Για εκατόν
πενήντα περίπου χρόνια, στο ελλαδικό κρατίδιο η κυρίαρχη αντίληψη για την
ελληνικότητα, η αυτογνωσία και αυτοεκτίμηση των Ελλήνων, ταυτιζόταν με το
ιδεολόγημα που είχε επινοηθεί τον μεσαίωνα στη μετα – ρωμαϊκή Δύση: Ότι η
Αρχαία Ελλάδα τέλειωσε ιστορικά με το κλείσιμο των Φιλοσοφικών Σχολών της
Αθήνας από τον Ιουστινιανό (529 μ.Χ.), η φιλοσοφία ξέπεσε σε θεολογία (δηλαδή
σε δογματικό ιδεολογικό σύστημα βασισμένο σε αναπόδεικτες a priori
παραδοχές) και μάλιστα παραχαραγμένη από τις πλάνες των Γραικών...
Τη φιλοσοφία
και την Τέχνη των Ελλήνων προσοικειώθηκε η Μεσαιωνική Δύση, αρχικά με τον
Σχολαστικισμό, και στη συνέχεια καλλιέργησε το πρόσλημμα αναπτύσσοντας δυναμικά
και διαδοχικά ρεύματα αρχαιολατρίας (Ουμανισμό, Νεοκλασικισμό, Διαφωτισμό). Δημιούργησε
και προώθησε τις «κριτικές εκδόσεις» των κλασσικών αρχαιοελληνικών κειμένων,
πλήθος πανεπιστημιακών εδρών εξειδικευμένων σε κάθε πτυχή της ελληνικής
αρχαιότητας, καθολίκευσε τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική έγινε ο καθιερωμένος
ρυθμός για τα δημόσια κτήρια στη Δυτική Ευρώπη και στις ανά τον κόσμο αποικίες
της: ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία.
Στην
κοινωνία του ελλαδικού κρατιδίου, από την ίδρυσή του ως σήμερα, όλα τα παραπάνω
συμπτώματα εδραίωσαν ως αυτονόητη την πεποίθηση ότι είναι «ελληνικές» οι ρίζες
του παγκοσμιοποιημένου σήμερα πολιτισμικού «παραδείγματος» της Δύσης (ότι «οι
Έλληνες τους δώσαμε τα φώτα»). Στη νοο – τροπία της πολιτικής και «πνευματικής»
ηγεσίας του κρατιδίου, στη ρητορική εκφορά της επίσημης κρατικής ιδεολογίας,
στα αναλυτικά προγράμματα της σχολικής εκπαίδευσης, στη γλώσσα με την οποία
αυτοκαθορίζονται οι θεσμοί (Ακαδημία Αθηνών, πανεπιστήμια, κλήρος, Ένοπλες
Δυνάμεις) η «συγγένεια» της σύγχρονης Ελλάδας με τη Δύση, χάρη στην κοινή
άντληση πολιτισμικής ταυτότητας από την κλασσική αρχαιότητα, εμφανίζεται σαν
αναντίρρητα αποδεκτή βεβαιότητα.
Υπήρξαν
κάποιες ελάχιστες υπομνήσεις περί του αντιθέτου: Ότι ο στεγανά ατομοκεντρικός τρόπος – πολιτισμός της μεταρωμαϊκής
Δύσης είναι ασύμβατος και ασύμπτωτος με το κοινωνιοκεντρικό τρόπο των Ελλήνων, σαφώς αντιθετικός,
κυριολεκτικά αναιρετικός της ελληνικότητας. Ότι η δυτική πρόσληψη αντέστρεψε
τους όρους κατανόησης και χρήσης της ελληνικής παράδοσης. Ότι ο Αριστοτέλης του
Ακινάτη δεν είναι ο έλληνας Αριστοτέλης – ο πατέρας-γεννήτορας της Λογικής
Μεθόδου δήλωνε απερίφραστα τον στόχο της μεθοδικής, συστηματικά συντεταγμένης
διατύπωσης των εμπειριών και λογισμών: και στόχος ήταν η πληρέστερη δυνατή κοινωνία της εμπειρίας, η συμμέθεξη στην
εμπειρία. Κανένα περιθώριο συμβιβασμού με την εργαλειακή εκδοχή του
ορθολογισμού, τη βαρβαρική χρησιμοθηρία, τον ηθικιστικό νομικισμό.
Οι
επισημάνσεις της διαφοράς του ελληνικού από τον δυτικό τρόπο – πολιτισμό έμειναν περιθωριακές, υποτιμημένες, ίσως και
διαβεβλημένες (:εκλαμβάνονταν, κατά κανόνα, σαν έκφραση στενόμυαλου εθνικισμού).
Ο νεωτερικός κρατικοποιημένος Ελληνισμός παρέμεινε παγιδευμένος στη νοο –
τροπία εθελούσιου προτεκτοράτου της Δύσης: Δεν άντεξε ούτε καν τον προβληματισμό
για ενδεχόμενες διαφορές του – διαφορές γόνιμης συνύπαρξης και όχι οπωσδήποτε
πολεμικής αντιπαλότητας. Με μεταπρατική παιδεία, μιμητική των μεθόδων και
συστημάτων της Εσπερίας, μεταπρατικό πολιτικό – διοικητικό σύστημα και δάνειους
θεσμούς, μετάλλαξε ο νεότερος Ελληνισμός το αρχαιοελληνικό κληροδότημα σε
ρητορική κενολογία: Η συντριπτική πλειονότητα του ελλαδικού πληθυσμού καυχάται
για τους αρχαίους προγόνους της, ενώ ταυτόχρονα ανέχεται να καταργείται η
διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στα σχολειά – ο μέσος Έλληνας δεν μπορεί να
διαβάσει (ούτε έμαθε να τον ενδιαφέρει) έστω μια φράση του Αριστοτέλη, του
Πλάτωνα, του Αισχύλου. Διαμαρτύρεται η πλειονότητα των Ελλαδιτών και απαιτεί να
επιστραφούν στην Ελλάδα όσα γλυπτά του Παρθενώνα βρίσκονται στο Βρετανικό
Μουσείο, ενώ είναι σίγουρο ότι δεν γνωρίζουν (δεν διδάχθηκαν ποτέ) τι σημαίνουν
για την ανθρώπινη Ιστορία αυτά τα γλυπτά ή γιατί ο Παρθενώνας είναι έργο Τέχνης
σημαντικότερο από τον Πύργο του Άιφελ!
Διακόσια
χρόνια πείσμονος προσπάθειας εξευρωπαϊσμού έχουν ως αποτέλεσμα, οι πολίτες του
ελληνώνυμου βαλκανικού κρατιδίου να μην είναι ούτε Έλληνες ούτε Ευρωπαίοι, αλλά
ένα νόθο μείγμα που θυμίζει περισσότερο τις απελεύθερες από τη δυτική
αποικιοκρατία «τριτοκοσμικές» κοινωνίες παρά την ελληνικότητα που διασωζόταν
κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ «Η ΕΥΡΩΠΗ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ “ΣΧΙΣΜΑ”», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΚΑΡΟΣ», ΔΕΥΤΕΡΗ
ΕΚΔΟΣΗ 2015
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Ο Χρήστος Γιανναράς είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας
και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 1935. Σπούδασε θεολογία
στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και το Παρίσι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΑΡΘΡΟΥ: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΣΑΝΤΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου