Του Ταξιάρχη (Μάκη) Δημητρίου
«Ανάσα
Κατινάκι μου
για
σένα σκίζω το σακάκι μου»
Αυτό
τραγουδούσε μόνιμα ο “Ανάσας” – από
το οποίο πήρε και το παρατσούκλι του – προς τιμή και εξευμενισμό της συζύγου
του όταν τύφλα στο μεθύσι τριγυρνούσε στα στενοσόκακα του Σλα Μαχαλά ψάχνοντας
στα σπίτια των φίλων του, παρέα για το υπόλοιπο της βραδιάς. Μόνιμη συντροφιά
του είχε ένα αρκετά μεγάλο φορητό ραδιόφωνο, που μέρα και νύχτα έπαιζε λαϊκά
και ρεμπέτικα. Το ραδιόφωνο είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της φυσικής του
ύπαρξης αφού αποτελούσε προέκταση του χεριού του, αλλά και της υπόστασής του – τρόπος ύπαρξης δηλαδή...
Τον θυμάμαι
χαρακτηριστικά μια χειμωνιάτικη μέρα, που είχε χιονίσει πάρα πολύ και είχε
ανοίξει ο πατέρας μου με το φτυάρι ένα διάδρομο στο στενό που περνούσε δίπλα
από το σπίτι μας για να μπορούμε να κυκλοφορούμε. Μικρά παιδάκια τότε εγώ και
η αδελφή μου εγκλωβισμένοι στην αυλή λόγω του χιονιού που
έφτανε ίσα με τα κεφάλια μας, βλέπουμε τον “Ανάσα”
να ανηφορίζει τρεκλίζοντας το στενό με το ραδιόφωνο στη διαπασών στο ένα χέρι
και μια σχεδόν διαλυμένη ανοικτή ομπρέλα στο άλλο. Λίγο το μεθύσι, λίγο ο πάγος
γλίστρησε άσχημα κάποια στιγμή κι όπως κατρακυλούσε του φεύγει η ομπρέλα αλλά
όχι και το ραδιόφωνο, που το κρατούσε ψηλά για να το προστατέψει. Κάποια στιγμή
σηκώθηκε , τίναξε το χιόνι από πάνω του, επιθεώρησε το ραδιόφωνο και συνέχισε
απτόητος την πορεία του τραγουδώντας …
«Ανάσα
Κατινάκι μου
για
σένα σκίζω το σακάκι μου».
Τώρα που τα
σκέφτομαι όλα αυτά πιστεύω ότι είχα την τύχη να γεννηθώ και να μεγαλώσω σε μια
πολύ ιδιαίτερη περιοχή.
Ο Σλα
Μαχαλάς τη δεκαετία του ’60 ήταν η μποέμ συνοικία της Λαμίας και δεν το
λέω αβασάνιστα ούτε σαν σχήμα λόγου ούτε με πρόθεση στρεψοδικίας. [1]
Μποέμ
είναι εκείνος που βρίσκεται εκτός της αστικής νοοτροπίας και των κοινωνικών
συμβάσεων. Είναι αυτός που ζει για το σήμερα και για αύριο έχει ο Θεός. Είναι ο
λαϊκός, γνήσιος bon viveur που αρκείται στο κρασί και σε ότι να ’ναι
μεζέ. Στην ελληνική δημώδη γλώσσα πέρασε η λέξη ομόηχα
χαρακτηρίζοντας γενικά την ανέμελη ζωή γεμάτη απολαύσεις και μάλιστα χωρίς
κανένα ιδιαίτερο μειωτικό χαρακτήρα ή προέκταση. Στα δε ελληνικά λαϊκά
τραγούδια απαντώνται ευρύτατα οι ονομασίες "μποέμης"
και "μποέμισσα".
Το
ποίημα του Βάρναλη “Οι μοιραίοι” μοιάζει να φωτογραφίζει τα
ταβερνάκια της περιοχής που ήταν παρατεταγμένα στη σειρά στην οδό
Εκκλησιών και αποτελούσαν τον αγαπημένο προορισμό των ανδρών.
«Μες στην υπόγεια την ταβέρνα
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(Επάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παρέα πίναμε ψες
εψές σαν όλα τα βραδάκια
να πάνε κάτω τα φαρμάκια».
Η
ροπή προς το αλκοόλ ήταν σαν ένα είδος επιδημίας και κοινωνικής μάστιγας που
έπληττε τον ανδρικό πληθυσμό του Σλα Μαχαλά.
Η αντίληψή
τους και η ανάγκη έκφρασής της, δεν μπορούσε να οριοθετηθεί και να
βιομηχανοποιηθεί. Άνθρωποι εύκολοι στον εθισμό, πάμφτωχοι αλλά σπάταλοι, στο
κυνήγι του μεροκάματου αλλά ξένοιαστοι.
Βέβαια από
κοινωνιολογική άποψη αυτό είναι απολύτως λογικό. Οι μικρές και σχετικά
ομοιογενείς κοινωνίες, περιλάμβαναν άτομα που γνωρίζονταν μεταξύ τους, που
είχαν παραπλήσιες μορφές απασχόλησης καθώς και συγκλίνοντα ενδιαφέροντα:
έδειχναν, σκεφτόντουσαν και συμπεριφερόντουσαν με παρόμοιο τρόπο, αντανακλώντας
ένα κοινά αποδεκτό σύστημα αξιών και κανόνων συμπεριφοράς.
Συμπέρασμα:
Κανένας άνδρας στο Σλα Μαχαλά δεν θα επέτρεπε να τον πούνε “ξενέρωτο”.
Τα
ταβερνάκια αυτά αποτελούσαν άβατο για τις γυναίκες. Κάθε κανόνας βέβαια έχει
τις εξαιρέσεις του. Σε αυτή τη περίπτωση η εξαίρεση έφερε το παρατσούκλι η “Λελούδω” η οποία όχι μόνο τολμούσε να
μπει μέσα αλλά έπινε και παρέα με τους άντρες. Εκείνοι την κερνούσαν κρασάκι
έχοντας και το “πονηρό” στο μυαλό τους, αλλά η “Λελούδω” τους στόλιζε κανονικά με τέτοιο υβρεολόγιο, που τους
αποθάρρυνε.
Η παρέα κάποιες φορές – όταν υπήρχαν οι
προϋποθέσεις βλ. χρήμα – κατέληγε στα μπουζούκια για ένα ποτήρι παραπάνω και
χάζι στις διερχόμενες αμφιβόλου ηθικής και ταλέντου “τραγουδιάρες”, που
βρίσκονταν στη περιοχή της Νέας Μαγνησίας, γνωστή τότε ως “συνοικισμός”. Ένας
μάλιστα “μπρούκλης” είχε τη τρέλα να πηγαίνει στα μπουζούκια με τρία ταξί. Στο
πρώτο έμπαινε ο ίδιος, στο δεύτερο το καπέλο του και στο τρίτο το σακάκι του.
Άλλες φορές
η κρασοκατάνυξη κατέληγε σε καβγάδες και η βραδιά έληγε άδοξα με την παρέα υπό
διάλυση. Το πρωί κανείς σχεδόν δεν το θυμόταν.
Το αξιοσημείωτο
είναι πως για αυτούς τους ανθρώπους η οικογένεια ήταν υπεράνω όλων. Η
οικογενειακή δομή ήταν απλοϊκή. Ο άντρας περιοριζόταν στην εξασφάλιση των
αναγκαίων ενώ η γυναίκα ήταν το κέντρο της άμεσης ζωής, μεγάλωνε τα παιδιά
και διατηρούσε την οικογενειακή συνοχή
και την παράδοση. Οι άντρες τιμούσαν τις γυναίκες τους με το δικό τους τρόπο
και οι γυναίκες ανεχόντουσαν τις “τρέλες τους”, όχι τόσο από ανάγκη όσο γιατί
τις αποδέχονταν σαν φυσιολογικές. Ας μη ξεχνάμε την κλασσική συμβουλή των
μαμάδων της εποχής στις κόρες τους : «Ας
τον να πάει όπου θέλει. Στο τέλος εδώ θα γυρίσει».
Οι
επικράτειες των αντρών και γυναικών είχαν διαχωριστικό όριο τον αυλόγυρο του
σπιτιού. Το βασίλειο των αντρών ήταν ο δρόμος, το καφενείο και η ταβέρνα. Το
βασίλειο των γυναικών ήταν οι αυλές με τα μικρά κτίσματα με τους ασβεστωμένους
τοίχους και τις μικρές χαμηλές κουζίνες. Εκεί οι γυναίκες δούλες και κυρές
ενωμένες από την κοινή μοίρα μοιράζονταν τις ζωές τους παίρνοντας και δίνοντας
κουράγιο η μια στην άλλη.
Όταν τα
οικονομικά ήταν ανθηρά η οικογένεια έβγαινε για διασκέδαση. Αγαπημένοι
προορισμοί οι οικογενειακές ταβέρνες όπως ο “Γώγος”
στον Άγιο Λουκά ή η “Άνοιξη” στην οδό
Υψηλάντου. Ο άντρας θα ξόδευε και την
τελευταία του δραχμή για να καλοπεράσουν και να γυρίσουν σπίτι με ταξί. Ή
βγαίνεις ή δεν βγαίνεις. Αύριο βλέπουμε.
Πηγή
φωτογραφίας https://www.kaliterilamia.gr/
Σε μια μποέμ συνοικία δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι καλλιτέχνες . Σε εκείνους που θα βιαστούν να διαφωνήσουν ως προς την ποιότητα της τέχνης των απλοϊκών και σχεδόν αγράμματων ανθρώπων του Σλα Μαχαλά θα αντιτάξω ότι η τέχνη έτσι κι αλλιώς κινείται μέσα στα αντιλεγόμενα και ασταθή όρια του αντικειμενικά και υποκειμενικά ωραίου. Τι κι αν η Μονμάρτη είχε τον αθυρόστομο συγγραφέα Γκιγιώμ Απολιναίρ; Ο Σλα Μαχαλάς είχε τον δικό του αθυρόστομο ποιητή το Γιάννη Γιαννακάκη που τραγουδούσε κιόλας τα στιχάκια του τη στιγμή που τα ταίριαζε όπως λέγανε.
Αλλά και ο Χρήστος Γουλόπουλος αν και δεν ήξερε
παρά ελάχιστα γράμματα είχε ταλέντο στη ποίηση. Είχε μάλιστα σκαρώσει τα δικά
του κάλαντα. Και σαν αληθινός και
πηγαίος ποιητής δεν παρέλειψε να γράψει ποίημα στην αγαπημένη του. Όμως και στη
μουσική τα κατάφερναν καλά: πίπιζα, νταούλι, ντέφι ήταν αρκετά για μια πρόχειρη ορχήστρα. [2]
Επιπλέον η
συνοικία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για άλλους λαϊκούς καλλιτέχνες όπως ο καραγκιοζοπαίκτης
Ανδρέας Αγιομαυρίτης. Όλες οι
προσωπικότητες του Σλα Μαχαλά περνάγανε από τον “μπερντέ” του. [3]
Οι
περισσότεροι άντρες όσο παράξενο κι αν ακούγεται ήταν δουλευταράδες. Λεφτά δεν
έκαναν πολλά – μεροδούλι μεροφάι – γνήσιοι προλετάριοι που το μόνο που είχαν
προς βιοπορισμό ήταν τα χέρια τους. Εργάτες στις οικοδομές, στα σιδηρουργεία, στα
νταμάρια, στα χωράφια, αχθοφόροι, οδοκαθαριστές, μανάβηδες, ταξιτζήδες κ.α.
Στις
δεκαετίες που μεσολάβησαν πολλά άλλαξαν. Σίγουρα προς το καλύτερο.
Ο Σλα
Μαχαλάς αστικοποιήθηκε. Τα χαμόσπιτα έδωσαν τη θέση τους σε νέα σπίτια με όλες
τις ανέσεις, οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν, οι περισσότεροι απέκτησαν αυτοκίνητο,
τα παιδιά μορφώθηκαν.
Η αλλαγή της
χωρικής δομής επέφερε αλλαγές και στη κοινωνική οργάνωση της συνοικίας και στη
συμπεριφορά των κατοίκων της.
Είναι
γεγονός ότι όσο η πόλη μεγαλώνει τόσο οι κάτοικοι απομακρύνονται και
διαφοροποιούνται από τα πρότυπα των
κλειστών κοινωνιών. Ο ανταγωνισμός στο χώρο της οικονομίας, καθώς και ο
καταμερισμός της εργασίας κατευθύνουν την κοινωνική ζωή σε ξεχωριστές σφαίρες,
όπως αυτή της κατοικίας, του σχολείου, της εργασίας, αλλά και των φιλικών και
των συγγενικών συναναστροφών. Ο χρόνος
και η προσοχή των ανθρώπων αποσπάται από αυτόνομες και ασύνδετες μεταξύ τους
δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικές περιοχές της πόλης με
αποτέλεσμα να μειώνεται ο ρόλος των πρωτογενών φορέων στήριξης και ελέγχου,
όπως η οικογένεια, οι φίλοι ή η γειτονιά. Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να
σκέφτονται ατομικά και όχι συλλογικά και συνεκδοχικά να υπάρχει ατομική και όχι
συλλογική υπευθυνότητα. Η ψυχολογία της “αγέλης” αποτελεί παρελθόν.
Οι μποέμ
έγιναν κύριοι με την ουσία του όρου. Κύριοι των αποφάσεων τους, των πράξεων
τους και των συνεπειών που αυτές έχουν. Οι κραιπάλες αποτελούν γραφικό παρελθόν, η μιζέρια και η ανέχεια
ξορκίζονται, ο Θεός έχει για όσους προνοούν. Τα ταβερνάκια έκλεισαν, τα όργανα
σίγησαν .
Εγώ
θα χαρακτηρίσω τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ως την belle epoch[4]
της Ελλάδας, δηλαδή ένα απαραίτητο διάλειμμα μετά από αλλεπάλληλες συμφορές: τη
Μικρασιατική καταστροφή, το προσφυγικό, δύο παγκόσμιους πολέμους, τη Γερμανική
κατοχή και τον εμφύλιο και τις ακραίες συνθήκες
που δημιούργησαν.
Για το τέλος
κράτησα μια ακόμα χαρακτηριστική φιγούρα εκείνης της εποχής.
«Ώωωωπα . Πάρτο αλλιώς» …
Έτσι έλεγε
στον εαυτό του κάποιος όψιμος τιμητής των κουτσαβάκηδων. [5] Γραφικός με
το ζωνάρι του και φορώντας μόνο το ένα μανίκι του σακακιού του, έγερνε με τον
χαρακτηριστικό τρόπο προς τα δεξιά. Συνήθως ήταν μεθυσμένος και παρέπαιε (παραπατούσε) από τη μια μεριά
του δρόμου στην άλλη. Όταν έφτανε στην άκρη έλεγε «ωωωπα, πάρτο αλλιώς» και πάλι απ’ την αρχή. Εμείς πιτσιρίκια τότε
πηγαίναμε ξοπίσω του και τον ακολουθούσαμε μιμούμενοι τις κινήσεις του. Οφείλω
να ομολογήσω ότι την πιο επιτυχημένη μίμηση
την έκανε η αδελφή μου.
Ακόμα και
σήμερα τον παριστάνει με επιτυχία, όταν τυχαίνει να κάνουμε συζήτηση για τα
παιδικά μας χρόνια φρεσκάροντας τις αναμνήσεις μας.
«Ώωωωπα . Πάρτο αλλιώς» …
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η άποψη
μου αυτή έχει ιστορική βάση.
H λέξη «μποέμ», “boheme” ή «bohémien»
στα Γαλλικά, σημαίνει ο κάτοικος της Βοημίας, περιοχής της Τσεχίας. Μέχρι
και τις αρχές του 19ου αιώνα, οι Γάλλοι αποκαλούσαν «μποέμ» τους τσιγγάνους,
γιατί πίστευαν λανθασμένα βέβαια, ότι όλοι οι τσιγγάνοι είχαν περάσει μέσω
Βοημίας για να φτάσουν εκεί. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο όρος «μποέμ» άλλαξε
περιεχόμενο. Τον χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν τους φτωχούς, μη
συμβατικούς καλλιτέχνες του Παρισιού που ζούσαν ενάντια στους κανόνες και τις
κοινωνικές συμβάσεις.
Όπως αναφέρει ο περιηγητής Francoιs Pouqueville* στο
βιβλίο του Voyage dans in Grece ( σελ. 81) στην απογραφή του έτους 1810
επί Τουρκοκρατίας ακόμα στη Λαμία κατοικούσαν 1.060 οικογένειες Τούρκων, 700
Ελλήνων και 50 Βοεμών. O
Γεώργιος Πλατής στο βιβλίο
του “Λαμία Ιστορική και Κοινωνική έρευνα”
σελ. 83 τους τοποθετεί στην ανατολική πλευρά της πόλης που ονομαζόταν Σλα
Μαχαλάς, Γύφτικα ή Αραπομαχαλάς.
*Ο
Φρανσουά Πουκεβίλ, γιατρός, συγγραφέας και διπλωμάτης, είχε μια
περιπετειώδη ζωή, γνωρίζοντας από τον Ναπολέοντα μέχρι τον Αλή Πασά,
ενσαρκώνοντας, έτσι, τον κλασικό τύπο του ρομαντικού λογίου της εποχής του και
ευρισκόμενος αρκετές φορές, πότε ως αιχμάλωτος, πότε ως πρέσβης και πότε ως
περιηγητής στην υπό οθωμανική κυριαρχία, αλλά και επαναστατημένη Ελλάδα. Άλλοι
τον θεωρούν Φιλέλληνα και άλλοι όχι. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε τρία έργα
.
2. Από το
βιβλίο της Μαρίας Τζιβελέκη – Πολυμεροπούλου
“Αγαπητοί μου συμπολίτες”
Σε αυτό θα βρείτε όλους αυτούς που
άφησαν εποχή τόσο στο Σλα Μαχαλά όσο και σε όλη τη Λαμία.
3. Του Μιχάλη Χατζάκη στα “Φθιωτικά χρονικά” του 1983 σελ. 182
4. Βelle epoch (μπελ
επόκ) ονομάσθηκε εκ των υστέρων στην Ευρώπη η εποχή από το 1871 έως το 1914 για
το αισιόδοξο πνεύμα που επικρατούσε αλλά και σε αντιδιαστολή με τη φρίκη του Α΄
Παγκοσμίου πολέμου που ακολούθησε.
5. Κουτσαβάκηδες
ονομάστηκαν οι μάγκες (ψευτονταήδες, μπράβοι, τραμπούκοι κ.λ.π.) προς «τιμή»
του Δημήτρη Κουτσαβάκη από τον
Πειραιά .
Βάλε πηγή, η φωτογραφία που ανέβασες ανήκει στο kaliterilamia.gr
ΑπάντησηΔιαγραφήΛΑΒΑΜΕ ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΑ ΥΠΟΨΗ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ. ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΣ ΓΝΩΡΙΣΕΤΕ ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΗΓΕΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΣΤΕ, ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΤΕΘΕΙ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΑΜΕΣΩΣ ΘΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΟΥΜΕ.
ΑπάντησηΔιαγραφήSLAMACHALAS
Τους εικονιζόμενους στην φωτο. ταβέρνα του Ρήγα , τους θυμάμαι όλους , άπαντες απόντες .Για λόγους σεβασμού δεν θα κάνω αναφορά ονομάτων
ΑπάντησηΔιαγραφή