Κατ’ αρχάς,
σημαίνει κάποιον που είναι βαφτισμένος και κατ’ επέκταση μέλος της Εκκλησίας.
Αν ζούσαμε στην εποχή των πρώτων Χριστιανών, θα είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. Ωστόσο
η συσσώρευση μέχρι σήμερα πολλών γεγονότων και καταστάσεων φορτίζει τον όρο
«Χριστιανός» με μια ποικιλία εκφράσεων, οι οποίες επιδέχονται πολλές περιγραφές
ως προς τον τύπο του ανθρώπου με τον οποίο αντιστοιχούν.
α) Ένας
βαφτισμένος Χριστιανός είναι ένας εντελώς κοσμικός
[1] άνθρωπος. Το μόνος στοιχείο που τον συνδέει
με την Εκκλησία είναι η βάπτισή του στο πλαίσιο μιας παράδοσης, η οποία έχει
σχέση περισσότερο με την «νομιμοποίηση» του ονόματος που πήρε. Εκείνο που τον
συνδέει ως ενήλικα με την Εκκλησία είναι η συμμετοχή του σε θρησκευτικές γιορτές
δύο ή τρεις φορές τον χρόνο από συνήθεια και επειδή αυτό ανανεώνει τις
αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Θα έλεγε κανείς πως του υπενθυμίζει ότι στη
ζωή του υπάρχει και η πλευρά της θρησκευτικής πίστης, την οποία μπορεί και να
απορρίπτει επί της ουσίας...
β) Ένας
βαφτισμένος Χριστιανός μπορεί να είναι κοσμικός και ταυτόχρονα βαθιά δεισιδαίμονας. Αυτό σημαίνει ότι
υπαρξιακά είναι αγκιστρωμένος σε μια μαγική θεώρηση και θέαση της θρησκευτικής
του πλευράς. Η χριστιανική θρησκευτική του πίστη τού χρειάζεται τόσο, όσο
μπορεί να του εξασφαλίζει την απαραίτητη ηρεμία, ώστε να απομακρύνεται από
κοντά του η επήρεια του κακού στις κοινωνικές του σχέσεις. Ο Θεός μεταβάλλεται
σε μάγο, ικανό να τον αποτρέπει από κάθε δύσβατο μονοπάτι. Θα μπορούσε να είναι
και βουδιστής ή ινδουιστής, αλλά επειδή όλα αυτά είναι ξένα στον δικό του
κοινωνικό περίγυρο, παραμένει στην χριστιανική του ιδιότητα, στην παράδοση του.
γ) Ιδού και ο
«ευσεβής», πλην όμως κοσμικός
Χριστιανός. Είναι φορέας ενός ηθικού χριστιανικού τρόπου ζωής. Θυμίζει τον τύπο
του ελληνικού κινηματογραφικού έργου με βασικό σύνθημα το «τάξις και ηθική».
Όλα τακτοποιούνται σε ένα μικροαστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο κινείται. Ένας
μικροαστός Χριστιανός ενδιαφέρεται για το ατομικό του συμφέρον και φροντίζει να
είναι σύμφωνο με ένα χριστιανικό ηθικό κώδικα στο βαθμό που του διασφαλίζει την
εικόνα ενός ηθικού και ευσεβούς μέλους της κοινωνίας.
δ) Πέρα από
τους μνημονευθέντες τύπους πρέπει να μη λησμονήσουμε τον Χριστιανό ο οποίος
εμφορείται από ένα διαρκή φόβο απέναντι στην πάσης φύσεως αμαρτία. Δεν
πρόκειται για έναν κοσμικό. Είναι κατ’ αρχήν ευσεβιστής. Τηρητής κατά γράμμα
της χριστιανικής ηθικής σε σημείο που πολλές φορές η ευσέβειά του είναι
αναλόγως αντίθετη με τον νόμο της αγάπης του Χριστού. Θα επιθυμούσε να διακηρύττει
με δύναμη το σλόγκαν «ζήτω ο Χριστός, κάτω η αμαρτία».
Και το
διακηρύττει με δύο εργαλεία, τα οποία χειρίζεται ομολογουμένως επιδέξια: Κατ’
αρχάς με την άμυνα απέναντι σε κάθε αρνητή της Εκκλησίας και σε όποιον νομίζει
ο ίδιος ότι δεν ακολουθεί σωστά την παράδοση, ακυρώνοντάς του την εικόνα που
έχει για την Εκκλησία. Κατά δεύτερο λόγο με την επίθεση σε κάθε μορφή γνώσης
που υποψιάζεται ότι του γκρεμίζει το προσωπικό του κοσμοείδωλο. Είναι
ευσεβιστής ανάλογα με την ώρα γιατί, αν χρειαστεί, χρησιμοποιεί και το μαστίγιο
για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Η πρωτόγονη χριστιανική του ιδιότητα
τον οδηγεί στο σημείο να θεωρεί καθένα που μιλάει για αγάπη ως περίεργο
Χριστιανό, μη αυστηρό τηρητή των κανόνων, ενώ του αποδίδει τη νεοφανή βρισιά
του «αγαπούλη».
ε) Τέλος θα
χρειαστεί να χρειαστεί να αναφέρουμε και τον συνειδητοποιημένο Χριστιανό, αυτόν που κρατά το νου του στην
Εκκλησία των πρώτων Χριστιανών, με τη γνήσια μορφή πίστης. Αυτόν που συμμετέχει
στα δρώμενα της εκκλησιαστικής ζωής και με πόνο βλέπει να νοθεύεται πολλές
φορές ό,τι έχει κατακτήσει με την άσκηση και τη ζωή της η Εκκλησία. Είναι
ελεύθερος στη σκέψη του, αγαπητικό όν, με διαρκή πάλη με τις αρχές, τις
εξουσίες και τους κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου, με κριτικό πνεύμα απέναντι
σε κάθε τι που είναι βλαβερό και επικίνδυνο για την Εκκλησία, και γενικότερα
τον άνθρωπο. Γνωρίζει ότι είναι μειονότητα μέσα στο χώρο, αλλά προσπαθεί με
προσευχή, με προσήλωση σε μια συνεπή, κατά το δυνατό, πνευματική ζωή και στις
παραδόσεις να αναστήσει μια ουσιαστική σχέση με τους άλλους, τους όποιους
άλλους μέσα κι έξω από την Εκκλησία, δίνοντας μαρτυρία μόνο με τη συνέπειά του
και την αγάπη του. Εδώ θα ήταν καλό να θυμηθούμε τον ορισμό που δίνει ο Άγιος
Αναστάσιος ο Σιναΐτης για τον Χριστιανό: «Οι μεν φασιν, ότι πίστις ορθή και
έργα ευσεβή. Ο δε Ιησούς ουκ εν τούτοις ορίζει όντως αληθή Χριστιανόν˙ δύναται
γαρ τις και πίστιν και έργα αγαθά έχειν, υψηλοφρονείν επ’ αυτοίς και μη είναι
τέλειος Χριστιανός. Χριστιανός γαρ εστιν αληθινός οίκος Χριστού, δι έργων
αγαθών και δογμάτων ευσεβών συνιστάμενος». [2]
Σημειώσεις
1. κοσμικός: Ο
όρος αυτός σηματοδοτεί τον άνθρωπο που ζει και βιώνει τον τρόπο με τον οποίο
ζουν και κινούνται όλοι οι άνθρωποι, αποδεχόμενος ένα κώδικα αξιών, ο οποίος
μπορεί να μην είναι πάντοτε αποδεκτός από την Εκκλησία.
2. Αναστασίου
Σιναΐτου, Βίβλος η καλουμένη Οδηγός,
Άγιον Όρος 1970, σ. 1
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΡΙΩΤΟΓΛΟΥ «Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΣΤΗ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΗ: ΦΙΛΙΕΣ - ΣΧΕΣΕΙΣ», ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΥΝΑΞΗ», ΤΕΥΧΟΣ 135
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΘΡΟΥ: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΣΑΝΤΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΘΡΟΥ: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΣΑΝΤΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου