Δύσκολο,
δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκκολήσει από το σώμα της τον κόσμο˙ βουνά, θάλασσες,
πολιτείες, ανθρώποι – ένα χταπόδι είναι η ψυχή κι όλα τούτα απλοκαμοί της.
Έκαμε η
Ιταλία κατοχή στην ψυχή μου, έκαμε κατοχή η ψυχή μου στην Ιταλία, πια δε
χωρίζουμε, γίναμε ένα˙ δεν υπάρχει δύναμη πιο ιμπεριαλιστική στον κόσμο από την
ψυχή του ανθρώπου˙ καταχτάει, καταχτάται, κι όλο κι η αυτοκρατορία της τής
φαντάζει στενή, πλαντάει, και θέλει να κυριέψει τον κόσμο, για να μπορεί ν’
ανασάνει...
Τέτοιο
στάθηκε το πρώτο μου παρθενικό ταξίδι στη Φραγκιά. Τότε ευτύς δεν το κατάλαβα,
μα μέσα μου άρχισαν να σπάζουν τα σύνορα της επαρχίας, είδα πως ο κόσμος είναι
πιο πλούσιος και πιο πλατύς από την Ελλάδα, κι η ομορφιά κι ο πόνος κι η δύναμη
μπορούν να πάρουν κι άλλα πρόσωπα εξόν από τα πρόσωπα που τους έδωσε η Κρήτη κι
η Ελλάδα. Πόσες φορές, κοιτάζοντας τα ωραία σώματα που λάμπουν σαν αθάνατα στις
ζωγραφιές της Αναγέννησης, με κυρίευε θλίψη αβάσταχτη κι αγανάχτηση, γιατί όλα
τα θεία κορμιά που έδωκαν αφορμή στις ζωγραφιές τούτες σάπισαν, γίνηκαν χώμα˙
μιαν αστραπή μονάχα κρατάει απάνω στο φως του ήλιου η ομορφιά και η δόξα του
ανθρώπου. Είχαν αρχίσει ν’ ανοίγουν πάλι μέσα μου οι δυο μεγάλες λαβωματιές …
Από το πρώτο μου ετούτο ταξίδι, πάντα πια η ομορφιά αφήνει θανατερή απόγεψη στα
χείλη μου. Έτσι πλούτισε η ψυχή μου βρίσκοντας μια νέα πηγή ανταρσίας˙ γιατί
εύκολα δεν ανέχεται η απλοϊκή ψυχή του νέου να εξευτελίζεται η ομορφιά, και να
μην απλώνει απάνω της το χέρι του ο Θεός και να την κάνει αθάνατη. Να’ μουν εγώ
ο Θεός, διαλογίζεται ο νέος, σπάταλα θα μοίραζα την αθανασία˙ δε θ’ άφηνα ποτέ
ένα ωραίο κορμί ή μια γενναία ψυχή να πεθάνει˙ μα τι Θεός είναι ετούτος που
στον ίδιο κοπρόλακκο ρίχνει τους όμορφους και τους άσκημους, τους γενναίους και
τους κιοτήδες και πατάει απάνω τους την πατούσα του, χωρίς διάκριση, και τους
κάνει όλους λάσπη; Ή δεν είναι δίκαιος, ή δεν είναι παντοδύναμος, ή δεν
καταλαβαίνει! Κι ο νέος, χωρίς συχνά να το ξέρει, πλάθει μέσα του, κρυφά, ένα
Θεό που να μην ντροπιάζει την καρδιά του.
«Πιστεύετε
στην αθανασία της ψυχής;» ρώτησαν μια μέρα το Ρενάν˙ κι ο παμπόνηρος
ταχυδαχτυλουργός: «Δε βλέπω το λόγο ο μπακάλης μου να’ ναι αθάνατος»
αποκρίθηκε. Ούτε εγώ˙ μα βλέπω το λόγο γιατί οι μεγάλες ψυχές δεν πρέπει να
πεθαίνουν ξεκολνώντας από τη σάρκα.
Έτσι,
λαβωμένος, γύρισα στην Ελλάδα. Ακατάστατες, ακαταστάλαχτες χόχλαζαν μέσα μου
πνεματικές ανταρσίες και ψυχικές αναταραχές, δεν ήξερα τι θα’ κανα, ήθελα πρώτα
να βρω μιαν απάντηση, την απάντηση μου, στα παμπάλαια ρωτήματα κι ύστερα ν’
αποφασίσω τι θ’ απογίνω. Αν δε βρω πρωτύτερα, έλεγα, ποιος είναι ο σκοπός της
ζωής απάνω στη γης, πως θα μπορέσω να βρω ποιος είναι ο σκοπός και της μικρής
μου εφήμερης ζωής; Κι αν δε δώσω ένα σκοπό στη ζωή μου, πως θα μπορέσω να μπω
στην πράξη; Και δε μ’ ένοιαζε να βρω – μάντευα πως αυτό ήταν αδύνατο και μάταιο
– ποιος αντικειμενικά είναι ο σκοπός της ζωής, παρά ποιος είναι ο σκοπός που
εγώ, από δικού μου, της δίνω, σύμφωνα με τις ψυχικές και πνεματικές μου
ανάγκες. Αν αυτός είναι αληθινά ο σκοπός ή όχι, δεν είχε τότε για μένα μεγάλη
σημασία˙ σημασία είχε να βρω, να δημιουργήσω ένα σκοπό που να ’ναι σύμφωνος με
μένα, κι έτσι, ακολουθώντας τον, να ξετυλίξω στο έπακρο τις εδικές μου λαχτάρες
κι ικανότητες. Γιατί θα συνεργαζόμουν αρμονικά πια με το σύνολο.
Αν οι
μεταφυσικές αυτές έγνοιες για ένα νέο είναι αρρώστια, ήμουν, την εποχή εκείνη,
βαριά άρρωστος.
Στην Αθήνα,
ερημία. Οι φίλοι μου, τους είχε ξεράνει το νου και την καρδιά η καθημερινή
έγνοια της ζωής.
– Δεν έχουμε καιρό να σκεφτούμε … μου
’πε ο ένας.
– Δεν έχουμε καιρό ν’ αγαπούμε … μου
’πε ο άλλος.
– Ενδιαφέρεσαι για το σκοπό της ζωής;
μου ’πε ένας άλλος γελώντας˙ που πας και χάνεσαι, καημένε!
Και θυμήθηκα
την απόκριση που μου ’δωκε ο χωριάτης όταν τον ρώτησα με λαχτάρα πως λέγαν το
γαλάζιο πουλί που είχε περάσει από πάνω μας˙ με κοίταξε περιπαιχτικά: «Που πας και χάνεσαι,
καημένε! Δεν τρώγεται.»
Κι ένας
γλεντζές που ήταν μαζί του, πετάχτηκε κι είπε, και το μάτι του ήταν όλο
σαρκασμό:
– Μια μαντινάδα θα σου πω, να ’ναι του
περιτρόπου˙
το χέσε, φάε, κλάσε, πιε, να τη ζωή του
ανθρώπου!
Κι οι
διανοούμενοι, μικροζήλιες, μικροκαβγάδες, κουτσομπολιά κι αλαζονεία. Είχα
αρχίσει να γράφω, για να ξεσκάσω, για να ξεστρατίσω την κραυγή μέσα μου˙
ανέβαινα στη Δεξαμενή, όπου ήταν η μεγάλη επικίντυνη λογοτεχνική σφηκοφωλιά, κάθιζα
σε μια γωνιά, άκουγα˙ δεν κουτσομπόλευα, δε σύχναζα σε ταβέρνες, δεν έπαιζα
χαρτιά, ήμουν ανυπόφορος. Οι τρεις πρώτες τραγωδίες που σάρκωνα μέσα μου με
πονούσαν˙ οι μελλούμενοι στίχοι ήταν ακόμα μουσική και μάχουνταν να ξεπεράσουν
τη βουή και να γίνουν λόγος.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΛΕΝΗ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ», ΕΚΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν Έλληνας συγγραφέας, πεζογράφος,
λογοτέχνης μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, θεατρικός
συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και
μεταφραστικό έργο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου