Κατ’ αρχάς,
σημαίνει κάποιον που είναι βαφτισμένος και κατ’ επέκταση μέλος της Εκκλησίας.
Αν ζούσαμε στην εποχή των πρώτων Χριστιανών, θα είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. Ωστόσο
η συσσώρευση μέχρι σήμερα πολλών γεγονότων και καταστάσεων φορτίζει τον όρο
«Χριστιανός» με μια ποικιλία εκφράσεων, οι οποίες επιδέχονται πολλές περιγραφές
ως προς τον τύπο του ανθρώπου με τον οποίο αντιστοιχούν.
α) Ένας
βαφτισμένος Χριστιανός είναι ένας εντελώς κοσμικός
[1] άνθρωπος. Το μόνος στοιχείο που τον συνδέει
με την Εκκλησία είναι η βάπτισή του στο πλαίσιο μιας παράδοσης, η οποία έχει
σχέση περισσότερο με την «νομιμοποίηση» του ονόματος που πήρε. Εκείνο που τον
συνδέει ως ενήλικα με την Εκκλησία είναι η συμμετοχή του σε θρησκευτικές γιορτές
δύο ή τρεις φορές τον χρόνο από συνήθεια και επειδή αυτό ανανεώνει τις
αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Θα έλεγε κανείς πως του υπενθυμίζει ότι στη
ζωή του υπάρχει και η πλευρά της θρησκευτικής πίστης, την οποία μπορεί και να
απορρίπτει επί της ουσίας...