Ο Ιωνάθαν
Γλάρος πέρασε τις υπόλοιπες του μέρες μόνος, αλλά πέταξε μακριά, πιο μακριά απ’
τους Πέρα Βράχους. Ήταν θλιμμένος, όχι από μοναξιά, αλλά γιατί οι γλάροι
αρνήθηκαν να πιστέψουν στο μεγαλείο της πτήσης που τους περίμενε. Αρνήθηκαν ν’
ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν.
Κάθε μέρα
μάθαινε περισσότερα. Έμαθε πως μία βουτιά μπορούσε να τον βοηθήσει ν’
ανακαλύψει τα σπάνια και νόστιμα ψάρια που κολυμπούσαν κοπαδιαστά δέκα πόδια
κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού: δε χρειαζόταν πια ψαρόβαρκες και μπαγιάτικο
ψωμί για να επιζήσει...