Του Ταξιάρχη (Μάκη) Δημητρίου
Πριν τρία περίπου
χρόνια ένας παλιός συμμαθητής, είχε τη φαεινή ιδέα να οργανώσει
συνάντηση συνένωσης ( περισσότερο γνωστή παρά τοις Έλλησι ως reunion) των συμμαθητών του δημοτικού. Αφού ήδη βρισκόμουν στη Λαμία και όπως θα
έχετε καταλάβει είμαι κοινωνικό άτομο δεν χρειάστηκα και πολλά παρακάλια για να
παραβρεθώ. Η αλήθεια είναι ότι πήγα με τις καλύτερες των προθέσεων: Να θυμηθώ,
να συγκινηθώ, να διευρύνω το κύκλο μου στην περιοχή μετά από χρόνια απουσίας κ.λ.π.
αισιόδοξα...
Αντίθετα με τους γνωστούς προορισμούς
ήτοι εστιατόριο, ταβέρνα, μπαράκι, καφετέρια το δικό μας reunion έγινε κάτι σαν εκδρομή σε κοντινό μοναστήρι – «για όνομα Θεού» σχολίασε το “έτερον μου ήμισυ” – μάλλον λόγω budget παρά για λόγους πρωτοτυπίας. Ίσως ο διοργανωτής στη
πίσω πλευρά του μυαλού του πίστευε πως χρειαζόμασταν την θεία επιφοίτηση για να
αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο, οπότε μας έφερε όσο το δυνατόν πιο κοντά σε αυτή.
Εδώ στάθηκα σχετικά άτυχος γιατί περίπου οι πάντες με θυμόντουσαν – βαυκάλισα
τον εαυτό μου ότι δεν έχω αλλάξει και πάααρα πολύ και ότι έχω χαρακτηριστική
φυσιογνωμία – ενώ εγώ βαθμολογήθηκα με πολύ κάτω από τη βάση. Εκτός από τους 5
γνωστούς με τους οποίους διατηρούσα και διατηρώ επαφές βρέθηκα εν μέσω μεσήλικων
και κάτι, ανδρών και γυναικών, τους οποίους αδυνατούσα να θυμηθώ παρά τη
βοήθεια «του κοινού», όπως αυτή που
έπαιρναν οι παίκτες παλιού τηλεοπτικού παιχνιδιού και ακούγοντας δηκτικά σχόλια για τη μνήμη
μου, για πρόωρη άνοια και αλτσχάιμερ και τη χαρακτηριστική ατάκα περί γήρατος
το οποίο «ουκ έρχεται μόνον». Αφού καταλήξαμε στο ποιός είναι ποιός π.χ. η
λεπτή μελαχρινή συμμαθήτρια είχε γίνει μια ξανθιά ευτραφής γιαγιά με τις
φωτογραφίες του εγγονού σε πρώτη ζήτηση, ενώ ο αθλητικός άτακτος συμμαθητής
είχε μεταλλαχθεί σε βραδυκίνητο υπέρβαρο ηλικιωμένο που σε όλη τη διάρκεια της
συνάντησης μιλούσε για τις αρρώστιες του, τα φάρμακά του, την τελευταία ανάλυση
ούρων και αίματος. Αν βγήκε κάτι καλό από αυτή τη συνομιλία είναι ότι τονώθηκε
η αυτοπεποίθησή μου. Είχα την υγειά μου και οι εξετάσεις μου ήταν μια χαρά «Δόξα Τω Θεώ».
Την «παράσταση» δεν έκλεψε ούτε ο πιο επιτυχημένος ούτε ο πιο
καλοστεκούμενος, αλλά ο ιδιόρρυθμος συμμαθητής μας που δήλωσε ότι έχει
ασχοληθεί με την αστρολογία. Φαντάζεστε τι έγινε: όλος ο γυναικείος πληθυσμός
αλλά και μέρος του αντρικού βρήκε την ευκαιρία να μάθει για το ζώδιο και το
«ριζικό» του.
Την ώρα που πέρασα κοντά τους
προσπάθησα μέσα από τα άγνωστα ή πιο σωστά τα αγνώριστα πρόσωπα να βρω τα
παιδιά που μαζί τους πέρασα τα σχολικά μου χρόνια πέρα από τις μορφές: στις
κινήσεις, τις γκριμάτσες, στη χροιά της φωνής και στα μάτια που χρώμα δεν
αλλάζουνε όπως λέει και το τραγούδι.
Τελικά κάποια πράγματα καλό είναι να
τα θυμάσαι όπως ήταν.
Ο σχολικός μου βίος ξεκίνησε το
Σεπτέμβριο του 1961.
Δύσκολα ο σκληρά εργαζόμενος
σημερινός μαθητής που πρέπει να πάει στο
σχολείο, στο φροντιστήριο, σε τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα, στο ωδείο ή σε κάτι
άλλο καλλιτεχνικό, στο γυμναστήριο γιατί «νους
υγιής εν σώματι υγιή» και να μελετήσει ταυτόχρονα, θα πιστέψει ότι η λέξη
σχολείο παράγεται από τη λέξη σχόλη ή
σχολή που σημαίνει την δημιουργική
ανάπαυση και τον ελεύθερο χρόνο (που δίνει το περιθώριο για φιλοσοφία και
σχολιασμούς, παράθεση απόψεων, κριτικών και ερμηνειών), την ηρεμία και την
αργοπορία ή και επί το λαϊκότερο την
αργία – που πολλοί τη θεωρούν και μητέρα πάσης κακίας – ενώ για τους δύσπιστους
υπάρχει το γνωστό τραγουδάκι της Αλίκης «Κυριακή γιορτή και σχόλη». Ίσως το ορθότερο θα ήταν να ονομάσουμε
το σχολείο ασχολείο από τη λέξη ασχολία που σημαίνει έλλειψη
ελεύθερου χρόνου και αργίας. Πάντως οφείλω να πω, ότι το σχόλασμα – εκ του
ρήματος σχολάζω – που σημαίνει ότι διακόπτω την εργασία μου αποδίδει ορθά το
τέλος της σχολικής ημέρας. [1]
Προφανώς τη λέξη σχολή την
χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να περιγράψουν τους χώρους
συνάθροισης των ευπόρων και αβροδίαιτων –αριστοκρατών,
δηλαδή των μη εργαζομένων και της συζήτησης μεταξύ τους, που ως γνωστό οδήγησε
στις φιλοσοφικές αναζητήσεις και όπου δεν είχαν θέση οι φτωχοί.
Το ίδιο συνέχισε να ισχύει και πολλούς αιώνες αργότερα. Οι μη εύποροι δεν
είχαν το προνόμιο στην εκπαίδευση και τη σχόλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις
πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, κυριαρχεί η αντίληψη ότι το
παιδί δεν διαφέρει καθόλου από τους ενήλικες, έτσι αντιμετωπίζεται με τον
ίδιο τρόπο στην κοινωνία και έχει τα ίδια προβλήματα με αυτούς. [2]
Ωστόσο, γίνονταν τα πρώτα δειλά βήματα προς τη θεώρηση της παιδικής
ηλικίας ως ξεχωριστής κοινωνικής κατηγορίας, για να βρει ανταπόκριση μόνο στις
οικονομικά εύπορες τάξεις, όπως οι γαιοκτήμονες, οι αστοί και οι μικροαστοί,
ενώ δεν βρήκε καμία εφαρμογή στους εργάτες και τους αγρότες.
Τα παιδιά αντιμετωπίζονταν ως μέσο
για την αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος, ως ένα «χέρι» βοηθείας.
Η σταδιακή
μαζικοποίηση της παραγωγής, που απαιτούσε κατανομή της εργασίας, γνώσεις και
ικανότητες από τα άτομα που συμμετείχαν σε αυτήν, σε συνάρτηση με την
αναγκαιότητα της πολιτισμικής, κοινωνικής συνοχής και ομοιογένειας του
ευρύτερου πληθυσμού δημιούργησαν την ανάγκη για ανάλογο εκπαιδευτικό σύστημα
που θα απευθυνόταν σε όλους τους πολίτες και θα αποτελούσε υποχρέωση του
κράτους.
Ένα από τα
καλά που έκανε ο καπιταλισμός ήταν ότι για να αυξήσει τα κέρδη, μετέτρεψε τα
παιδιά από συμμετέχοντα στη παραγωγή σε καταναλωτές. Με την πάροδο του
χρόνου μια τεράστια βιομηχανία στήθηκε γύρω από το παιδί, την διατροφή του, την
ψυχαγωγία του, την εκπαίδευσή του κ.λ.π., που απέφερε και αποφέρει τεράστια
κερδοφορία. Αλλά από αυτή τη συναλλαγή
και το παιδί κέρδισε το δικαίωμα στην παιδική ηλικία, την γνώση και την
διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος.
Εγώ δεν ήξερα τότε πόσο προνομιούχος
ήμουν και όταν μου ανακοίνωσαν ότι θα
πήγαινα στο σχολείο να μάθω γράμματα για να γίνω «χρήσιμος άνθρωπος στη κοινωνία» φράση κλισέ που έχει ειπωθεί από τους γονείς εκατομμύρια φορές, εγώ το
μόνο που καταλάβαινα ήταν ότι οι ανέμελες παιδικές μου μέρες τελείωσαν.
Την πρώτη μέρα στο σχολείο με τις φοβέρες «να είσαι φρόνιμος κακομοίρη μου» και τις ευχές της μάνας μου στο
ένα αυτί και τις συμβουλές του πατέρα μου στο άλλο ξεκίνησα για το 11ο
Δημοτικό.
Κάθε αρχή και δύσκολη που λένε.
Ευτυχώς υπήρχαν αρκετά συνομήλικα παιδιά από το Σλα Μαχαλά και δεν βγήκα πολύ
έξω από τα νερά μου.
Αυτό που μου χαλούσε τη διάθεση ήταν
η σχολική ποδίτσα. Βλέπετε ο πατέρας μου ήταν πολύ τυπικός και αφού ο νόμος
έλεγε για ποδιά έπρεπε να τη φορέσω. Θυμάστε πόσο χαριτωμένα ήταν τα κοριτσάκια
με τη ποδιά; Εγώ σαν αγοράκι καμιά σχέση. Το μήκος της άφηνε να φαίνεται το κοντό
παντελονάκι μου για να μη μοιάζω με κορίτσι, αλλά η εικόνα μου περέπεμπε μάλλον
στον Χατζηχρήστο όταν παρίστανε τον χωριάτη. Απελπισία. Ευτυχώς πέρασε ο καιρός
και εφόσον τα περισσότερα αγόρια δεν την φορούσαν την ξεφορτώθηκα κι εγώ – πεταμένα
λεφτά – γκρίνιαζε η μάνα μου. [3]
Βέβαια υπήρχαν και χειρότερα. Μια
μητέρα ερχόταν στο διάλλειμα να ταΐσει το γιό της με το αβγουλάκι του. Χίλιες
φορές η ποδιά παρά αυτό το ρεζιλίκι.
Ο
μικρόκοσμος μου μεγάλωσε με τον καιρό, είδα κι άλλες γειτονιές γνώρισα κι άλλα
παιδιά, έπαιξα καινούρια παιχνίδια στα διαλλείματα και έμαθα και γράμματα.
Πρώτα έμαθα το γιώτα, τη γραμμούλα – την
μαγκουρίτσα – όπως το λέγαμε. Και το κεφαλαίο μια σκέτη γραμμούλα. Έγραψα
σελίδες και σελίδες με γιώτα. Ύστερα το όμικρον. Τα ίδια. Μετά το άλφα. Το κακό
ήταν ότι ήμουν και παραμένω κακογράφος και δεν έχω κλίση στη ζωγραφική. Το
τετράδιο της αντιγραφής με τη μισή σελίδα λευκή για να ζωγραφίσουμε κάτι
σχετικό ήταν το χειρότερό μου. Χαμένος χρόνος, σβήσε γράψε σε μια μάχη εναντίον
του γραφικού μου χαρακτήρα και σε μάταιη αναζήτηση της καλλιτεχνικής μου φλέβας
που δεν χτύπησε ποτέ. Αδίκως με παιδεύατε αγαπητοί Δάσκαλοι. Καλλιγράφος και
ζωγράφος δεν θα γίνω ποτέ.
Τελείωσα το Δημοτικό με αρκετά καλό
βαθμό για τα δεδομένα της εποχής. Ο επόμενος εκπαιδευτικός προορισμός για τα
παιδιά της περιοχής ήταν το Οικονομικό
Γυμνάσιο Λαμίας, στην άλλη άκρη της πόλης, τη στιγμή που το 1ο
Γυμνάσιο Λαμίας ήταν το πιο κοντινό. Προφανώς δεν ήταν επιθυμητή η παρουσία μας
εκεί όπου φοιτούσαν τα παιδιά των «καλών» βλ. πλουσίων οικογενειών. Το κακό
είναι ότι το Οικονομικό Γυμνάσιο το θεωρούσαν παρακατιανό. Το καλό είναι ότι
εκεί εκτός των κανονικών μαθημάτων διδάχτηκα και πολύ χρήσιμα πράγματα όπως
βασικές αρχές λογιστικής, εμπορευματολογία, εμπορική αλληλογραφία κλπ. Δυστυχώς
ο θεσμός του Οικονομικού Γυμνασίου καταργήθηκε με τη μεταρρύθμιση του 1977.
Σαν μαθητής ανήκα στη χρυσή
μετριότητα. Μέτρια έξυπνος, λίγο φρόνιμος, λίγο άτακτος, διάβαζα όσο χρειαζόταν
– ή και λιγότερο – είχα σχετικά καλούς βαθμούς, ήμουν μέτρια δημοφιλής, ωραία
πέρασα.
Ένα από το άμεσα οφέλη που είχα ως
εγγράμματος ήταν η πρόσβασή μου στον κινηματογράφο σε «ακατάλληλα έργα» της
εποχής. Μη φανταστείτε πονηρά πράγματα. Τότε ήταν ακατάλληλο όποιο έργο
περιείχε σκηνές βίας όπως τα πολεμικά, τα καουμπόικα – western – όπου με έπαιρνε μαζί του κάποιος θείος μου για να
του διαβάζω τους υπότιτλους.
Σήμερα που κάνω αυτή την αναδρομή στα
μαθητικά μου χρόνια, οδηγούμαι ταυτόχρονα και σε έναν απολογισμό. Για τα
δεδομένα και τις συνθήκες καλά τα
κατάφερα: Όχι μόνο τελείωσα το Γυμνάσιο αλλά πέρασα και στο Πανεπιστήμιο, το
οποίο δυστυχώς εγκατέλειψα γιατί ο κλάδος που ακολούθησα δεν μου κινούσε το
ενδιαφέρον. Ο επαγγελματικός
προσανατολισμός ήταν ανύπαρκτος σαν έννοια εκείνη την εποχή και η
επιλογή των σπουδών ήταν περισσότερο ενστικτώδης.
Βλέπετε το εκπαιδευτικό σύστημα στην
Ελλάδα ταλανίζεται από την δημιουργία του ως και σήμερα από τις παθογένειες του
Ελληνικού κράτους.
Η προσήλωση στο
αρχαίο μεγαλείο ταυτόχρονα με το Ελληνοχριστιανικό ιδεώδες με στοιχεία συστημάτων της αλλοδαπής –
Βαυαρικό, Γαλλικό κ.λ.π. – πολλές φορές αντικρουόμενα μεταξύ τους δημιούργησαν
μια στείρα εκπαίδευση με έμφαση στις θεωρητικές γνώσεις που δεν ανέπτυξε όσο θα
έπρεπε την κρίση – ως τρόπου διαχείρισης των γνώσεων – ούτε τις δεξιότητες των
μαθητών.
Οι πολιτικές αναταράξεις και οι αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνήσεων είχαν ως
αποτέλεσμα και τις αντίστοιχες συνεχείς αλλαγές στο χώρο της εκπαίδευσης και
της παιδείας – τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των οποίων ουκ έστιν αριθμός –
καθώς η εκάστοτε κυβέρνηση προσπαθούσε να αποκρυσταλλώσει στο εκπαιδευτικό
σύστημα το δικό της ιδεολογικό στίγμα. Οι κατά καιρούς σωστές καινοτομίες
συναντούσαν τις αντιδράσεις των εμπλεκομένων φορέων, ενώ οι πολιτικές
παρεμβάσεις λειτούργησαν ως τροχοπέδη στην εξέλιξη του εκπαιδευτικού συστήματος
και δεν επέτρεψαν την πλήρη εφαρμογή τους και την προοδευτική τροποποίηση τους
στο πέρας του χρόνου. Έτσι πολλές ανάγκες ικανοποιήθηκαν με αυτοσχέδιες
τεχνικές, ενώ σημαντικό κομμάτι των νόμων που ψηφίστηκαν δεν εφαρμόστηκε ποτέ ή
λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα. Με αυτό τον τρόπο το εκπαιδευτικό μας
σύστημα λειτουργεί σαν αυτοσκοπός και δεν μπόρεσε ποτέ να εναρμονιστεί πλήρως
με τις ανάγκες των μαθητών και της κοινωνίας.
Σαν τελικό συμπέρασμα, η παιδεία που
έλαβα ήταν το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη στη ζωή μου. Απλώς έλειπε αυτό το
κάτι από το σχολείο που θα με παρακινούσε να προσπαθήσω να μάθω περισσότερα.
Τη μαγική λάμψη της ουσιαστικής γνώσης
την ανακάλυψα μεγάλος – κάλλιο αργά παρά ποτέ – και μόνος. Έκτοτε την ακολουθώ
όσο μπορώ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το κακό είναι ότι τη λέξη δανείστηκαν και άλλες γλώσσες με την
παρεξήγηση να διαιωνίζεται (Λατινικά: scola, Ιταλικά: scuola, Γαλλικά: ecole ,
Αγγλικά: school, Γερμανικά : schule, Ισπανικά: escuela)
Αντί για το λανθασμένο σχολείο θα μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη
εκπαιδευτήριο. Η λέξη «παιδεία» είναι παράγωγο του αρχαίου ρήματος «παιδεύω»
που σημαίνει διδάσκω, εκπαιδεύω και αναφέρεται στη νοητική και ψυχική
καλλιέργεια ενός παιδιού, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της εκπαίδευσης
στις διάφορες βαθμίδες της*.
*Το Δημοτικό σχολείο ονομάστηκε έτσι
γιατί μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους για τη λειτουργία του ήταν
υπεύθυνοι οι Δήμοι. Το Γυμνάσιο στην αρχαία Ελλάδα ήταν το
γυμναστήριο, ο τόπος όπου γυμνάζονταν οι νέοι, για να αποκτήσουν σωματική ρώμη
και αθλητικές ικανότητες. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λέξη γυμνός. Με την
πάροδο του χρόνου σε αυτά τα γυμναστήρια άρχισαν να προσχωρούν φιλόσοφοι,
ρήτορες, καλλιτέχνες, διάφοροι διανοούμενοι, οι οποίοι ανέπτυσσαν
εκπαιδευτική/πνευματική δραστηριότητα. Η ανάγκη εκγύμνασης των νέων ανδρών
άρχισε να υποχωρεί καθώς μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο συνήθως μισθοφόροι
αναλάμβαναν την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και όχι απλοί
πολίτες. Έτσι τα γυμνάσια στους μεταγενέστερους χρόνους εξελίσσονται σε
εκπαιδευτικά/πολιτιστικά κέντρα. Τα 2 πρώτα γυμνάσια στην Ελλάδα αποτέλεσαν η
Πλατωνική Ακαδημία & το Αριστοτελικό Λύκειο. Ο
όρος Λύκειο προέρχεται από έναν παραπλήσιο σε ένα γυμνάσιο βορείως του
Ολυμπίου Διός ναό του Λυκείου Απόλλωνος, στο οποίο σύχναζε σύμφωνα με το λεξικό
ο Σωκράτης.
2. Από την Οικονομική Επιθεώρηση φ.17
(1874) με τίτλο Εργατικοί παίδες: «Οι
παίδες δεν επλάσθησαν απλώς προς το παίζειν, αλλ’ ενωρίς πρέπει να κερδίσωσιν
τον επιούσιον αυτών άρτον».
3. Η ποδιά συνέχισε να είναι υποχρεωτική για αγόρια και κορίτσια
μέχρι την 6η Φεβρουαρίου του 1982 οπότε και καταργήθηκε. Για τα αγόρια
υπήρχε ανοχή και ο νόμος ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Οι φωτογραφίες των
σχολείων είναι από το βιβλίο του Ν. Τ. Δαβανέλλου
«Λαμία – Το χρονικό μιας πόλης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου