Ένα
αναπόφευκτο ελάττωμα των εργασιών, που αντιμετωπίζουν τις πνευματικές επιστήμες
από τη σκοπιά της ψυχανάλυσης, είναι ότι προσφέρουν και για τους δυο τομείς
πολύ λίγα πράγματα στον αναγνώστη. Έτσι καταντούν να υποβάλλουν απλώς ιδέες,
που οι ειδικοί οφείλουν να τις εκμεταλλευτούν για τις εργασίες τους. Το
ελάττωμα αυτό θα γίνει ιδιαίτερα αισθητό στη μελέτη που ασχολείται με το
απέραντο πεδίο του ανιμισμού.
Με τη
στενότερη έννοια ανιμισμός ονομάζεται το δόγμα, που δέχεται την ύπαρξη ψυχικών
παραστάσεων, και με την ευρύτερη την ύπαρξη των πνευματικών όντων γενικά.
Σημειώνουμε επίσης τον ανιματισμό, το δόγμα για την ζωή που έχουν τα
αντικείμενα, που θεωρούνται άψυχα, καθώς και τον ανιμαλισμό και μανισμό, που
ανήκουν σ’ αυτή τη συνάρτηση. Ο όρος ανιμισμός, που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για
να χαρακτηρίσει ένα ορισμένο φιλοσοφικό σύστημα, φαίνεται ότι οφείλει τη
σημερινή του σημασία στον E.B. Tylor...
Εκείνο που
μας έκανε να εισάγουμε αυτούς τους όρους, είναι η αξιοπερίεργη θεώρηση της
φύσης και του κόσμου, που παρατηρήσαμε στους πρωτόγονους λαούς, που μας είναι
γνωστοί, είτε ανήκουν στην ιστορία, είτε υπάρχουν ακόμα και στην σημερινή
εποχή. Οι λαοί αυτοί εγκαθιστούν στον κόσμο αναρίθμητα πνευματικά όντα, που
θεωρούνται ότι έχουν καλές ή κακές προθέσεις˙ αυτά τα πνεύματα και οι δαίμονες
θεωρούνται επίσης σαν αιτίες των φυσικών φαινομένων και πιστεύεται, ότι
εξαιτίας τους είναι έμψυχα όχι μόνο τα ζώα και τα φυτά, αλλά και τα άψυχα
αντικείμενα. Ένα τρίτο και ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της «φιλοσοφίας
της φύσης» των πρωτογόνων μας φαίνεται λιγότερο περίεργο, επειδή και εμείς οι
ίδιοι δεν είμαστε πολύ μακριά από αυτό, ενώ αντίθετα δεν πολυπιστεύουμε στην
ύπαρξη των πνευμάτων και εξηγούμε τα φυσικά φαινόμενα με τη δράση απρόσωπων
φυσικών δυνάμεων. Οι πρωτόγονοι πιστεύουν δηλαδή ότι μια παρόμοια «εμψύχωση»
ισχύει και για τα ανθρώπινα όντα. Οι άνθρωποι περιέχουν ψυχές που μπορούν να
εγκαταλείπουν την κατοικία τους και να μπαίνουν σε άλλους ανθρώπους. Αυτές οι
ψυχές είναι φορείς πνευματικών ικανοτήτων και μέχρι έναν ορισμένο βαθμό
ανεξάρτητες από τα «σώματα». Αρχικά οι πρωτόγονοι παρίσταναν τις ψυχές σαν κάτι
πολύ παρόμοιο με τα άτομα˙ μόνο στην πορεία μιας μακρόχρονης εξέλιξης
αποχωρίστηκαν τα υλικά χαρακτηριστικά, αναπτύσσοντας ένα μεγάλο βαθμό
«πνευματοποίησης».
Οι
περισσότεροι συγγραφείς τείνουν να δεχτούν ότι οι παραστάσεις των ψυχών είναι ο
αρχικός πυρήνας του ανιμιστικού συστήματος, ότι τα πνεύματα είναι απλώς και
μόνο οι ψυχές που ανεξαρτητοποιήθηκαν και ότι ακόμα και οι ψυχές των ζώων, των
φυτών και των πραγμάτων νοούνται σε αναλογία με τις ανθρώπινες ψυχές.
Αλλά πως
έφτασαν οι πρωτόγονοι να έχουν αυτή την παράξενη δυϊστική αντίληψη, που πάνω
της στηρίζεται το ανιμιστικό σύστημα; Υποθέτουμε ότι αυτό έγινε με την παρατήρηση
των φαινομένων του ύπνου (των ονείρων) και του θανάτου, που τόσο πολύ μοιάζει
στον ύπνο, και με τη προσπάθεια για εξήγηση αυτών των καταστάσεων, που είναι
πολύ οικείες στον κάθε άνθρωπο. Το πρόβλημα του θανάτου πρέπει μάλιστα να είναι
το κύριο σημείο, απ’ όπου ξεκινά η δημιουργία αυτής της θεωρίας. Για τους
πρωτόγονους η διατήρηση της ζωής – δηλαδή η αθανασία – ήταν κάτι το αυτονόητο.
Η παράσταση του θανάτου είναι μεταγενέστερη και έγινε με πολύ δισταγμό
αποδεκτή˙ ακόμα και για μας μένει χωρίς περιεχόμενο και με ασαφή επακόλουθα. Έχουν
γίνει πολύ ζωηρές, αλλά ατελέσφορες συζητήσεις σχετικά με το πόσο συνέβαλαν στη
δημιουργία των βασικών δογμάτων του ανιμισμού παρατηρημένα φαινόμενα και
εμπειρίες, όπως τα όνειρα, οι σκιές, είδωλα κ.λ.π.
Μας φαίνεται
τελείως φυσιολογικό και καθόλου περίεργο το γεγονός, ότι οι πρωτόγονοι
αντέδρασαν στα φαινόμενα, που τους δημιούργησαν απορίες, με την επινόηση
ψυχικών παραστάσεων και με την επέκταση των παραστάσεων αυτών πάνω στα
αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Ο Wundt, μπροστά
στο γεγονός ότι οι ίδιες ανιμιστικές παραστάσεις ισχύουν για τους πιο
διαφορετικούς λαούς και στις πιο διαφορετικές εποχές, αναφέρει ότι «πρόκειται
για τα αναπόφευκτα ψυχολογικά προϊόντα της μυθοποιητικής συνείδησης και ότι ο
πρωτόγονος ανιμισμός θα πρέπει να είναι η πνευματική έκφραση της φυσικής
κατάστασης του ανθρώπου, τουλάχιστον από ό,τι οι παρατηρήσεις μας επιτρέπει να
διαπιστώσουμε».
Ο Hume δικαιολόγησε τη ζωή που έχουν τα άψυχα
αντικείμενα στο βιβλίο του «Natural
History
of
Religion», όπου
αναφέρει: «Οι άνθρωποι έχουν μια καθολική τάση να αντιλαμβάνονται όλα τα όντα
σαν όμοια με αυτούς και να αποδίδουν σε όλα τα αντικείμενα τις ιδιότητες που
τους είναι γνώριμες και απόλυτα συνειδητές».
Ο ανιμισμός
είναι ένα σύστημα σκέψης. Δεν δίνει απλώς εξήγηση για ένα μεμονωμένο φαινόμενο,
αλλά παρέχει τη δυνατότητα να κατανοηθεί από μια σκοπιά ολόκληρος ο κόσμος σαν
ενιαίο σύνολο. Η ανθρωπότητα έχει υιοθετήσει, σύμφωνα με όσα παραδέχονται
σχετικά οι συγγραφείς, στο πέρασμα των αιώνων τρία τέτοια συστήματα σκέψης,
δηλαδή, τρεις μεγάλες κοσμοθεωρίες: την ανιμιστική (μυθολογική), τη θρησκευτική
και την επιστημονική. Αυτή που εμφανίστηκε αρχικά, ο ανιμισμός, είναι ίσως η
πιο συγκροτημένη και πλήρης, και εξηγεί ολοκληρωτικά τη φύση του κόσμου. Αυτή λοιπόν
η πρώτη κοσμοθεωρία της ανθρωπότητας είναι μια ψυχολογική θεωρία. Ξεπερνάει τη
πρόθεσή μας να δείξουμε πόσο καλά διατηρείται ακόμα και στις μέρες μας, είτε
υποτιμημένη με τη μορφή της δεισιδαιμονίας, είτε ζωντανή και ενεργή στη βάση
της γλώσσας, της πίστης και των παραδόσεών μας.
Έχοντας
υπόψη μας αυτό το σύνολο των τριών κοσμοθεωριών, μπορούμε να πούμε ότι ο
ανιμισμός μόνος του δεν είναι θρησκεία, αλλά περιέχει τη βάση που πάνω της
αναπτύσσονται οι θρησκείες. Είναι επίσης προφανές ότι οι μύθοι έχουν ανιμιστική
καταγωγή, αν και οι λεπτομέρειες της σχέσης μύθων και ανιμισμού δεν είναι
πλήρως αποσαφηνισμένες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου