Σήμερα, τη
γιορτή μου την περάσαμε στο περίφημο ζωγραφικό αργαστήρι των Ιωσαφαίων. Είναι
δέκα καλόγεροι ζωγράφοι˙ κάθε βδομάδα ένας κάνει τη λάτρα του σπιτιού, πλένει,
μαγερεύει, κι οι άλλοι ζωγραφίζουν. Από το αργαστήρι ετούτο βγαίνουν και παν
στα πέρατα της ορθοδοξίας οι καλοχτενισμένοι, καλοθρεμμένοι Χριστοί, οι όμορφες
πλουσιοντυμένες Παναγίες, οι ροδομάγουλοι ευχαριστημένοι άγιοι χωρίς καμιάν
αγιότητα. Χαλκομανίες. Αγαθοί καλοπροαίρετοι καλόγεροι, φιλόξενοι, φιλότιμοι,
αγαπούν το καλό φαΐ, το καλό κρασί, τους μουνουχισμένους γάτους˙ ώρες μετά το
δείπνο, καθούμενοι γύρα από το μεγάλο αναμμένο τζάκι, κουβεντιάζαμε˙ εμείς για τα
εγκόσμια, αυτοί για τα υπερκόσμια...
Ο πάτερ
Ακάκιος, παχύς, κοντός, με πρησμένα ποδάρια, ζωγράφιζε ολημέρα τον Άγιον
Αντώνιο˙ και τώρα, χαδεύοντας ένα χοντρό μαύρο γάτο στα γόνατά του, μας μιλάει
με κατάνυξη για τον άγριο ερημίτη. Ήρθε μια μέρα μια κοπέλα και του ’πε: «Όλες
τις εντολές του Θεού τις τήρησα˙ έχω τα θάρρη μου στο Θεό, θα μου ανοίξει την
Παράδεισο». Ο Άγιος Αντώνιος τότε τη ρώτησε: «Σου έγινε η φτώχεια πλούτος; –
Όχι, αβά. – Ούτε σου έγινε η ατιμία τιμή; – Όχι, αβά. – Ούτε οι οχτροί φίλοι; –
Όχι, αβά. – Ε, λοιπόν, πήγαινε, εργάζου, δυστυχισμένη, γιατί τίποτα δεν έχεις».
Κοίταζα τον
αγαθό Ακάκιο, από το πολύ φαΐ, από την πολλή ζέστα του τζακιού κι από τη θύμηση
του φοβερού ασκητή να ιδρώνει, και συλλογίζουμουν τι ροδομάγουλο Αντώνιο θα
μπογιάτιζε ολημέρα. Και μια σατανική επιθυμία με κυρίεψε να του πω: «Πήγαινε,
εργάζου, δυστυχισμένε, γιατί τίποτα δεν έχεις». Μια κρούστα από ξίγκια, από
συνήθειες κι αναντρία τυλίγει την ψυχή, κι άλλα λαχταρίζει αυτή στον πάτο της
φυλακής της κι άλλα εχτελούν τα ξίγκια, οι συνήθειες κι η αναντρία. Μα δε
μίλησα˙ δε μίλησα από αναντρία.
Τη νύχτα,
όταν πέσαμε να κοιμηθούμε, το ξομολογήθηκα στο φίλο μου.
– Θα το ’καμες από ευγένεια, μου ’πε
για να με παρηγορήσει, όχι από αναντρία˙ από λύπηση να μην πικράνεις ένα τόσο
καλόν άνθρωπο˙ μπορεί κι από την πεποίθηση πως ο λόγος σου θα πήγαινε χαμένος.
– Όχι, όχι, διαμαρτυρήθηκα, κι αν ακόμα
είναι αυτό που θαρρείς, πρέπει να νικήσουμε τις μικρές αρετές που λες, την
ευγένεια, τη λύπηση, τη σκοπιμότητα˙ τις μικρές αρετές φοβούμαι πιο πολύ από
τις μεγάλες κακίες, γιατί έχουν ωραίο πρόσωπο κι εύκολα ξεγελούνε. Μα εγώ θέλω
να δώσω τη χειρότερη εξήγηση και λέω το ’καμα από αναντρία, για να ντροπιάσω
την ψυχή μου και να μην το ξανακάμει.
Το πρωί,
στην τζαμωτή βεράντα της Σκήτης, μέσα στους ζωγραφισμένους ροδομάγουλους αγίους
και τις παχουλές Παναγίες, πίναμε με τους δέκα ρασοφόρους ζωγράφους το γάλα και
μασουλίζαμε το νόστιμο σιταρένιο παξιμάδι και τα πλούσια προσφάγια. Από τα
μεγάλα παράθυρα έμπαινε πράος ο χειμωνιάτικος ήλιος κι η μελένια μυρωδιά του
πεύκου. Μιλούσαμε, γελούσαμε, δεν ήταν τούτο Άγιον Όρος, ο Χριστός εδώ είχε
αναστηθεί και γελούσε κι αυτός μαζί μας. Στορούσαν οι καλόγεροι τα θάματα των αγίων και το μάτι τους
έπαιζε, σα να πίστευαν, σα να μην πίστευαν, κι έλαμπαν τα πρόσωπά τους από ένα
μακρινό αντιφέγγισμα.
Τέντωσε το
χέρι του ο πιο νεαρός ζωγράφος, ο πάτερ Αγάπιος, με τα μαύρα γυαλιστερά
γενάκια, με τα κόκκινα χείλια, και μας έδειξε μια ζωγραφιά του στον τοίχο
αντίκρα μας:
– Είναι ο μέγας ασκητής Αρσένιος, είπε
καμαρώνοντας το έργο του˙ κι η γυναίκα που βλέπετε γονατισμένη στα πόδια του
είναι μια όμορφη Ρωμαία αρχόντισσα που πέρασε βουνά και θάλασσες κι ήρθε να τον
προσκυνήσει. Μα ο ασκητής, κοιτάχτε, δείχνει με το δάχτυλό του τη θάλασσα κι
είναι τα φρύδια του μαζεμένα, θέλω να παραστήσω πως θύμωσε και τη διώχνει:
«Φεύγα» της λέει «και μην πεις σε κανένα πως με είδες˙ γιατί η θάλασσα θα γίνει
δρόμος και θα κουβαλιούνται οι γυναίκες στην ερημιά μου. – Προσεύχου για μένα,
πάτερ!» παρακαλάει η γυναίκα. «Θα προσεύχουμαι στο Θεό, γυναίκα» αποκρίθηκε ο
ασκητής «να σε ξεχάσω».
Στράφηκε ο
ζωγράφος και μας κοίταξε με πονηριά.
– Τι πάει να πει αυτό; ρώτησε˙ θα
προσεύχουμαι στο Θεό να σε ξεχάσω …
Δεν καταλαβαίναμε
τι είχε στο νου του ο καλόγερος, σωπαίναμε.
– Θα πει πως ο ασκητής τσιμπήθηκε από
την ομορφιά της γυναίκας, και γι’ αυτό ζητάει βοήθεια από τον Θεό να την
ξεχάσει!
– Και την ξέχασε; έκαμε ο φίλος μου κι
έπαιξε το μάτι στον καλόγερο.
– Ξεχνιούνται αυτά; αποκρίθηκε αυτός,
μα ως είδε το γερο – Αββακούμ να τον αγριοκοιτάζει, μετάνιωσε που του ξέφυγε ο
λόγος και δάγκασε τα χοντρά κόκκινα χείλια του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΛΕΝΗ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ», ΕΚΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν Έλληνας συγγραφέας, πεζογράφος,
λογοτέχνης μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, θεατρικός
συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και
μεταφραστικό έργο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου