Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

27 Μαΐ 2019

Το χαράτσι ένας φόρος … παρεξηγημένος!


Το «χαράτσι» βάραινε για δώδεκα αιώνες ανηλεώς τους μη Μουσουλμάνους υπήκοους του Οθωμανικού κράτους, μέχρι τις μέρες της Συνθήκης των Παρισίων.
Για του λόγου το αληθές αν και η τόση κατακραυγή εναντίον του Χαρατσίου, που – καθιερώθηκε από το Χαλίφη Ομάρ – δεν είναι αδικαιολόγητη, είναι πάντως υπερβολική. Ίσως ο τρόπος με τον οποίο επιβαλλόταν ο κεφαλικός αυτός φόρος (τζιτζιέτ – χαράτζ) να δικαιολογεί κάπως την αποστροφή της κοινής γνώμης. Και ίσως να ήταν αυτός ο λόγος που προκάλεσε τα φιλάνθρωπα αισθήματα των Ευρωπαίων διπλωματών που συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο...

Εξαγορά της στρατιωτικής θητείας
Στην πραγματικότητα, το «χαράτσι» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εξαγορά της στρατιωτικής υποχρέωσης από τους μη Μουσουλμάνους υπήκοους του Σουλτάνου, οι οποίοι εξαρτούνταν από αυτή.
Κάτι δηλαδή σαν το δικό μας «αντισκήνωμα των απαλλαγέντων» το οποίο τόσο πολύ δόξασε ο τελευταίος άτυχος ελληνοτουρκικός πόλεμος.
Ο Μωαμεθανισμός, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, αποτέλεσε κράτος καθαρά θεοκρατικό, που επεδίωκε κύρια ένα σκοπό: την επικράτηση του Κορανίου. Έτσι λοιπόν οι στρατευμένοι κάτω από τις σημαίες του Κορανίου έπρεπε κατ’ ανάγκη να είναι πιστοί Μουσουλμάνοι – Ισλάμ – Μοσλίμ.
Κατ’ ανάγκη λοιπόν όλοι οι ετερόθρησκοι υπήκοοι των Σουλτάνων, οι άπιστοι Γκιαούρ, κρίνονταν ανάξιοι της στρατιωτικής υποχρέωσης και όφειλαν να την εξαγοράζουν με την καταβολή του κεφαλικού φόρου (τζιτζιέτ – χαράτζ). Βέβαια ο τρόπος της επιβολής αυτού του φόρου, ήταν μάλλον περισσότερο επαχθής από το δικό μας «αντισκήνωμα».
«Αλλά υπάρχει η γνώμη ότι οι λύκοι είναι καλύτεροι από τους σκύλους …» (Αισχύλος Ικέτιδες στ. 760 – 761)

Αγέλες προβάτων
Είναι βέβαια γεγονός, ότι όλοι όσοι δεν ήσαν Μουσουλμάνοι, όλοι εκείνοι που το σκοτάδι της απιστίας τους δεν μπόρεσε να διαλύσει η αφθονία του φωτός του Ισλάμ, αποκαλούνταν ραγιάδες, δηλαδή αγέλες προβάτων, από την αραβική λέξη βιααγιά. Και κάθε πιστός Μουσουλμάνος, σύμφωνα με τις εντολές του Κορανίου, μπορούσε να αρμέγει, να κουρεύει ή και να σφάζει αυτά τα «πρόβατα» ελεύθερα, ανάλογα με τις ανάγκες του.
Στην πραγματικότητα όμως η τύχη των ραγιάδων εκείνων, σε μερικές περιπτώσεις, δεν ήταν χειρότερη από τη μοίρα των σημερινών χριστιανικών λαών της Ευρώπης που κυβερνιούνται ελεύθερα και συνταγματικά.
Οι Μονοθεϊστές Μουσουλμάνοι θεωρούσαν τους Χριστιανούς «πρεσβεύοντες τον συνεταιρισμόν εν τη Θεότητι». Διότι έτσι περίπου αντιλαμβάνονταν οι παλαιότεροι ερευνητές του Κορανίου τον τριαδικό θεό, ενώ κατά τα άλλα σέβονταν τους θεσμούς τους και τις θρησκευτικές τους γιορτές και παραδόσεις.

«Να φέρη την κεφαλή επί των ώμων αυτού»
Το χαράτσι, το κατέβαλαν όλοι οι μη Μωαμεθανοί υπήκοοι του Σουλτάνου, οι ραγιάδες, χωρίς καμία εξαίρεση, είτε ήταν προστάτες οικογένειας είτε όχι, από δώδεκα χρονών μέχρι το θάνατό τους.
Κάθε ετερόθρησκος, ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει κάθε χρόνο στον ειδικό ταμειακό υπάλληλο, το χαράτσι και έπαιρνε γραπτή απόδειξη. Αυτή η απόδειξη έγραφε, κάτω από τη σφραγίδα του υπαλλήλου: «ο επιφέρων την παρούσα απόδειξη έχει την άδεια να φέρη την κεφαλή επί των ώμων αυτού και κατά το τρέχον έτος».
Αυτή η διατύπωση της απόδειξης συντέλεσε καθοριστικά για τη δημιουργία δυσμενούς εντύπωσης της κοινής γνώμης. Για την αποφυγή επιπλοκών το χρώμα της απόδειξης ήταν διαφορετικό κάθε χρόνο.
Ο φόρος – με στόχο τη δικαιότερη κατανομή – επιβαλλόταν ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των φορολογουμένων και διαιρείται σε τρεις κατηγορίες.
Σ’ αυτό διέφερε το χαράτσι από το αντισκήνωμα, που είναι το ίδιο για όλους χωρίς καμία διάκριση.
Στην πρώτη κατηγορία – «Αλά» – υπάγονταν οι πλουσιότεροι και πλήρωναν δώδεκα γρόσια το χρόνο.
Στην δεύτερη κατηγορία – «Ισφάτ» – υπάγονταν οι άνθρωποι της μέσης τάξης και πλήρωναν έξι γρόσια το χρόνο.
Στην τρίτη κατηγορία – «Εδυά» – υπάγονταν οι φτωχοί και πλήρωναν μόνο τρία γρόσια το χρόνο.
Το 1720 οι ραγιάδες του Μοριά ήταν περίπου 60.000 όπως φαίνεται από την επίσημη απογραφή που έγινε με διαταγή του Σουλτάνου Αχμέτ. Η απογραφή έγινε πέντε έτη μετά, την κατάλυση της ενετικής κυριαρχίας για δεύτερη φορά.
Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι οι Χριστιανοί κάτοικοι της Πελοποννήσου τότε, δεν ήταν περισσότεροι από 200.000.
Στο τέλος του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας έστειλε επίσημο υπόμνημα στους Αντιπροσώπους των τριών προστάτιδων Δυνάμεων στο Ναύπλιο, απαντώντας μ’ αυτό σε 28 ερωτήματα που του είχαν θέσει. Σύμφωνα με το υπόμνημα οι Έλληνες ραγιάδες κατέβαλλαν κάθε χρόνο στο Διβάνι χαράτσι που έφτανε τα 2.289.930 γρόσια.
Η καταβολή του φόρου κατά επαρχία δείχνεται στον παρακάτω πίνακα, εκτός από τη Θεσσαλία που, όπως λέει ο Καποδίστριας, δεν μπόρεσε να μαζέψει πληροφορίες.

Περιοχή                                                                                     Γρόσια
α. Πελοπόννησος                                                                     383.000
β. Δυτική Χέρσα Ελλάδα
– από Γκράβαρα μέχρι Ασπροπόταμο                                      144.130
– από Άρτα μέχρι Λάκα Μπότσαρη                                             63.000
γ. Ανατολική Ελλάδα
– από Αττική μέχρι Ζητούνι                                                       225.500
– από Αλμυρό μέχρι Κασσάνδρα                                              398.000
δ. Κρήτη                                                                                    300.000
ε. Χίος                                                                                        220.000
στ. Υπόλ. Νησιά Αιγαίου                                                              35.000
                                                                   Σύνολο                 2.289.930

Όπως φαίνεται, ελάχιστοι κατέβαλλαν παραπάνω από το κατώτατο όριο, δεδομένου ότι μόνο το ¼ του πληθυσμού ήταν παραπάνω από 12 χρονών.

Μια περίεργη αποδεικτική διαδικασία
Εκείνο τον καιρό, δε λειτουργούσαν όπως γίνεται σ’ εμάς, Στρατολογικά γραφεία, ούτε τηρούνταν Μητρώα Αρρένων. Πολύ περισσότερο δεν επιτρέπονταν αναθεωρήσεις και αμφισβητήσεις ηλικίας που συμβαίνουν όταν παρουσιάζονται στο Δικαστήριο Μάρτυρες για να βεβαιώσουν ότι ήταν παρόντες στη βάπτιση προσώπων που … είναι μεγαλύτερα από αυτά.
Ο Χαρατσής, και όχι κάποια πολυμελή Στρατολογικά συμβούλια, βεβαίωνε ποιοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν φόρο, την ίδια στιγμή που τον εισέπραττε.
Καμιά φορά γεννιόνταν αμφισβητήσεις γι’ αυτούς που διάνυαν το δωδέκατο έτος και για πρώτη φορά υποβάλλονταν στο χαράτσι, που λυνόντουσαν όμως αμέσως και ανέκκλητα με την εξής συνοπτική διαδικασία:
Ο Χαρατσής τύλιγε το λαιμό του … αμφισβητούμενου παιδιού με ένα σχοινί που κρεμόταν από τη ζώνη του. Μετά κράταγε το μήκος του σχοινιού με τα δόντια του από τη μια άκρη και την άλλη την έφερνε πάνω από το κεφάλι του˙ αν έφτανε μέχρι τον σβέρκο του, τότε το παιδί έπρεπε να καταβάλει το φόρο και η απόφαση ήταν τελεσίδικη. Ούτε αμφισβητήσεις, ούτε προσφυγές σε ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές ή Δικαστήρια …
Αρκετά συχνά βέβαια, αντί για πρόστιμο, για την απορριφθείσα αμφισβήτηση, ο Χαρατσής φιλοδωρούσε το σβέρκο του παιδιού με μια σφαλιάρα, ανάλογη με την ιδιοσυγκρασία και τις διαθέσεις του.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΟΤΕ», ΤΕΥΧΟΣ 9

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου