Στα χρόνια του Εμφυλίου, η καχυποψία των
κρατούντων και μάλιστα σε μιαν επαρχιακή πόλη όπως η γενέθλια πόλη μου, οι
αποκριές περιορίζονταν στα στενά, κλειστά δωμάτια των σπιτιών και σπανιότερα
στις αυλές και στις μακρινές συνοικίες. Ήταν ρητά απαγορευμένοι οι μασκαράδες.
Το καθεστώς φοβόταν πως πίσω από έναν μασκαρά, πίσω από μια αυτοσχέδια μάσκα
(που τότε προσωπίδες έστω χάρτινες, οι πλαστικές ήταν μελλοντική εφεύρεση),
πίσω από ένα μαντίλι, ένα πυκνό βέλο, πίσω από ένα καρβουνισμένο πρόσωπο,
μπορεί να κρυβόταν ένας «προδότης της πατρίδας», ένας μητραλοίας ή ένας από
τους κρυβόμενους και καταζητούμενους «κατσαπλιάδες», κάποιος εαμοβούργαρος
φονιάς...
Τόσο
που εμείς τα παιδιά της Κατοχής μόνο από αφηγήσεις ξέραμε κάτι για παραδοσιακές
απόκριες, γκαμήλες, γαϊτανάκια και γαϊδουράκια, για υπαίθρια γλέντια και
δημόσιους χορούς με μεταμφιεσμένους, με γειτονιές να ξενυχτάνε υποδεχόμενες
παρέες μασκαράδων, με κεράσματα, πειράγματα και λυτρωτικές βωμολοχίες, κενώσεις
μιας συμπιεσμένης επαρχιακής ηθικολογικής ζωής, εκτονώσεις και εκρήξεις ακόμη
και ερωτικών παθών.
Μετά
το τέλος του Εμφυλίου και στις πρώτες Απόκριες του 1950, δειλά, σιωπηρά, όχι
πάντα με άρση της απαγόρευσης αλλά με χαλαρή ανοχή της Αστυνομίας, φάνηκαν οι
πρώτοι μασκαράδες στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, στις πλατείες και στα
σταυροδρόμια. Παρέες – παρέες από τις γειτονιές, αγόρια και κορίτσια αλλά και
μεσήλικοι που νοσταλγούσαν ό,τι είχε για χρόνια στερηθεί το κέφι των ημερών,
μεταμφιεσμένοι με αυτοσχέδια, φτωχά συνήθως, ρούχα του μπαούλου, με έναν
γεροδεμένο νέο να κρατάει το κοντάρι, έστηναν το γαϊτανάκι στο τρίστρατο και η
χαρούμενη παρέα κρατώντας τις πολύχρωμες κορδέλες που ξεκινούσαν από την κορυφή
του κονταριού χορεύοντας και στροβιλιζόμενοι ανά ζεύγη, έμπλεκαν τις κορδέλες
και ύστερα ανάστροφα, σαν την αρχαία χορική αντιστροφή ξέμπλεκαν, χωρίζονταν
και πήγαιναν παρακάτω. Αν θυμάμαι καλά, είχε επέμβει ένας ηλίθιος χωροφύλακας
και είχε σε κάποια ομάδα απαγορεύσει να τραγουδούν το πατροπαράδοτο τραγουδάκι
«στης ακρίβειας, άντε μπρε, στης ακρίβειας τον καιρό», με την αιτιολογία ότι το
τραγούδι ασκούσε πολιτική κριτική στα οικονομικά της κυβέρνησης!
Μια
κάποια πάντως νομιμοποίηση είχε δώσει και ο δήμαρχος της πόλης, αφού η
φιλαρμονική του δήμου περιερχόταν στην πόλη και παιάνιζε δημώδη αλλά και λάτιν,
που ήταν της μόδας τότε (π.χ. «οι τρεις καμπαλέρος γνωστοί στους βακέρος»)
τραγούδια, διασκευασμένα για μπάντα χάλκινων.
Θυμάμαι
επίσης πως ένα ταξί, το μοναδικό τότε στην πόλη, εφοδιασμένο με μεγάφωνο,
τεράστιο χωνί, διαφήμιζε τον επίσημο, υπό την αιγίδα του δήμου χορό με «σεμνή
μεταμφίεση, με ακάλυπτο πρόσωπο» στο χοροδιδασκαλείο του Τσακνιά, του πατέρα
του σημαντικού αργότερα φίλου μακαρίτη φευ πλέον ποιητή και μεταφραστή Σπύρου
Τσακνιά. Σ’ αυτό το χοροδιδασκαλείο είχαν μάθει παλιότερα οι μανάδες μας ταγκό,
βαλς, και φοξ τροτ. Συνήθως η ζωντανή μουσική σ’ αυτές τις δημόσιες
μουσικοχορευτικές συναθροίσεις εκτελείτο από τη μοναδική ορχήστρα της πόλης που
αποτελείτο από μία και μοναδική οικογένεια, τους αδελφούς (και γιους) Γκόλφη,
που ήταν και οι μοναδικοί ιδιωτικοί δάσκαλοι των πλούσιων τέκνων της πόλης και
κυρίως των δεσποινίδων που αποκτούσαν ως προικώο το «πιάνο»!
Εκείνη
λοιπόν την πρώτη χρονιά της διστακτικής Αποκριάς, της δειλής και συγκρατημένης,
συνέβη κάτι πρωτοφανές, που πρώτη φορά τώρα αφηγούμαι. Δυστυχώς, οι
πρωταγωνιστές του δεν υπάρχουν πια. Αν θέλετε λοιπόν το πιστεύετε, μάρτυρες δεν
έχω.
Αν το
αφηγούμαι τώρα είναι για να δείξω πως πίσω σε την τραγική εκείνη εποχή ανθούσε
ακόμη, σπάνιο αλλά ανθεκτικό, το λουλούδι της φιλίας και της ανθρωπιάς.
Στις
φυλακές της πόλης καταδικασμένος σε ισόβια ήταν ένας πρώην αντάρτης του Άρη
Βελουχιώτη που καταγόταν από ένα χωριό της Ευρυτανίας, νομίζω τον Άγιο Γεώργιο.
Το ’φερε η τύχη να υπηρετεί ως δεσμοφύλακας στις φυλακές ένας συγχωριανός του
και συμμαθητής του στο δημοτικό, θα ’λεγα προπολεμικός φίλος του. Ο
δεσμοφύλακας, χωρίς να έχει εμπλοκή στα αντιστασιακά και τα εμφυλιακά, πράγμα
που είχε σαφώς μετρήσει για να διοριστεί σε τέτοια «υπεύθυνη» για το καθεστώς
θέση, γνώριζε ότι ο κρατούμενος φίλος του δεν είχε διαπράξει κανένα από τα
εγκλήματα για τα οποία τον είχαν ρίξει στην ισόβια κάθειρξη. Λαϊκά παιδιά τα
περισσότερα που ασκούσαν το δύστροπο επάγγελμα του δεσμοφύλακα, είχαν, φαίνεται
αποδεχθεί την ανεκτική συμπεριφορά του συναδέλφου τους προς τον αμετανόητο
«κατσαπλιά».
Όταν
οι κρατούμενοι έβγαιναν στο προαύλιο για ξεμούδιασμα και φυσική αγωγή, ο δεσμοφύλακας
είχε την ευκαιρία να πλησιάζει και να θυμούνται τα παλιά. Συχνά μετέφερε και
προσωπικά προφορικά μηνύματα στη μητέρα του κατάδικου, η οποία ερχόταν κάθε
δεκαπέντε μέρες από το χωριό με το καλάθι με τη λαχανόπιτα, τα αυγά και το
ζυμωτό ψωμί. Ό,τι ο ισοβίτης δεν μπορούσε να πει στο σύρμα, το μετέφερε ο
δεσμοφύλακας ξεπροβοδίζοντας τη γριούλα έως τη σιδερένια εξώπορτα.
Εκείνον
λοιπόν το Μάρτη του 1950 ο ισοβίτης εξέφρασε την επιθυμία του στον συχωριανό
του να γινόταν κάτι στη φυλακή τις Απόκριες, ένα γλέντι, ένας χορός, λίγο κέφι.
Το πράγμα σκόνταψε στον διευθυντή της φυλακής, όταν ο υπάλληλος το εισηγήθηκε.
Και τότε έπεσε το τολμηρό σχέδιο. Εδώ πρέπει να πω πως όχι μόνο ο διευθυντής,
αλλά και όλο το προσωπικό της φυλακής μπήκαν στο παιχνίδι – από τα ακατανόητα,
τα τρελά αυτού του τόπου. Ο ισοβίτης και ο δεσμοφύλακας πριν από το πόλεμο στο
χωριό τους, έφηβοι, είχαν μετάσχει στην «γκαμήλα», ένας μπρος, πίσω από το
κεφάλι του «ζώου», και ο άλλος πίσω του, τα πίσω πόδια και η καμπούρα που
σχημάτιζε το κεφάλι του σκεπασμένο από μια καφετιά φλοκάτη. Τα γκέμια τότε του
κρατούσε ένας άλλος συχωριανό που είχε τουφεκιστεί στην Κατοχή από τους
Ιταλούς.
Πρότειναν
λοιπόν να ξαναβγούν στους δρόμους της πόλης, ισοβίτης και δεσμοφύλακας και να
μαζέψουν χρήματα για να εικονογραφηθεί το παρεκκλήσι των φυλακών. Είχε βρεθεί
και ο αγιογράφος, ένας επίσης κατάδικος, ποινικός αυτός, που χρειαζόταν πινέλα,
χρώματα, λάδια και χάρακα, διαβήτη, δοχεία ανάμειξης και, κυρίως φωτογραφίες
αγιογραφιών, να έχει μπούσουλα για να μην ξεφύγει από το τυπολόγιο, το ύφος και
την τάξη.
Ολόκληρη
η φυλακή, δεσμώτες και δεσμοφύλακες, ρίχτηκαν στη δουλειά. Βρέθηκε φλοκάτη,
βάφτηκε καφετιά, στο χρώμα της γκαμήλας. Με παπιέ μασέ, με βρεγμένες
εφημερίδες, φτιάχτηκε το κεφάλι της γκαμήλας. Μπήκε το κουδούνι στο λαιμό της,
προσαρμόστηκαν τα γκέμια και επιστρατεύτηκε ένας γυφτάκος που είχε φυλακιστεί
για μικροκλοπές, κάτοικος της γειτονιάς της πόλης όπου κατοικούσαν μόνιμοι Αθίγγανοι δημότες, στο Σλα Μαχαλά, να κρατάει
τα γκέμια και να οδηγεί και μέσα σ’ ένα κασκέτο να μαζεύει τις δεκάρες.
Τον
μόνο όρο που έβαλε ο διευθυντής ήταν να μη χαθεί, δα, η σχέση και ο κρατούμενος
να φοράει χειροπέδες (κάτω από τη φλοκάτη της γκαμήλας δεν θα φαινόταν) και μ’
ένα μακρύ σκοινί τα χέρια του δεμένα να εξαρτώνται από τη ζώνη του
προπορευόμενου (κεφαλή, μπροστινά πόδια) δεσμοφύλακα.
Έτσι
βγήκαν στην πόλη. Κανένας δεν υποπτεύτηκε τίποτε. Η ύπαρξη του μικρού Γύφτου
εξελήφθη ως πρωτοβουλία των Αθίγγανων που συχνά αναλάμβαναν τέτοιες δουλειές:
αυτοί κρατούσαν το καπάκι του φέρετρου στις κηδείες, αυτοί κουβαλούσαν τον
επιτάφιο κατά την περιφορά του, αυτοί μάζευαν την μπάλα στο γήπεδο, όταν μια
ψηλοκρεμαστή την έστελνε εκτός των τειχών.
Συνύπαρξη
«κλεφτών και αστυνόμων»
Το
αξιοσημείωτο είναι πως μια ολόκληρη φυλακή, ένθεν κακείθεν, γνώριζε το μυστικό
και δεν ακούστηκε κιχ. Επειδή εκείνη τη χρονιά η μόνη «γκαμήλα» που κυκλοφόρησε
ήταν αυτή της αγαστής συνύπαρξης «κλεφτών και αστυνόμων», οι εισπράξεις ήταν
πλούσιες και ο αγιογράφος – νομίζω ήταν πλαστογράφος – έκανε τις προμήθειές του
και ώσπου να αποφυλακιστεί είχε ζωγραφίσει στην κόγχη του ιερού την Παντάνασσα
και στον τρούλο τον Παντοκράτορα. Με τα μέτρα επιείκειας του Πλαστήρα μειώθηκαν
οι ποινές. Με τις συντομεύσεις ο ισοβίτης γύρω στο 1954 αποφυλακίστηκε. Ο
δεσμοφύλακας παραιτήθηκε και οι δυο παλιοί φίλοι, οι μόνη «γκαμηλιέρηδες»,
συνεταιρίστηκαν και ψώνιζαν ζαρζαβατικά από τον κάμπο και τα πουλούσαν στη
λαϊκή αγορά, που ειρήσθω εν παρόδω, στην πόλη μας γινόταν ακριβώς μπροστά στο
Δικαστικό Μέγαρο, δωρεά του μεγάλου ευεργέτη Αβέρωφ. Ό,τι μεταφέρω εδώ το έμαθα
από τον αδελφό της μητέρας μου, έχω μιλήσει παλιότερα γι’ αυτό, ο οποίος εξέτιε
ποινή κάθειρξης, αφού γλίτωσε την εκτέλεση, όταν δικάστηκε στην Χαλκίδα.
Αργότερα, πολύ αργότερα, διάβασα ένα διήγημα του Μυριβήλη στο «Κόκκινο βιβλίο»
που περιέγραφε μιαν ανάλογη περίπτωση. Ζωή και τέχνη: Παράλληλες.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
«ΤΑ ΝΕΑ» 8 – 9 ΜΑΡΤΙΟΥ 2008
ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Κώστας
Γεωργουσόπουλος (1937) είναι Έλληνας συγγραφέας και
κριτικός θεάτρου. Γεννήθηκε στη Λαμία το 1937. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας) και θέατρο στη
Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών με δασκάλους του τους Δημήτρη Ροντήρη και Γιάννη Σιδέρη.
Εργάστηκε στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν
ανάθεσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, την επιμέλεια του
βιβλίου Δραματική ποίηση, που αποτέλεσε επί είκοσι πέντε χρόνια
διδακτέα ύλη στα ελληνικά Γυμνάσια. Από το 2003 είναι πρόεδρος του Κέντρου
Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου - Θεατρικού Μουσείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου