν παμπάλαιοι τριχωτοί πρόγονοι και
μούγκριζαν κοιτάζοντας τη Βαρβάρα Νικολάεβνα...
Την κοίταζα
κι εγώ και συλλογίζουμουν: Ετούτη η στιγμή δε θα ξανάρθει ποτέ. Ετούτη η
γυναίκα δε θα ξαναβρεθεί ποτέ. Εκατομμύρια χρόνια δούλεψαν, αναρίθμητες
περιπέτειες, σύμπτωσες, τύχες, μοίρες, για να γεννηθεί ετούτη η γυναίκα και
τούτος ο άντρας και να σμίξουν σ’ ένα ακρογιάλι του Καύκασου, μέσα στο περβόλι
ετούτο με τ’ ανθισμένα αράπικα καλάμια. Θα την αφήσουμε τη θεία ετούτη στιγμή
να μας ξεφύγει;
Η γυναίκα
στράφηκε, μεσόκλεισε τα μάτια.
– Νικολάι Μιχαήλοβιτς, μου ’πε έρχεσαι
να φύγουμε;
Τρόμαξα˙
ό,τι λαχτάριζα και δεν τολμούσα να πω, η γυναίκα το τόλμησε.
– Να φύγουμε! είπα˙ να πάμε που;
– Μακριά από δω˙ βαρέθηκα τον άντρα
μου, εδώ πλαντώ, εδώ μαραίνουμαι, λυπούμαι το κορμί μου, Νικολάι Μιχαήλοβιτς,
λυπούμαι το, έλα να φύγουμε.
Αρπάχτηκα
σφιχτά από την καρέκλα όπου κάθουμουν, φοβήθηκα μην τιναχτώ απάνω και την
αρπάξω από τη μέση, ένα καΐκι είχε αράξει μπροστά μας, να μπούμε στο καΐκι και
να φύγουμε. Πολέμησα να φέρω αντίσταση.
– Και το χρέος, Βαρβάρα Νικολάεβνα, οι
χιλιάδες ψυχές που από μένα περιμένουν σωτηρία;
Η γυναίκα
έδωκε μια, έλυσε τη μεταξωτή κορδέλα από το κεφάλι της, χύθηκαν τα γαλάζια
μαλλιά της στις πλάτες. Σούφρωσε πεισματικά τα χείλια.
– Το χρέος! έκαμε σαρκαστικά. Ένα, μάθε
το από μένα, ένα είναι το χρέος: να μην αφήνεις την ευτυχία να σου φεύγει˙ να
την αρπάζεις από τα μαλλιά. Άρπαξέ με από τα μαλλιά, Νικολάι Μιχαήλοβιτς,
κανένας δεν μας βλέπει.
Κοίταζα τη
θάλασσα˙ μέσα μου πάλευαν όλοι οι δαιμόνοι˙ κανένας άγγελος. Μπροστά μου
στέκουνταν η Μοίρα και περίμενε. Πέρασε κάμποση ώρα˙ κι άξαφνα η γυναίκα,
κατάχλωμη, πετάχτηκε απάνω.
– Πάει πια! έκαμε˙ δε δέχτηκες ευτύς,
δε με άρπαξες από τα μαλλιά, ζύγιασες τις ζημιές και τα κέρδη, πάει πια! Και να
δεχτείς τώρα, εγώ δε δέχουμαι. Στην υγειά σου, Νικολάι Μιχαήλοβιτς, μπράβο,
είσαι τίμιος ανθρωπάκος, αυτό που λένε στύλος της κοινωνίας, με γεια σου και με
χαρά σου!
Είπε κι
άδειασε το ποτηράκι της το στυφό αρμένικο κρασί.
Ύστερα από
χιλιάδες χρόνια, μες στ’ άχαρα γεράματα, σφαλνώ τα μάτια, ξαναφυτρώνουν οι
αράπικες καλαμιές, χτυπάει η Μαύρη Θάλασσα τα μελίγγια μου, έρχεται η Βαρβάρα
Νικολάεβνα και κάθεται αντίκρα μου, όχι πια στην καρέκλα, παρά διπλοπόδι απάνω
στ’ άσπρα χαλίκια˙ την κοιτάζω, την κοιτάζω και συλλογιέμαι: Έκαμα καλά να μην
αρπάξω τη θεία στιγμή από τα μαλλιά;
Αναστενάζω
και λέω: Δεν το μετανιώνω!
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΛΕΝΗ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ», ΕΚΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν Έλληνας συγγραφέας, πεζογράφος,
λογοτέχνης μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, θεατρικός
συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και
μεταφραστικό έργο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου