Η πρώτη
λοιπόν, η Κομιτώ, είχε ήδη κατακτήσει διακεκριμένη θέση ανάμεσα στις εταίρες
του καιρού της˙ η δεύτερη η Θεοδώρα, φορώντας ένα κοντό χιτώνα με μακριά
μανίκια σαν αυτούς που φοράνε οι μικρές σκλάβες, την ακολουθούσε υπηρετώντας τη
σε καθετί και κουβαλώντας στους ώμους της το σκαμνί, πάνω στο οποίο εκείνη
συνήθιζε να κάθεται στις δημόσιες συγκεντρώσεις...
Εκείνη την
εποχή η Θεοδώρα δεν είχε ακόμα ωριμάσει κι έτσι δεν ήταν καθόλου σε θέση να
πέσει σε κρεβάτι μ’ έναν άνδρα και να συνευρεθεί μ’ αυτόν σαν γυναίκα, γι’ αυτό
και επιδιδόταν σ’ ένα είδος ασέλγειας ανδρικού τύπου με κάτι πανάθλιους τύπος
και μάλιστα δούλους που ακολουθούσαν τους αφέντες τους στο θέατρο κι έβρισκαν
περιστασιακά την ευκαιρία να κάνουν την ολέθρια αυτή πράξη˙ αλλά και στο
μπορντέλο καταγινόταν αρκετές ώρες μ’ αυτή την παρά φύσιν σωματική εργασία.
Όταν όμως έγινε γυναίκα και ωρίμασε επιτέλους, άρχισε ν’ απασχολείται στο
θέατρο κι αμέσως έγινε το είδος της πόρνης που οι παλιοί τις έλεγαν
παρακατιανές. Ούτε αυτό έπαιζε ούτε τραγουδούσε ούτε καν έκανε τη χορεύτρια,
αλλά μόνο πρόσφερε τα τρυφερά της νιάτα στον πρώτο τυχόντα ασκώντας το
επάγγελμα μ’ όλο της το σώμα. Αργότερα άρχισε ν’ ανακατεύεται σ’ όλες τις
δουλειές του θεάτρου μαζί με τους κωμικούς ηθοποιούς κι έπαιρνε μέρος μαζί τους
στις παραστάσεις που δίνονταν εκεί, βοηθώντας τους γελωτοποιούς με διάφορες
αισχρολογίες. Ήταν η πρώτη στα αστεία και στα πειράγματα και, γι’ αυτά της τα
καμώματα, γρήγορα έγινε περιζήτητη. Η γυναίκα αυτή ήταν τελείως ξετσίπωτη και
κανείς δεν την είδε ποτέ να κοκκινίζει, αλλά πρόσφερε αναίσχυντες υπηρεσίες
χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και ήταν τέτοιος τύπος που, όταν έτρωγε χαστούκια
και κατακεφαλιές, χαριεντιζόταν κι έσκαζε στα γέλια και, βγάζοντας τα ρούχα
της, τα έδειχνε όλα θεόγυμνα στον πρώτο τυχόντα κι από μπρος κι από πίσω, ενώ
το σωστό είναι αυτά τα πράγματα να μένουν κρυμμένα από τα μάτια των ανδρών.
Τους εραστές
της τους βαριόταν και τους κορόιδευε και τα κατάφερνε πάντα να κερδίζει τις
ακόλαστες ψυχές τους δείχνοντάς τους με καμάρι όλο και πιο ασυνήθιστα κόλπα στο
κρεβάτι. Σε κανέναν απ’ αυτούς που συναναστρεφόταν δεν καταδεχόταν ν’ αφήσει
την πρωτοβουλία˙ αντίθετα, εκείνη τους ερέθιζε όλους, ακόμα και τ’ αμούστακα
παιδιά, λέγοντας πρόστυχα αστεία και κουνώντας ξεδιάντροπα τον πισινό της.
Πουθενά στον κόσμο δεν γεννήθηκε κανείς τόσο παραδομένος σε κάθε είδους ηδονή
όσο αυτή. Συχνά πήγαινε σε συμπόσια μαζί με δέκα ή και περισσότερους νεαρούς,
όλους εξαιρετικά γεροδεμένους, που είχαν κάμει δουλειά τους τη λαγνεία, και
επιδιδόταν σε ολονύχτια όργια με όλους μαζί τους συνδαιτυμόνες. Ύστερα, όταν
δεν έμενε πια πνοή σε κανέναν απ’ αυτούς, εκείνη πήγαινε κι έβρισκε τους
υπηρέτες τους, πολλές φορές καμιά τριανταριά, και ζευγάρωνε με έναν – έναν απ’
αυτούς˙ αλλά ούτε κι έτσι μπορούσε να χορτάσει τη λαγνεία της.
Μια φορά που
είχε πάει στο σπίτι ενός διακεκριμένου προσώπου, κι ενώ όλοι οι συνδαιτυμόνες
την κοίταζαν πιωμένοι, καθώς λένε, ανέβηκε στην άκρη του ανάκλιντρου πλάι στα
πόδια τους και, σηκώνοντας με τον πιο αηδιαστικό τρόπο τα φουστάνια της,
θεώρησε καλό να τους κάμει επιτόπου μια επίδειξη λαγνείας. Κι ενώ δούλευε και
με τις τρεις τρύπες μαζί, κατηγορούσε τη φύση, παραπονούμενη που δεν της είχε
κάμει πιο φαρδιές και τις τρύπες των μαστών της ώστε να μπορεί να σκαρφίζεται
κι άλλα κόλπα συνουσιαζόμενη κι από κει. Συχνά βέβαια έμενε έγκυος, αλλά,
μεταχειριζόμενη διάφορα κόλπα, τα κατάφερνε αμέσως να αποβάλλει.
Πολλές φορές
μάλιστα γδυνόταν ακόμα και στο θέατρο, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και
στεκόταν ανάμεσα στους θεατές γυμνή, φορώντας μια ποδίτσα γύρω από τους
βουβώνες και τα αιδοία, όχι όμως επειδή ντρεπόταν να δείξει ακόμα κι αυτά στον
κόσμο, αλλά επειδή δεν επιτρέπεται σε κανέναν να παρουσιάζεται ολωσδιόλου
γυμνός στο θέατρο˙ πρέπει να φοράει τουλάχιστον ένα διάζωμα γύρω από τους
βουβώνες και τα αιδοία. Μ’ αυτό λοιπόν το ντύσιμο ξάπλωνε κατάχαμα και κειτόταν
ανάσκελα. Μερικοί θήτες, που έπαιζαν κατά κανόνα το ρόλο αυτόν, της έριχναν
πάνω στο αιδοίο της κριθάρι, που το έπιαναν σπυρί – σπυρί και το έτρωγαν χήνες
γυμνασμένες επί τούτω. Εκείνη όχι μόνο σηκωνόταν χωρίς να κοκκινίζει, αλλά και
φαινόταν να περηφανεύεται γι’ αυτή την παράσταση. Δεν ήταν μόνο ξεδιάντροπη,
αλλά και τα κατάφερνε καλύτερα από τον καθένα να παρασύρει τους άλλους στην
αδιαντροπιά. Συχνά γδυνόταν και στεκόταν πάνω στη σκηνή ανάμεσα στους μίμους,
πότε γέρνοντας το κορμί της προς τα πίσω και πότε τουρλώνοντας τον πισινό της
και προς αυτούς που την είχαν χαρεί και προς τους άλλους που δεν την είχαν
ακόμα πλησιάσει, επιδεικνύοντας με καμάρι τα συνηθισμένα της γυμνάσματα. Με
τόση λαγνεία καμάρωνε για το κορμί της, ώστε φαινόταν ότι δεν έχει το αιδοίο
της στην φυσική του θέση όπως οι άλλες γυναίκες, αλλά ότι το ‘χει στο κούτελο.
Αλλά κι εκείνοι που την πλησίαζαν αμέσως αποκαλύπτονταν ότι δεν το συνήθιζαν να
συνουσιάζονται κατά τους νόμους της φύσης˙ γι’ αυτό και τα αξιοσέβαστα πρόσωπα,
όταν τη συναντούσαν στην αγορά, άλλαζαν δρόμο κι έφευγαν βιαστικά από φόβο
μήπως αγγίξουν κάποιο από τα φορέματα αυτής της γυναίκας και νομιστεί ότι
κόλλησαν μίασμα. Όσοι την έβλεπαν, ιδιαίτερα νωρίς το πρωί, το ’χαν για
γρουσουζιά. Όσο για τη σχέση της με τις άλλες γυναίκες του θεάτρου συνήθιζε να
τους επιτίθεται όλη την ώρα με φοβερή αγριότητα σαν σκορπιός, γιατί την
κυριαρχούσε μεγάλος φθόνος.
Αργότερα έφυγε
μαζί με τον Εκήβολο, έναν άνδρα από την Τύρο που είχε αναλάβει τη διοίκηση της
Πενταπόλεως, για να του προσφέρει τις πιο αισχρές υπηρεσίες, αλλά κάτι του
έκαμε του ανθρώπου και την έδιωξε άρον – άρον από εκεί˙ γι’ αυτό λοιπόν βρέθηκε
χωρίς κανέναν πόρο ζωής κι από τότε τα ’βγαζε πέρα με τον συνηθισμένο της
τρόπο, πουλώντας άνομα το κορμί της. Αρχικά λοιπόν πήγε στην Αλεξάνδρεια.
Έπειτα, αφού γύρισε όλη την Ανατολή, ξεκίνησε να επιστρέψει στο Βυζάντιο
ασκώντας σε κάθε πόλη το επάγγελμά της, που αν άνθρωπος το κατονόμαζε, ποτέ,
νομίζω, δεν θα τον συγχωρούσε ο θεός˙ σαν να μην άντεχαν οι ουράνιες δυνάμεις
να μείνει τόπος κανείς που να μη γνωρίσει την ακολασία της Θεοδώρας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ «ΑΝΕΚΔΟΤΑ Ή ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΓΡΑ», Α΄ ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ
Ο Προκόπιος ο Καισαρεύς (500 - 565) ήταν ένας εξέχων Βυζαντινός λόγιος από την Παλαιστίνη.
Ακολουθώντας ως γραμματέας τον στρατηγό Βελισάριο στους πολέμους του Ιουστινιανού, ο Προκόπιος συνέγραψε δύο κύρια ιστορικά έργα,
ένα σχετικά με τους πολέμους της περιόδου 527 - 554 (Υπέρ των πολέμων λόγοι) και ένα σχετικά με το οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού στην
επικράτεια της αυτοκρατορίας (Περί Κτισμάτων), καθώς και ένα πρόσθετο έργο (Απόκρυφη Ιστορία)
στο οποίο προσπαθεί, φτάνοντας στον λίβελο, να αποδομήσει την εικόνα των
πρωταγωνιστών των δύο προηγουμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου