Ο Έλληνας φιλόσοφος
Επίκουρος που κατηγορήθηκε για φιλο – ηδονισμό από τους αντιπάλους του
Ο Επίκουρος
ξεκινά από τη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος, όπως και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί,
κινείται ανάμεσα σε δύο βασικές συναισθηματικές καταστάσεις (πάθη), τον πόνο
και την ευχαρίστηση, την «αλγηδόνα» και την «ηδονήν». Κάθε ζωντανός οργανισμός
εντελώς αυθόρμητα αποφεύγει τον πόνο και αποζητά τα ευχάριστα συναισθήματα [1]...
Το σωματικό
πόνο δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Μπορούμε όμως να μη του δίνουμε μεγάλη
σημασία. Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι ο πολύς δυνατός πόνος διαρκεί λίγο, ενώ
εκείνος που έχει μεγάλη διάρκεια δεν έχει μεγάλη ένταση και σαν τέτοιος είναι
υποφερτός: Πάσα αλγηδών ευκαταφρόνητος˙ η
γαρ σύντονον έχουσα το πονούν σύντονον έχει τον χρόνον, η δε χρονίζουσα περί
την σάρκα αβληχρόν έχει τον πόνον (Προσφώνησις 4).
Την ηδονήν ο
Επίκουρος θεωρεί βέβαια ως το πρώτο και σύμφωνο με τον οργανισμό μας αγαθό, η
επιδίωξη όμως των μέσων που προσπορίζουν ηδονή δεν πρέπει να στοιχίζει την
απώλεια της ψυχικής μας ηρεμίας, άρα πρέπει να κινείται μέσα σε ορισμένα όρια,
να μην ξεπερνά το μέτρο. Πάνω από την ηδονή στέκεται η αταραξία της ψυχής. Ο
Επίκουρος είναι σαφής στο θέμα αυτό: «Όλα τα κάνουμε γι’ αυτό και μόνο, για να μην
πονούμε και να μην ταραζόμαστε. Όταν το πετύχουμε αυτό, κοπάζει όλη η
βαρυχειμωνιά της ψυχής, γιατί ο οργανισμός μας δεν χρειάζεται να τρέχει σε κάτι
που τάχα του λείπει και να ζητά κάτι άλλο, με το οποίο θα συμπληρώσει το αγαθό
της ψυχής και του σώματος. Όταν όμως δεν πονούμε, δεν χρειαζόμαστε πια την
ηδονή» (Τούτου γαρ χάριν πάντα πράττομεν,
όπως μήτε αλγώμεν μήτε ταρβώμεν˙ όταν δ’ άπαξ τούτο περί ημάς γένηται, λύεται
πας ο της ψυχής χειμών, ουκ έχοντος του ζώου βαδίζειν ως προς ενδεόν τι και
ζητείν έτερον ω το της ψυχής και του σώματος αγαθόν συμπληρώσεται. Τότε γαρ
ηδονής χρείαν έχομεν, όταν εκ του μη παρείναι την ηδονήν αλγώμεν˙ όταν δε μη
αλγώμεν, ουκέτι της ηδονής δεόμεθα – Διογ. Λαέρτ. Χ 128).
Κατά τον
Επίκουρο μερικές φορές παραιτούμεθα από τις ηδονές, όταν οι δυσάρεστες
συνέπειές τους είναι περισσότερες. Εξάλλου θεωρούμε πολλούς πόνους ανώτερους
από τις ηδονές, όταν οι πόνοι αυτοί καταλήγουν ύστερα από πολύ χρόνο σε ηδονή,
σε ευχαρίστηση. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να συνυπολογίζονται οι θετικές και οι
αρνητικές πλευρές των επιλογών μας, τα «συμφέροντα» και τα «ασύμφορα» των
ενεργειών μας, οι ευχάριστες και μη ευχάριστες συνέπειές τους.
Οι ηδονές
της ψυχής είναι ανώτερες από τις σωματικές, όπως και ο ψυχικός πόνος είναι
χειρότερος από τον σωματικό: Την γουν
σάρκα το παρόν μόνον χειμάζει, την δε ψυχήν και το παρελθόν και το παρόν και το
μέλλον (Διογ. Λαέρτ. Χ 137).
Οι συνεχείς
παρεξηγήσεις της θεωρίας του ανάγκασαν τον Επίκουρο να γίνει πολύ σαφής σε μια
επιστολή του: «Όταν λέμε ότι η ηδονή είναι ο σκοπός των πράξεών μας, δεν
εννοούμε τις ηδονές των ασώτων κι αυτές που συνδέονται με την απόλαυση, όπως
νομίζουν μερικοί που αγνοούν ή δεν συμφωνούν μαζί μας ή καταλαβαίνουν λαθεμένα,
αλλά την απουσία σωματικού πόνου και την αταραξία της ψυχής. Γιατί δεν δημιουργούν
την ευχάριστη ζωή φαγοπότια και διασκεδάσεις συνεχείς ούτε απολαύσεις αγοριών
και γυναικών ούτε ψαριών και άλλων αγαθών που μπορεί να προσφέρει ένα
πλουσιοπάροχο τραπέζι, αλλά νηφάλια σκέψη που ερευνά σε βάθος τις αιτίες κάθε
εκλογής και αποφυγής και αποδιώχνει τις σφαλερές γνώμες που γίνονται αιτία να
κυριεύει τις ψυχές πολλή ταραχή» (Όταν
ουν λέγωμεν ηδονήν τέλος υπάρχειν, ου τας των ασώτων ηδονάς και τας εν
απολαύσει κειμένας λέγομεν, ως τινές αγνοούντες και ουχ ομολογούντες ή κακώς
εκδεχόμενοι νομίζουσιν, αλλά το μήτε αλγείν κατά σώμα μήτε ταράττεσθαι κατά
ψυχήν. Ου γαρ πότοι και κώμοι συνείροντες ουδ’ απολαύσεις παίδων και γυναικών
ουδ’ ιχθύων και των άλλων όσα φέρει πολυτελής τράπεζα τον ηδύν γεννά βίον, αλλά
νήφων λογισμός και τας αιτίας εξερευνών πάσης αιρέσεως και φυγής και τας δόξας
εξελαύνων εξ ων πλείστος τας ψυχάς καταλαμβάνει θόρυβος – Διογ. Λαέρτ. Χ
131 – 132).
Την απουσία
πόνου χαρακτηρίζει ο Επίκουρος «καταστηματική ηδονή», δηλ. ήρεμη ηδονή. Την
διακρίνει από την ενεργητική, την «εν κινήσει ηδονήν», από την επιδίωξη και
απόλαυση ηδονικών καταστάσεων. Η «καταστηματική ηδονή» είναι προτιμότερη και
ανώτερη και πιο ασφαλής. Τελικά το ανώτερο αγαθό δεν είναι η ηδονή αλλά η αταραξία, η γαλήνη της ψυχής, που
αποκτάται με τη φρόνηση. Το ανώτατο αγαθό είναι λοιπόν η φρόνηση, γιατί μας βοηθά να κρίνουμε ποιο είναι κάθε φορά το
ωφέλιμο για την ευτυχία μας, ποιες επιθυμίες μας είναι αναγκαίες και ποιες
περιττές.
Η φρόνηση
διακρίνει επίσης ότι οι μεγάλες φιλοδοξίες και η έντονη κοινωνική ζωή διώχνουν
τη ψυχική γαλήνη. Ο Επίκουρος συνιστούσε αποχή από πολιτικές δραστηριότητες και
από την πολλή δημοσιότητα, τις πολλές κοινωνικές σχέσεις (Λάθε βιώσας).
Τέλος είναι
ανάγκη η ψυχή να απελευθερωθεί από το φόβο των θεών, το φόβο των φυσικών
φαινομένων και το φόβο του θανάτου. Η σκέψη πάνω στο θάνατο (συνοδευόμενη από
παραστάσεις για μια δυστυχισμένη ζωή στον Άδη ή για μεταθανάτιες τιμωρίες
κ.λ.π.) δηλητηριάζει την ζωή του ανθρώπου, του προσθέτει ανώφελη αγωνία και
φόβο. Ο Επίκουρος βεβαιώνει ότι δεν μας συνδέει τίποτα με το θάνατο. Ο θάνατος
ισοδυναμεί με τέλεια αναισθησία, είναι απλά στέρησις
αισθήσεως. Δεν υπάρχει βίωση του θανάτου, δεν αισθανόμαστε αυτό που λέγεται
«θάνατος». Ενόσω ζούμε, δεν υπάρχει θάνατος, και όταν έρθει ο θάνατος, εμείς
έχουμε φύγει. Δεν συναντιόμαστε με το θάνατο. Ασφαλώς εδώ έχουμε μια σοφιστική
σκέψη, που τη διατύπωσε για πρώτη φορά ο Πρόδικος. Έξοδος από τη ζωή σημαίνει
ακριβώς συνάντηση με το θάνατο. Αυτά που δεν αισθανόμαστε είναι όσα ακολουθούν
μετά το θάνατο.
Από το άλλο
μέρος δεν είναι σωστό να λυπόμαστε για τη σύντομη ζωή μας και να καλλιεργούμε
τον πόθο για μια αιώνια ζωή. Η σκέψη για μια άλλη ζωή μας γεμίζει έγνοιες για
το ποια θα είναι η τύχη μας σ’ αυτή, σκεφτόμαστε ακόμα και μια αιώνια δυστυχία.
Πρέπει να χαιρόμαστε τη ζωή με τη διάρκεια που έχει πάνω στη γη. Και προπάντων
να μη δηλητηριάζουμε τη ζωή με το να σκεφτόμαστε συνέχεια το θάνατο και να τον
φανταζόμαστε σαν τη μεγαλύτερη συμφορά που έρχεται να μας πλήξει.
Είναι φανερό
ότι ο Επίκουρος επιδίωξε να λυτρώσει τους ανθρώπους από τους μεταφυσικούς
φόβους, που τους καλλιεργούσε όχι μόνο η θρησκεία αλλά και η φιλοσοφία,
ιδιαίτερα η πλατωνική. Κατά τη λαϊκή θρησκεία ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος
να ζει αιώνια στον σκοτεινό και αραχνιασμένο Άδη [2].
Ο Πλάτωνας εξάλλου μιλούσε για ένα είδος κόλασης στην άλλη ζωή.
Οι
πλατωνικοί, οι στωικοί και οι χριστιανοί διέβαλαν τον επικουρισμό, τον
παρέστησαν σαν μια καθαρά ηδονοθηρική και «υλιστική» βιοθεωρία. Μίλησαν για
«χοίρους του Επίκουρου» (έτσι χαρακτήριζαν τους οπαδούς του φιλοσόφου) και
συνέδεσαν το όνομά του με χυδαιότητες. Ο Επίκουρος δεν έκανε τίποτα άλλο παρά
να απαλλάξει τον άνθρωπο από τα μεταφυσικά σκιάχτρα και τις επιβλαβείς
μεταφυσικές αγωνίες. Τελικά ο Επίκουρος θέλησε να απλοποιήσει το πρόβλημα της
ζωής, που ο άνθρωπος έχει την τάση να περιπλέκει και να το επιδεινώνει με
σφαλερές ιδέες. Αυτό θεωρήθηκε σαν έγκλημα από τους μεταφυσικούς και τους
«ιδεαλιστές», και ήταν φυσικό να νιώσουν αντιπάθεια για τη φιλοσοφία του
Επίκουρου. Ο Επίκουρος δεν αρνιόταν την ύπαρξη των θεών, παραμέριζε μόνο τον
μεταφυσικό φόβο και αναιρούσε τις προϋποθέσεις της θρησκευτικής ζωής, αχρήστευε
τη θρησκεία.
Σημειώσεις
1. Η
παρατήρηση αυτή είχε γίνει ήδη από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο (περ. 435 – 355
π.Χ.)
2. Ο
μεταφυσικός φόβος δεν ήταν άγνωστος στους αρχαίους. Να πως τον εκφράζει ο
Ανακρέοντας:
Συχνά βαριά αναστενάζω
γιατί φοβούμαι τον Τάρταρο.
Είναι φριχτή του Άδη η άβυσσος
και το ταξίδι για κει κάτω θλιβερό.
(μετ. Μ. Κοπιδάκη)
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΓΚΙΚΑ «ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΒΒΑΛΑΣ,
ΑΘΗΝΑ 1996
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΚΙΚΑΣ
Ο Σωκράτης Γκίκας
γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής το 1935. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βόννη. Το συγγραφικό του έργο
(φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό, αρχαιογνωστικό) ξεκινάει απ' το 1963 και έκτοτε
συνεχίζεται διατηρώντας υψηλή ποιοτική στάθμη. Χαρακτηρίζεται από έντονο
κριτικό προβληματισμό, θεματική ευρύτητα, νοηματική σαφήνεια και ακριβή
διατύπωση λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου